To στίγμα της άγνοιας

Του Παύλου Παπαδόπουλου

Η Μαρίνα Οικονόμου και η Κάρεσταν Κέναν υποστηρίζουν ότι η υπεύθυνη πληροφόρηση είναι το ισχυρότερο αντίδοτο ενάντια στον στιγματισμό όσων νοσούν ή έχουν ήδη νοσήσει.

Η κοινωνική ζωή είναι διάστικτη από στίγματα κατά αλλήλων. Από την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή και τη σεξουαλική συμπεριφορά έως την οικονομική κατάσταση και την ψυχική υγεία, όλα και όλοι προσφέρονται για στιγματισμό. Σαν να μην είχαμε ήδη πολλά στίγματα για να αντιμετωπίσουμε, τώρα προστέθηκε και το στίγμα του κορονοϊού. Η θύελλα πληροφοριών για τη νέα ασθένεια και οι μεγάλες ανατροπές στη ζωή μας έχουν διαμορφώσει συνθήκες αποφυγής και στιγματισμού όσων νοσούν, όσων μπορεί να νοσούν ή όσων έχουν νοσήσει. Η σωστή πληροφόρηση, όμως, αποδεικνύει ότι το στίγμα οφείλεται σε παραλογισμούς και δεν συμβάλλει στην προστασία όσων στιγματίζουν. Αντίθετα, οδηγεί στη διάσπαση των κοινών οικογενειακών, φιλικών ή ευρύτερων κοινωνικών μετώπων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που είναι αναγκαίο να δημιουργούνται και να λειτουργούν για να αντιμετωπιστεί η πανδημία πληρέστερα και ταχύτερα. Η λήψη προστατευτικών μέτρων είναι αρκετή για την προστασία όλων έναντι όλων, ιδίως όταν μια ασθένεια μπορεί να είναι αόρατη και για κάθε ασθενή μπορεί να αναλογούν δεκάδες φορείς χωρίς συμπτώματα. Επομένως, ο διαχωρισμός, το στίγμα και ο πανικός δεν εξασφαλίζουν καλύτερες πιθανότητες αποφυγής της μόλυνσης, ενώ δείχνουν άγνοια της πραγματικότητας και ευκολία υπαναχώρησης σε κατώτερα πεδία του συνειδητού, όπου κυριαρχούν πρωτόγονα συναισθήματα και κρυμμένα μίση. Το «Κ» απευθύνθηκε στην καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρίνα Οικονόμου, και στην καθηγήτρια Ψυχιατρικής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Κάρεσταν Κέναν, με κύριο θέμα το στίγμα του κορονοϊού.



Καθώς η πανδημία έχει οδηγήσει στην έκρηξη των κάθε είδους ψυχολογικών προβλημάτων, η κ. Μαρίνα Οικονόμου, γνωστή ήδη από τις πρωτοβουλίες της κατά του στίγματος της σχιζοφρένειας και γενικότερα της ψυχικής ασθένειας εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, έχει αναλάβει έντονη δράση τους τελευταίους δύο μήνες ως συντονίστρια στη Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης για τον κορονοϊό, μια πρωτοβουλία της Α΄ Ψυχιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις νέες διαταραχές άγχους που εκδηλώνονται με ανησυχητική συχνότητα διακρίνει παραλληλίες με όσα συνέβησαν κατά την οικονομική κρίση στην ψυχική υγεία.

«Οι διαταραχές άγχους βρίσκονται στο επίκεντρο, ως απόρροια των περιοριστικών μέτρων και της κοινωνικής απομόνωσης, ενώ παράλληλα οι αγωνίες των πολιτών για τα οικονομικά ζητήματα θυμίζουν τις αντίστοιχες που αναπτύχθηκαν κατά την πολυετή ύφεση που υπέστη η χώρα μας», λέει η κυρία Οικονόμου. «Ωστόσο, όσο οι μέρες περνούν αφουγκραζόμαστε ότι σιγά σιγά η ύπουλη πορεία της κατάθλιψης βγαίνει στην επιφάνεια και οργανώνεται πλέον σε ένα σύνδρομο κλινικό».

Πολλοί εναντίον λίγων

Σε αυτό το φορτισμένο υπόστρωμα επικάθεται το στίγμα. «Το διαχρονικό ζήτημα του στίγματος σε νέες εκδοχές φαίνεται να βγαίνει απειλητικά στην επιφάνεια. Ο κορονοϊός ξαναδίνει σήμερα τη σκυτάλη σε έναν αόρατο εχθρό. Με βάση τη θεωρία του στίγματος, οι πολλοί στιγματίζουν τους λίγους. Στιγματιζόταν ο λεπρός, στιγματιζόταν και στιγματίζεται ο “τρελός”. Το στίγμα υπέθαλπε διαχρονικά εκείνο το κοινωνικό πεδίο στο οποίο οι “υγιείς” πολλοί εξοστρακίζουν τους “παράταιρους” λίγους. Σήμερα όμως, πόσοι είναι οι πολλοί; Πόσοι είναι οι λίγοι; Σήμερα, φαίνεται να γίνεται μια ανατροπή. Λέξεις και έννοιες αλλάζουν. Η ετερότητα γίνεται ολότητα. Στο νέο, ιδιότυπο λεξικό του COVID-19 που γράφεται αυτές τις μέρες, σε μια πανδημία δηλαδή, τι είναι μειονότητα και τι πλειονότητα; Είμαστε όλοι εν δυνάμει φορείς μιας νόσου. Μας το λένε οι ειδικοί, το μαθαίνουμε καθημερινά από τους φίλους, τους συναδέλφους, τα μέλη της οικογένειας που έχουν νοσήσει».

Η κυρία Οικονόμου θεωρεί ότι η «οικουμενικότητα του COVID-19», η οποία ασφαλώς οφείλεται στην υψηλή μεταδοτικότητα χωρίς συμπτώματα, αντί να μας φοβίσει, θα πρέπει να μας προβληματίσει ευρύτερα. «Η οικουμενικότητα που φέρει ο COVID-19 είναι ένα κάλεσμα αλλαγής νοοτροπίας, ένα κάλεσμα ανάκλησης της λογικής, ένα κάλεσμα ανθρωπιάς για ό,τι κάποτε δεν κατανοήσαμε, για όποιον «διαφορετικό» κάποτε στιγματίσαμε. Το στίγμα, άλλωστε, αποτελεί μια σύνθετη έννοια και διαδικασία και οι υπεραπλουστεύσεις δεν ενδείκνυνται σε μια από τη φύση της παράδοξη εποχή. Οι οξύμωροι καιροί μας συνοδεύονται και από οξύμωρα σχήματα. Σε αυτά τα νέα σχήματα οι έννοιες είναι αντεστραμμένες, διττές και αμφίσημες. Ο κοινός παρονομαστής, όμως, στη διαμόρφωση του στίγματος ήταν και παραμένει ο φόβος. Με όρους παθολογίας, αυτό που αλλάζει είναι το πρόσωπο του φόβου. Η κλειστοφοβία δίνει σιγά σιγά τη θέση της στην αγοραφοβία και στην κοινωνική φοβία και γίνεται, μέσα από μια άλλη διαδρομή, φόβος προς τον άλλο, εν δυνάμει δηλαδή στίγμα».

Φόβος ‘ή αυτοπροστασία;

Βεβαίως, ο φόβος που οδηγεί στο στίγμα παίζει ύπουλα παιχνίδια: «Γιατί ο φόβος προς τον άλλο να είναι στίγμα και όχι αυτοπροστασία; Γιατί ο φόβος προς τον άλλο και η φυσική απόσταση να είναι στίγμα και όχι ετεροπροστασία, προστασία του άλλου; Εξαρτάται από την κατεύθυνση και την πορεία που θα πάρει η σκέψη μας, η στάση μας και η συμπεριφορά μας. Οι πεποιθήσεις άλλωστε, οι στάσεις και οι συμπεριφορές αποτελούν δομικές συνιστώσες του στίγματος. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να εξελιχθεί αυτή η νέα μας πραγματικότητα σε μια πανδημία φόβου και στιγματισμού. Αντίθετα, αποτελεί μια πρωτοφανή ευκαιρία να εξελίξουμε και να εξαντλήσουμε την κατανόησή μας για τον άλλο άνθρωπο, ώστε να σταματήσει έτσι ο παραλογισμός του στίγματος και να επικρατήσει λογική και ανθρωπιά. Μικρή σημασία έχει το όνομα της νόσου».  

Πέρα από το στίγμα του κορονοϊού, ο φόβος της μόλυνσης σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό (καραντίνα), την απαγόρευση κυκλοφορίας (lockdown) και την οικονομική κρίση προκάλεσε όξυνση σε ψυχικές ασθένειες και διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη σε μια κοινωνία που μόλις έχει βγει από την ψυχική δοκιμασία της προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Οι αδιέξοδες σκέψεις είναι και πάλι εδώ, με νέα ένταση. Πώς πρέπει να σκεφτόμαστε για να αμυνθούμε απέναντί τους;

«Η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι μια κοινή άσκηση ψυχικής αντοχής. Δοκιμάζεται η υπομονή και η ψυχική ανθεκτικότητα του καθενός μας χωριστά αλλά και της ελληνικής κοινωνίας συλλογικά», λέει η κυρία Οικονόμου. «Σε μια χρονική στιγμή, που αρχίσαμε να παίρνουμε τις πρώτες δειλές ανάσες ανακούφισης από το πλήγμα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, διαπραγματευόμαστε για δεύτερη φορά και με αναπάντεχο τρόπο τις δυνάμεις της προσαρμοστικότητάς μας. Μια κρίση που δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει συναντά μια που μόλις άρχισε. Στην πρώτη απειλήθηκε η ευμάρειά μας, η καταναλωτική μας ευδαιμονία, η ιδανική εικόνα του εαυτού μας τοποθετημένη στο κέντρο μιας επίπλαστης ποιότητας ζωής. Σε αυτήν εδώ απειλείται η ίδια μας η ζωή, έρχεται πιο κοντά η συνάντησή μας με το θάνατο και αναζωπυρώνεται το –ούτως ή άλλως εγκατεστημένο στο ασυνείδητο- άγχος του θανάτου.»

Η κυρία Οικονόμου τονίζει ότι και στις δύο κρίσεις υπάρχει ένα κοινό υπόστρωμα: «Μια γενικευμένη κατάθλιψη, «εθνική κατάθλιψη» την αποκαλέσαμε τότε, γιατί οι έρευνες την περίοδο εκείνη μας αποκάλυψαν τέτοια στοιχεία. Μια δραματική αύξηση της επικράτησης της κατάθλιψης ως κλινικής οντότητας από το 2008 και μετά, κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης. Αυτή η κατάθλιψη πυροδοτείται σήμερα εκ νέου, αλλά πλέον κουβαλά και την εξάντληση της προϋπάρχουσας ψυχικής μας φθοράς. Από την αρχική αποτύπωση των στοιχείων που έχουμε συλλέξει στην Α’ Ψυχιατρική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ από την τηλεφωνική γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης για τον κορονοιό φαίνεται ότι οι διαταραχές άγχους βρίσκονται στο επίκεντρο ως απόρροια των περιοριστικών μέτρων και της κοινωνικής απομόνωσης, ενώ παράλληλα οι αγωνίες των πολιτών για τα οικονομικά ζητήματα θυμίζουν τις αντίστοιχες που αναπτύχθηκαν κατά την πολυετή ύφεση που υπέστη η χώρα μας. Ωστόσο, όσο οι μέρες περνούν αφουγκραζόμαστε ότι σιγά- σιγά η ύπουλη πορεία της κατάθλιψης βγαίνει στην επιφάνεια και οργανώνεται πλέον σε ένα σύνδρομο κλινικό. Απέναντι σε αυτή τη σύνθετη πραγματικότητα, παρατηρούμε ότι πράγματι δοκιμάζονται οι εγκατεστημένες ψυχικές μας ευαλωτότητες, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται νέες σε άτομα που νοιώθουν να έρχονται αντιμέτωπα με το άγνωστο, με το αμήχανο, που γεννά αδιέξοδες σκέψεις και αίσθημα αβοηθητότητας.»

Το «ευχάριστο» πάντως είναι ότι υπάρχουν εγκατεστημένες άμυνες αφού όπως τονίζει η κυρία Οικονόμου, «παρατηρούμε τη δημιουργία ενός νέου είδους «ψυχικών αντισωμάτων» στην ελληνική κοινωνία. Ο δύσκολος δρόμος της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, μας δίδαξε με σκληρό πολλές φορές τρόπο ότι η ζωή είναι ένας αγώνας που κερδίζεται καθημερινά και ότι πάντα βρίσκει τρόπο να κερδίζει, να επικρατεί, εφόσον επιμένουμε να επιλέγουμε την παρουσία μας σε αυτήν, παρά τους τραυματισμούς και τις αδυναμίες μας. Πρόκειται για το δρόμο της αντίστασης. Και αυτές τις δύσκολες ώρες αντίσταση στις αδιέξοδες σκέψεις και τη συνεπακόλουθη ψυχική κόπωση είναι από τη μια πλευρά η εναισθησία, η αυτοεπίγνωση, η εις βάθος γνωριμία με τον εαυτό, και από την άλλη η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική αλλά και γνωστική κατανόηση του άλλου. Αντιστεκόμαστε στις αδιέξοδες σκέψεις, αναζητώντας τις εσωτερικές δυνάμεις που διαθέτουμε και που τώρα καλούμαστε να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε. Με επίγνωση ότι η αλλαγή είναι η μόνη βεβαιότητα που γνωρίζουμε και ότι η στάση μας, το πείσμα μας να αντιμετωπίσουμε το «εδώ και τώρα» θα καθορίσει τη μετάβαση σε ένα νέο, πιο ουσιαστικό μέλλον.»

Παράλληλα, σημαντική ως αντίσταση στην ψυχική κόπωση είναι και η δύναμη της ενσυναίσθησης, η οποία, όπως προσθέτει η κυρία Οικονόμου, καλλιεργείται με τέτοια συγκινητική ταχύτητα αυτές τις ώρες στην ελληνική κοινωνία. «Το παράδειγμα όλων όσων μας δείχνουν με την καθημερινή μάχη που δίνουν ότι είμαστε βαθιά αλληλέγγυοι, ότι είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλο. Το δίκτυο σχέσεων που προκύπτει σήμερα, και που δημιουργεί έναν άυλο ιστό αλληλεπίδρασης στο πνευματικό και συναισθηματικό υπόβαθρο όλων, σε μια συνθήκη όπου κάθε άτομο καλείται να αναγνωρίσει στον άλλο τον εαυτό του. Σήμερα μοιραζόμαστε όλοι ένα κοινό ημερολόγιο, είμαστε συμμέτοχοι στη νέα, απρόσκλητη δοκιμασία. Και σε πείσμα του αβοήθητου που μπορεί να νοιώθει κανείς να τον κατακλύζει, θυμόμαστε ότι στο παρασκήνιο γιγαντώνονται οι παράμετροι μιας κοινωνίας αλτρουισμού και φιλαλληλίας, που μακριά από ηθικολογίες τοποθετεί τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, στο κέντρο της.»  

Θεωρίες συνομωσίας και ιδιωτικότητα

Στη συζήτηση για τον κορονοϊό εισέρχονται αναπόφευκτα οι θεωρίες συνομωσίας, που έχουν κατακλύσει τον δημόσιο διάλογο σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα, αλλά και το μεγάλο ζήτημα της ιδιωτικότητας.

«Ως ιατρός πιστεύω και υπηρετώ την επιστήμη και τον ορθό λόγο. Κατά συνέπεια δεν ενδίδω σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, είτε αφορούν τον τρόπο, το χρόνο ή τις «σκοπιμότητες» που κρύβονται πίσω από την εμφάνιση του covid-19», λέει η κυρία Οικονόμου. «Όμως ως ψυχίατρο, με ειδίκευση στην κοινωνική ψυχιατρική, με προβληματίζει και θα έλεγα με ανησυχεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης, περίπου το 30% των πολιτών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη είναι πολύ εύπιστο και πολύ επηρεασμένο από τέτοιες ανορθολογικές δοξασίες. Άλλωστε το στίγμα στις δοξασίες, τους μύθους, τις αβασάνιστες και άκριτες γενικεύσεις στηρίζεται. Πιστεύω ότι για τη δραστική αντιμετώπιση της πανδημίας η «καραντίνα» αποτελεί μια ιστορικά δοκιμασμένη, αναγκαία και επιβεβλημένη επιλογή. Όμως η «καραντίνα» είναι μια επώδυνη χρονική παρένθεση με αρχή και τέλος. Δεν μπορεί να μετεξελιχθεί ως μακρόχρονη κατάσταση, ως μια «αυταρχική επιβολή» για τον περιορισμό των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών, για το στιγματισμό, την επιτήρηση και τον έλεγχο των προσωπικών δεδομένων των ανθρώπων. Θεωρώ ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, σε μια ανοιχτή και σύγχρονη δημοκρατία με θεσμούς, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα συνδέονται άρρηκτα με τις ευθύνες και υποχρεώσεις των πολιτών που έχουν προκύψει και κατακτηθεί μέσα στους αιώνες, μετά από αγώνες και θυσίες ανθρώπων και λαών. Έχω την πεποίθηση ότι οι νέες τεχνολογίες οφείλουν να υπηρετούν τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες των ανθρώπων για ένα καλύτερο κόσμο και να κατοχυρώνουν ανοιχτές δημοκρατίες και ανοιχτές κοινωνίες. Οι νέες τεχνολογίες δεν πρέπει να συνδεθούν με τους σκοτεινούς λαβυρίνθους και τα σκοτεινά δίκτυα ενός «Μεγάλου Αδελφού» που φιλοδοξεί να βλέπει, να κανοναρχεί και να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα. Καλπάζοντας η τεχνολογία, μπορεί να γίνεται ευλογία ή κατάρα στα χέρια των ανθρώπων, των κυβερνήσεων, των εξουσιών. Και εδώ έχει λόγο η ηθική πλευρά των επιστημών, που ορίζει το μέτρο, σύμφωνα με το οποίο κάθε εξέλιξη οφείλει να έχει στο κέντρο της την ευεργεσία του ατόμου, όχι την εκμετάλλευση, την καθυπόταξη και την ποδηγέτησή του.»

Η κυρία Οικονόμου δεν απορρίπτει τη σημασία της αξιοποίησης της νέας τεχνολογίας για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά τονίζει ότι «η ιχνηλάτηση εστιών μόλυνσης και η αποτύπωση προσωπικών δεδομένων για τη δημιουργία εθνικών και παγκόσμιων εφαρμογών και συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, προϋποθέτουν απολύτως συνετή εφαρμογή από τους κρατούντες. Συνετή εφαρμογή που θα διαφυλάσσει την ιδιωτικότητα των πολιτών και που θα αποτρέπει την εκμετάλλευση δεδομένων τους από κακόβουλες χρήσεις. Οδηγός και κοινός παρανομαστής κάθε ανάλογης εφαρμογής οφείλει να είναι ο σεβασμός της ατομικότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της συλλογικής ασφάλειας, με την τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι το αντίστροφο.

Σε αυτό το σημείο η κυρία Οικονόμου επισημαίνει μία σημαντική πτυχή για τον τρόπο που λειτουργεί ο άνθρωπος εν μέσω κρίσεων: «Ας μην ξεχνάμε ότι όσο εξελίσσεται η τεχνολογία τόσο αναδεικνύεται η σημασία του ανθρώπου ως όντος επινοητικού και ηθικού ταυτόχρονα.   Ο κόσμος προχωράει με την εφευρετικότητα που επιδεικνύει ο ανθρώπινος εγκέφαλος ως όργανο-πλοηγός, κρατώντας παράλληλα τη συναισθηματική δόνηση και την κοινωνική ευθύνη στο επίκεντρο. Βρεθήκαμε μπροστά σε μια αιφνίδια στιγμή στην ιστορία μας όπου, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ο πολίτης έδειξε εμπιστοσύνη στους θεσμούς και πολύ γρήγορα «αποκατέστησε» με κάποιο τρόπο τη φθαρμένη και κουρασμένη του σχέση μαζί τους. Αυτήν την εμπιστοσύνη οφείλουν οι κρατούντες να επιστρέψουν στεκόμενοι με συνείδηση από τη μια απέναντι στους κινδύνους που εγκυμονεί η κατάχρηση της τεχνολογίας και με σεβασμό και επίγνωση από την άλλη απέναντι στα καίρια ζητήματα βιοηθικής που αναδύονται επιτακτικά.»


Κάρεσταν Κέναν: «Το στίγμα είναι παράλογο»

Σε συνομιλία της με το «Κ» μέσω Skype η καθηγήτρια Ψυχιατρικής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Κάρεσταν Κέναν, μίλησε για τον κορονοϊό και το στίγμα: «Ο κορονοϊός έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας φυσικής καταστροφής, η οποία όμως για πρώτη φορά δεν είναι τοπική, αλλά διεθνής. Όλες οι σταθερές μας δοκιμάζονται καθημερινά. Η εργασία, η επαφή με την οικογένεια, η αίσθηση του μέλλοντος, όλα αλλάζουν. Και πάνω από όλα προστίθεται η ανησυχία για το ενδεχόμενο μήπως αρρωστήσεις εσύ ή μέλη της οικογένειας ή του κοινωνικού κύκλου σου.

Επιπλέον, στις φυσικές καταστροφές έχουμε την ενίσχυση των επαφών, οικογενειακών, φιλικών και κοινωνικών. Τώρα, όμως, στην καταστροφή αυτή επιβάλλεται η κοινωνική απόσταση. Αυτός είναι άλλος ένας διαφοροποιητικός παράγοντας που ενισχύει το άγχος και την κατάθλιψη. Μέσα σε όλα αυτά, το στίγμα του κορονοϊού είναι ένα από τα προβλήματα που εμφανίζονται και οξύνονται σταθερά. Ξεκίνησε αρχικά ως ένα φυλετικό στίγμα, π.χ. το στίγμα κατά των ανθρώπων ασιατικής καταγωγής. Και έχει εξελιχθεί ως ένα στίγμα κατά όσων νοσούν ή έχουν νοσήσει, ή και κατά όσων έχουν βρεθεί κοντά τους (π.χ. επαγγελματίες υγείας, οικογενειακά μέλη ή φίλοι). Το στίγμα οφείλεται σε παράλογες σκέψεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να διαχωριστεί η ανάγκη για προσοχή στις επαφές μας, που πρέπει να ισχύει για όλες τις επαφές μας, από τις υπερβολές που δεν χρειάζονται και ασφαλώς δεν συμβάλλουν καθόλου στην καλύτερη προστασία – τη δική μας ή των άλλων.

Η αντιμετώπιση του στίγματος του κορονοϊού γίνεται με τρεις τρόπους: Πρώτον, με ηγεσία σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες από τον χώρο της υγείας και την πολιτική και στη συνέχεια οι προσωπικότητες που έχουν ευρύτερο κοινωνικό ρόλο και επιρροή στις τοπικές και εθνικές κοινότητες οφείλουν να ενημερώνουν για ό,τι ισχύει πραγματικά. Να μη μεγαλοποιούν, να μη δραματοποιούν, να προσφέρουν ρεαλιστική επιστημονική πληροφόρηση. Δεύτερον, το στίγμα αντιμετωπίζεται με κοινωνική κινητοποίηση. Σε μια σωστά πληροφορημένη κοινωνία η καταπολέμηση του στίγματος είναι ευθύνη όλων μας. Εάν είμαστε μάρτυρες σε περιστατικό στιγματισμού, πρέπει να επέμβουμε. Ακριβώς όπως στο σχολείο, όπου κάθε μάρτυρας ενός περιστατικού μπούλινγκ οφείλει να επέμβει και να μην το προσπεράσει. Τρίτον, οι θεραπείες. Είναι βέβαιο ότι οι θεραπείες που αναπτύσσονται θα οδηγήσουν στον έλεγχο της πανδημίας και θα συμβάλουν στη μείωση του στίγματος».

Περιοδικό “Κ” – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ