Γράφει ο Μάκης Γεωργίου
Μετά από μια μικρή περιπέτεια στην «Γνώμη» του Πόπωτα (αρχές δεκαετίας του ’80), βρέθηκα στο ΒΗΜΑ. Ο Παπαχρήστος ήταν ήδη εκεί. Λίγο αργότερα ήρθε κι ο Λακόπουλος. Ο Γιώργος, είχε πει τα καλύτερα στον αείμνηστο Ανδρέα Δεληγιάννη για να μεσολαβήσει στον Ψυχάρη. Ηταν η εποχή που ξεκίναγε κι ο Πρετεντέρης.
Πώς το έβλεπα ΤΟ ΒΗΜΑ; Ναυαρχείο! Το καψώνι στους νέους -παρότι ουδείς το ομολογούσε- ήταν συνήθης τακτική κάποιων διευθυντών.
Κάποτε, με κάλεσε ένας απ’ αυτούς. Και πετώντας μπροστά μου τα χειρόγραφα, μου είπε,..
«Tι είναι αυτό; Με τα πόδια το έχεις γράψει Ξαναγράψο!».
Το κοίταξα, το ξανακοίταξα, δεν μπορούσα να βρω λάθος. Άλλαξα την πρώτη αράδα του προλόγου και το ξαναπήγα. Περίμενα λίγο. Ο διευθυντής άρχισε να το διαβάζει και στο τέλος με ενα πλατύ χαμόγελο μου είπε, «Τώρα μάλιστα! Ετσι θα ‘πρεπε να το ‘χες γράψει«. Κατάλαβα…
Ο Ψυχάρης; Ενα είδος Πάπα. Ουρά έξω από το γραφείο του. Τεράστια ονόματα της διανόησης για ένα άρθρο -χωρίς αμοιβή βέβαια- στο Κυριακάτικο φύλλο.
Εκεί γνώρισα έναν σπουδαίο δημοσιογράφο, τον Λυκούργο Κομίνη. Ηταν διευθυντής σύνταξης στα ΝΕΑ, κι όταν έφυγε για την «Πρώτη», πήγα μαζί του. Ενα χρόνο αργότερα, επέστρεψα στο ΒΗΜΑ, αλλά και ΤΑ ΝΕΑ. Η επιτυχία της «Εταιρίας Δολοφόνων» (στην οποία αποφασιστικά είχε συμβάλει ο συνάδελφος Ξύδης), μου άνοιξε διάπλατα τις πόρτες επιστροφής.
Γοητεύτηκα από την προσωπικότητα του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Παρορμητικός, φωνακλάς, αλλά και δίκαιος. Δημοσιογράφος, μέχρι το τελευταίο του κύτταρο. Κολακεύτηκα οταν μπροστά στον Λαμπράκη, άρχισε να μου λέει με δυνατή φωνή, «συγχαρητήρια! Μπράβο Μάκη«.
Του είχε αρέσει ο πρόλογος που είχα γράψει για τον δικτάτορα Ιωαννίδη, όταν από τον Κορυδαλλό είχε μεταφερθεί για να καταθέσει στην βουλή: «Γερασμένος, αλλά και απεχθής όσο και η φρίκη του παρελθόντος του…».
Το κλίμα γενικά ήταν καλό. Στις περιπτώσεις μόνο που «εβρυχάτο» ο Λέων, τα «ποντίκια» -όπως έλεγε ο Λιάνης – έτρεχαν να κρυφτούν.
Παρότι δούλευα στο μεγαλύτερο δημοσιογραφικό οργανισμό -όνειρο για πολλούς να εργαστούν εκεί την εποχή εκείνη – άρχισα να βαριέμαι την ένταση που είχα στο ρεπορτάζ με τους παλιούς αστυνομικούς συντάκτες.
Εγραψα μια επιστολή παραίτησης και την άφησα στο γραφείο του Καραπαναγιώτη. Ελεγα – και το πίστευα- πως η συνεργασία μαζί του, αλλά και η δουλειά μου στην εφημερίδα, ήταν από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα μου.
Την επομένη, με κάλεσε ο προϊστάμενος του λογιστηρίου, Γκότσης. «Γιατί ρε παιδιά πάτε σε τέτοια μαγαζιά που δεν ξέρετε τι θα σας ξημερώσει αύριο (πήγαινα στις «24 Ωρες» του Κοσκωτά)», μου είπε, και μετά με ρώτησε «πως την θέλεις την αποζημίωση».
«Αποζημίωση; Μα, εγώ παραιτήθηκα».
Ο Γκότσης είχε μπροστά του την φωτοτυπία της επιστολής παραίτησής μου και ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Καραπαναγιώτη πάνω, που έλεγε «να δοθεί ολόκληρη η αποζημίωση«.
Αυτό δεν μου ξανασυνέβη ποτέ. Στο Συγκρότημα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μεγάλες προσωπικότητες της δημοσιογραφίας, σπουδαίους ρεπόρτερ και βεβαια να κάνω πολλούς απ’ αυτούς φίλους (τον πρόεδρο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, που με τίμησε 3 φορές με χρονογραφήματά του, τον Χαρδαβέλα, τον Λιάνη και τόσους άλλους).
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί είδα σήμερα το πρωτοσέλιδο των ΝΕΩΝ. Και σκέφτηκα, πως, ήμουν και εγώ εκεί…
* Aπό το newpost