Του Σωκράτη Αργύρη
… Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν
δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε…
– Γιώργος Σεφέρης
Υποτίθεται ότι η Δημοκρατία στηρίζεται σε πολιτικές δυνάμεις που σύμφωνα με το Σύνταγμα στο άρθρο 29, παράγραφος 1 διαβάζουμε:
«Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων.»
Αυτό όμως που διαπιστώνουμε σήμερα είναι ότι οι αντιπροσωπευτικές λειτουργίες των πολιτικών κομμάτων βρίσκονται σε βαθιά κρίση: δεν υπάρχουν πια ούτε μαζικά κόμματα ούτε μαζικά εκλογικά σώματα. Με άλλα λόγια, τα κόμματα εμφανίζονται σήμερα περισσότερο ως οιονεί κρατικοί παράγοντες παρά ως κοινωνικοί παράγοντες.
Αυτό είναι απόρροια της πολιτικής κρίσης ειδικά από το 2010 και μετά που η χώρα βρέθηκε εκτός αγορών και μπήκε στα περίφημα προγράμματα προσαρμογής με τις ευλογίες των 2 πρώην μεγάλων κομμάτων που διακυβέρνησαν την χώρα από την μεταπολίτευση και μετά.
Αυτό που δεν πέρασε στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας είναι το γεγονός ότι ενώ ο κόσμος άλλαζε συνεχώς, η χώρα συμμετείχε σε εικονικές συγκρούσεις του δικομματισμού για ένα παρελθόν που το έκαναν παρόν αλλά αφορούσε ανθρώπους και γεγονότα που ανήκαν στην Ιστορία.
Βέβαια στην πολιτική μετρά πολύ το ιστορικό παρελθόν που πατώντας πάνω σ΄ αυτό κτίζουμε το παρόν και το μέλλον, αλλά βασική προϋπόθεση είναι πρώτα η επιστημονική αξιολόγηση του παρελθόντος που θα βοηθήσει να βλέπουμε τα γεγονότα στη σωστή τους διάσταση και όχι μέσα από παραμορφωτικούς φακούς που αλλοιώνουν αυτά.
Μπορεί ο εμφύλιος πόλεμος να έχει χαράξει πολύ βαθειά την πολιτική ιστορική μνήμη αυτού του τόπου αλλά τα πραγματικά γεγονότα δεν έχουν γίνει κτήμα όλων μας και δυστυχώς αυτό χρησιμοποιείται για την δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων παρά πολιτικής κρίσης.
Αυτό που θα μπορούσαμε να λέγαμε είναι ότι από την μεταπολίτευση και μετά η όλη πολιτική των κομμάτων στηρίχθηκε σε πολιτικές παραπλάνησης, δηλαδή στην έννοια του «γενναίου ψεύδους» και όπως το περιγράφει ο Πλάτωνας στο τρίτο βιβλίο της «Πολιτείας» του.
Ο Πλάτων λοιπόν στην «Πολιτεία» προχωρά στη διάκριση ανάμεσα σε «ψεύδη στην ψυχή» και «ψεύδη στα λόγια» και στην ενσωμάτωση των δεύτερων στην ιδανική πολιτεία του μέσα από τρεις περιπτώσεις χρήσιμης απάτης (382b-e). Διευκρινίζει ότι μόνο οι άρχοντες νομιμοποιούνται να κάνουν χρήση του ψεύδους, όταν πρόκειται για όφελος της πόλης (389b), όπως στην περίπτωση του γενναίου ψεύδους (414b-415d). Η παραχώρηση του δικαιώματος στους άρχοντες να εφευρίσκουν ψεύδη προς όφελος των αρχομένων έχει φαρμακολογικό χαρακτήρα (459c).
Σύγχρονοι μελετητές όπως ο Karl Popper στο δίτομο έργο του «η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της» (την έννοια της Ανοικτής κοινωνίας την πήρε από τον Henri Bergson) αν και κατηγορεί τον Πλάτωνα για πολιτική ανηθικότητα εξαιτίας της χρήσης άνομων μέσων για τη διατήρηση της εξουσίας, όπως το ψεύδος, η οποία είναι συγκεντρωμένη σε μια μικρή τάξη δεν μας λέει κάτι για την σύγχρονη αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και για τους ηγέτες της.
Ενώ ο Malcolm Schofield στη μελέτη του «Plato: Political Philosophy» (2006) ισχυρίζεται ότι οι περιπτώσεις ψεύδους δεν αντιφάσκουν με την προσπάθεια του Πλάτωνα να δημιουργήσει μια δίκαιη πόλη, αλλά αποτελούν μέρος της επιχειρηματολογίας του, ένα είδος πολιτικής ρητορικής, στην απόπειρά του να συστήσει τη δίκαιη πόλη, δικαιολογώντας κάπως, που εδράζεται η Δημοκρατία της εποχής μας.
Όχι και τόσο περίεργο όμως αν κοιτάξεις το τοπίο της Ιστορίας για να διαπιστώσεις πως καμιά κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να συγκροτηθεί χωρίς την κοινή πίστη σε κάποιο «γενναίο ψεύδος» – αυτό που ο σατιρικός συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ, σε ένα κείμενο του στα 1733, περιγράφει με την φαρμακερή γραφή του την ακατανίκητη κινητήρια δύναμη της σύγχρονης πολιτικής που δεν είναι η ιδεολογία, αλλά το ψέμα. Λέει:
«Κατακτά βασίλεια δίχως πόλεμο, αλλά ενίοτε ακόμη και μετά την απώλεια της μάχης. Χαρίζει και ανακτά θέσεις. Μετατρέπει ένα βουνό σε απλό σωρό από χώματα και κάνει έναν σωρό από χώματα βουνό.
Προεδρεύει εδώ και πολλά χρόνια σε εκλογικές επιτροπές, κάνει το μαύρο άσπρο, αναγορεύει άθεους σε αγίους και ακόλαστους σε πατριώτες, προμηθεύει με νοημοσύνη τους υπουργούς εξωτερικών και ανυψώνει ή κατακρημνίζει την πιστωτική ικανότητα του έθνους».
Σήμερα αν και οι μεταμοντέρνοι ονομάζουν «αφήγηση» το γενναίο ψεύδος του Πλάτωνα όλα τα μεγάλα γεγονότα κινήθηκαν στην ίδια λογική, π.χ η Γαλλική Επανάσταση είχε το δικό της αφήγημα, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα, η Ρωσική το δικό της, πως οι τάξεις θα καταργηθούν. Τέλος ο οικονομικός φιλελευθερισμός στηρίζεται στο γενναίο ψεύδος μιας αγοράς που αυτορρυθμίζεται και οδηγεί το παγκόσμιο πάρτι των συναλλαγών στον δρόμο της ευημερίας.
Ψέμα, βέβαια, δεν είναι μόνο το ψέμα. Σε ένα κείμενο διάστικτο από ψεύδη της διεθνούς πολιτικής σκηνής ο διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Τζον Μερσχάιμερ επιχειρεί να εξακριβώσει «Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα» (εκδ. Πατάκη). Εκεί υπογραμμίζει ότι το ψέμα είναι απλώς ο γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας με διάφορους βαθμούς συγγένειας, εκλεκτά μέλη της οποίας θεωρούνται επίσης η ανακρίβεια, η αποσιώπηση, η απόκρυψη, η διαστρέβλωση, η παράλειψη, η παραπληροφόρηση, η παραπλάνηση, η προπαγάνδα, η μισή αλήθεια.
Δυστυχώς η μεταπολίτευση στηρίχθηκε στην προσπάθεια σ’ αυτό που περιγράφει στο βιβλίο του ο Ανδρέας Παπανδρέου «Πατερναλιστικός Καπιταλισμός».
«Είναι απόλυτα δυνατό μια κομματική ηγεσία να ανήκει κατά κάποιο τρόπο στο κατεστημένο, ακόμα κι αν το κόμμα υποστηρίζει ριζοσπαστικές αλλαγές, αλλά με την προϋπόθεση ότι είναι φανερό πως το κόμμα δεν έχει πρόθεση να εφαρμόσει το πρόγραμμά του όταν βρεθεί στην εξουσία».
Θα σταχυολογήσουμε μερικά παραδείγματα πολιτικού λόγου όπως ο αφορισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή «στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται» γιατί τελικά κάπως έτσι μπήκαμε στην ΕΟΚ που υποσχόταν μια τεράστια αγορά για τα προϊόντα μας και ζήσαμε την πλήρη αποβιομηχανοποίηση της χώρας.
Αλλά και σήμερα γίνεται ένα παιχνίδι πάνω σε δικαιώματα του λαού, όπως το θέμα της περικοπής των συντάξεων, πάνω δηλαδή στις ανάγκες ειδικά των πιο ευάλωτων κοινωνικών τάξεων, που έγιναν πλειοψηφία στην εποχή της οικονομικής προσαρμογής των δανειακών συμβάσεων και κατ’ επέκταση των μνημονίων που τις συνόδευαν.
Σήμερα 2 μέρες πριν τις εκλογές για νέα ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ και αργότερα στον Σύριζα, διαπιστώνουμε ότι όλοι έχουν ένα γενναίο ψεύδος ή αφήγημα να πουν στους ψηφοφόρους τους. Αλλά κανείς δεν υπάρχει που να απευθύνεται στη σιωπηλή μάζα των ομάδων που βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής αν και οι ίδιες πολιτικές του Συμφώνου σταθερότητας δημιούργησαν. Αυτό δείχνει ότι η πολιτική της καθημερινότητας έχει πάει στο περιθώριο γιατί η πολιτική είναι η πολιτική των πολυεθνικών και του φόβου τους μη χαλάσει η ενιαία αγορά που διέλυσε όμως τον παραγωγικό ιστό της κάθε χώρας ξεχωριστά και ανέβασε πολιτικά τις πιο ξενοφοβικές και αντιδραστικές δυνάμεις της Ηπείρου μας που δημιούργησαν 2 παγκόσμιους πολέμους.
Γιατί με πολιτικές ταχυδακτυλουργίες εκ μέρους των προοδευτικών δυνάμεων είναι πολύ δύσκολο αυτό τον κόσμο να τον επαναφέρουν στο δικό τους στρατόπεδο.