Ανθρωπιά ή βαρβαρότητα! Ένα Μανιφέστο για την Γάζα

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

Η ιστορία του 20ού αιώνα είναι γεμάτη παραδείγματα όπου η βία, ο εξαναγκασμός και η στέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά ως εργαλεία καταπίεσης και εξόντωσης πληθυσμών. 

Η «Νύχτα των Κρυστάλλων» (Kristallnacht) του 1938 αποτελεί ένα τέτοιο σημείο καμπής, όπου η βία εναντίον των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία κλιμακώθηκε με εκτεταμένες επιθέσεις, καταστροφές και μαζικές εκτοπίσεις. Η ιστορική αυτή εμπειρία διδάσκει πως τέτοιες πρακτικές δεν είναι μόνο αποτέλεσμα πολέμου ή σύγκρουσης, αλλά συνειδημένη πολιτική επιλογή, που προετοιμάζει τον δρόμο για εγκλήματα μεγαλύτερης κλίμακας.

Σήμερα, το καλοκαίρι του 2025, η κατάσταση στη Γάζα καταδεικνύει πως οι μέθοδοι εξώθησης πληθυσμών μέσω αποκλεισμών, στέρησης τροφίμων, νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, χρησιμοποιούνται ξανά ως όπλα πολέμου και πολιτικής πίεσης. Ο στρατός κατοχής του Ισραήλ, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Νετανιάχου, εφαρμόζει πολιτικές που θυμίζουν εκείνες της ναζιστικής Γερμανίας πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η απειλή «να αδειάσει η Γάζα», δημιουργώντας μια σύγχρονη «Νύχτα των Κρυστάλλων».

Η στρατηγική της στέρησης βασικών αγαθών και η επιβολή αποκλεισμών αποτελούν ένα παλιό και διαχρονικό μέσο εξαναγκασμού. Στη ναζιστική Γερμανία, πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η «Νύχτα των Κρυστάλλων» δεν ήταν απλώς ένα πογκρόμ βίας· ήταν ένα πολιτικό μήνυμα, ένα πρώτο βήμα στην απομόνωση και εξόντωση των Εβραίων.

Αντίστοιχα, η αποκλεισμένη Γάζα σήμερα βιώνει έναν ολοκληρωτικό αποκλεισμό, όπου η πρόσβαση σε τρόφιμα, νερό, ρεύμα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη περιορίζεται δραματικά. Η πολιτική αυτή, που συνοδεύεται από στρατιωτικές επιχειρήσεις και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις, αποσκοπεί στην πίεση του πληθυσμού να εγκαταλείψει τις εστίες του ή να καταστραφεί.

Η Kristallnacht του 9-10 Νοεμβρίου 1938 αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή που προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη της ναζιστικής θηριωδίας. Καταστράφηκαν συναγωγές, καταστήματα και σπίτια Εβραίων· χιλιάδες άνθρωποι ξυλοκοπήθηκαν και συνελήφθησαν, ενώ η κοινωνική απομόνωση και ο αποκλεισμός έγινε νόμος.

Οι συνέπειες της αδράνειας και της ανοχής απέναντι σε αυτές τις πρακτικές ήταν ολέθριες. Σήμερα, οι περιορισμοί στη Γάζα και η στάση της διεθνούς κοινότητας παραπέμπουν σε ένα παρόμοιο μοτίβο, όπου η ανθρώπινη ζωή υποβαθμίζεται σε εργαλείο πολιτικής.

Η Hannah Arendt, στην «Καταγωγή του Ολοκληρωτισμού», αναλύει πως η εξόντωση πληθυσμών αρχίζει με την αφαίρεση της πολιτικής τους υπόστασης. Οι άνθρωποι που γίνονται «πλεονάζοντες» χάνουν το δικαίωμα στην ιθαγένεια, στην προστασία του νόμου και τελικά στην ίδια τους την ύπαρξη ως πολιτικά υποκείμενα.

Στην περίπτωση της Γάζας, οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζονται συλλογικά ως απειλή, στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων και ζουν υπό καθεστώς συστηματικού αποκλεισμού και πείνας. Πρόκειται για μια μορφή «αποπολιτικοποίησης» που διαχωρίζει την ανθρώπινη ζωή σε «αξιόλογη» και «ανεπιθύμητη».

Ο Zeev Sternhell έχει δείξει πως ο φασισμός δεν περιορίζεται σε ολοκληρωτικά καθεστώτα ή στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι μια πολιτική που βασίζεται στην κατασκευή εχθρών, στην καλλιέργεια φόβου και στον αποκλεισμό ολόκληρων κοινωνικών ομάδων από την ηθική και νομική κοινότητα.

[την Ηθική κοινότητα την ορίζει ότι είναι η ομάδα ανθρώπων που αναγνωρίζονται ως πλήρως ανθρώπινα όντα με αξία, αξιοπρέπεια και δικαίωμα σε σεβασμό. Ανήκεις στην ηθική κοινότητα όταν θεωρείσαι ότι αξίζεις ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη και ηθική προστασία από την κοινωνία. Όταν κάποια ομάδα αποκλείεται από αυτή την κοινότητα, οι άλλοι τη βλέπουν σαν «λιγότερο ανθρώπινη», «επικίνδυνη» ή «ανάξια» ηθικής μεταχείρισης.

Ενώ η Νομική κοινότητα  είναι: η κοινότητα των ανθρώπων που αναγνωρίζονται από τον νόμο ως πλήρη υποκείμενα δικαιωμάτων και προστασίας. Όταν μια κοινωνική ομάδα αποκλείεται από τη νομική κοινότητα, σημαίνει ότι το κράτος είτε της αφαιρεί δικαιώματα είτε αδιαφορεί για τις παραβιάσεις που υφίσταται (π.χ. δεν την προστατεύει από βία, διακρίσεις, καταστολή.)].

Η αντιμετώπιση των Παλαιστινίων ως συλλογικά υπεύθυνων για τη βία, η νομιμοποίηση μέτρων συλλογικής τιμωρίας και η χρήση στρατηγικών λιμού αποτελούν ενδείξεις αυτής της φασιστικής διολίσθησης.

Η ιστορική τραγωδία της «Νύχτας των Κρυστάλλων» δεν περιορίστηκε μόνο στην εσωτερική βία και καταστολή. Ένα από τα πιο οδυνηρά κεφάλαια αυτής της περιόδου ήταν η διεθνής αδυναμία να παράσχει καταφύγιο στους διωκόμενους Εβραίους, που αναζητούσαν σωτηρία από την αυξανόμενη ναζιστική τρομοκρατία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πλοίο Saint Louis, το 1939, που μετέφερε περίπου 900 Εβραίους πρόσφυγες από τη Γερμανία. Το πλοίο προσπάθησε να αποβιβάσει τους επιβάτες στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά οι χώρες αυτές αρνήθηκαν την είσοδό τους. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη, όπου πολλοί από τους επιβαίνοντες βρήκαν τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Την ίδια στιγμή, η βρετανική διοίκηση της Παλαιστίνης είχε επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στη μετανάστευση Εβραίων, περιορίζοντας το δικαίωμα ασύλου και εγκατάστασης στη γη που αργότερα θα γινόταν το κράτος του Ισραήλ. Αυτές οι πολιτικές απαγορεύσεις οδήγησαν στην άρνηση καταφυγίου σε πολλούς που απελπισμένα αναζητούσαν ασφάλεια.

Παρόμοια, σήμερα οι Παλαιστίνιοι της Γάζας βρίσκονται εγκλωβισμένοι, υπό έναν ολοκληρωτικό αποκλεισμό που περιορίζει την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και την ελεύθερη μετακίνηση. Η διεθνής κοινότητα, όπως και τότε, φαίνεται είτε ανίκανη είτε απρόθυμη να ανοίξει ασφαλείς διεξόδους και να προσφέρει αληθινό καταφύγιο.

Η άρνηση τότε της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τη ναζιστική Γερμανία οδήγησε στην καταστροφή της Ευρώπης. Ο Χίτλερ κατήγγειλε τη συνθήκη ως ταπεινωτική και αυθαίρετη, χτίζοντας πάνω σε αυτή την αφήγηση μια πολιτική επιθετικότητας και εθνικού ρεβανσισμού.

Το 1947, ο ΟΗΕ όρισε με την απόφαση 181 την ίδρυση δύο κρατών: ενός εβραϊκού και ενός παλαιστινιακού. Το κράτος του Ισραήλ ανακηρύχθηκε το 1948 και από τότε έως σήμερα, δεν παρέμεινε ποτέ εντός των ορίων που του αποδόθηκαν, με συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις και επεκτατισμό σε κατεχόμενα εδάφη, προσφυγικές εκκαθαρίσεις, και εποικισμούς.

Η επιστροφή των προσφύγων (ψήφισμα 194), η προστασία της Ιερουσαλήμ, η κατάργηση της κατοχής: όλα αυτά παραμένουν γράμμα κενό.

Όπως η άρνηση της Βερσαλλίας θεωρήθηκε τότε ως πρόκληση πολέμου, έτσι και η συστηματική παράκαμψη των αποφάσεων του ΟΗΕ σήμερα δημιουργεί ένα καθεστώς μόνιμης βίας και εξαίρεσης, όπου το διεθνές δίκαιο δεν ισχύει, και οι αδύναμοι πληρώνουν το τίμημα.

Ούτε η Παλαιστινιακή, ούτε η Κυπριακή τραγωδία είναι απλώς «τοπικά ζητήματα». Είναι ανεπίλυτες εκκρεμότητες αποικιοκρατικής πολιτικής, τις οποίες ο μεταπολεμικός κόσμος επέλεξε να μην επιλύσει — για γεωπολιτικούς λόγους.

Αντίστοιχα, στην Κύπρο, η αποχώρηση της Βρετανίας το 1960 δεν οδήγησε σε ανεξαρτησία με πλήρη κυριαρχία, αλλά σε ένα σύστημα εγγυήσεων και βάσεων, που κατέληξε το 1974 σε τουρκική στρατιωτική εισβολή και διχοτόμηση του νησιού — που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με διεθνή ατιμωρησία.

Και στις δύο περιπτώσεις, η αποικιοκρατία δεν έκλεισε.

Έγινε διπλωματική συνήθεια και γεωπολιτική κανονικότητα.

Η Ιστορία δεν είναι παρελθόν.

Είναι πολιτική αμέλεια σε εξέλιξη

Η Γάζα δεν είναι μια «σύγκρουση»· είναι μια πληγή που μένει ανοιχτή εδώ και δεκαετίες, μια ζωντανή απόδειξη της αποτυχίας της διεθνούς κοινότητας να προστατεύσει τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός λαού. Δεν παρατηρούμε απλώς γεγονότα από μακριά. Βλέπουμε ένα σύστημα ατιμωρησίας, μια μηχανή καταστροφής που λειτουργεί με ακρίβεια και ανοχή.

Δεν γράφουμε αυτό το μανιφέστο ως ουδέτεροι αναλυτές. Το γράφουμε ως πολίτες που αρνούνται να αποδεχτούν ότι υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η ζωή μετρά λιγότερο. Ότι υπάρχουν πληθυσμοί «αποκλεισμένοι» από την ηθική και νομική κοινότητα του κόσμου. Ότι η εξόντωση μπορεί να παρουσιάζεται ως «αυτοάμυνα».

Η Γάζα σήμερα είναι το τεστ της εποχής μας: για το αν ο κόσμος θα συνεχίσει να καμώνεται πως δεν βλέπει, ή αν θα σταθεί απέναντι στην αδικία με καθαρή φωνή και πράξεις.

Αυτό το μανιφέστο δεν είναι δήλωση προθέσεων.

Είναι κάλεσμα για κινητοποίηση.

Δεν είμαστε παρατηρητές.

Είμαστε πολίτες του κόσμου που αρνούνται να συνηθίσουν την εξόντωση.

Η σφαγή στη Γάζα δεν είναι πόλεμος. Είναι εγκληματική τιμωρία ενός εγκλωβισμένου πληθυσμού. Και η σιωπή των κυβερνήσεων, των διεθνών οργανισμών, των κοινωνιών, είναι συνενοχή.

Αυτό το μανιφέστο δεν καταγράφει θέσεις.

Απαιτεί πράξεις.

Απαιτούμε

Κατάπαυση του πυρός τώρα. Όχι «υπό όρους», όχι «σταδιακά».

 Άμεση παύση των βομβαρδισμών. Διακοπή κάθε στρατιωτικής υποστήριξης προς το Ισραήλ, από κράτη και εταιρείες που εξοπλίζουν ή διευκολύνουν το έγκλημα.

 Απρόσκοπτη ανθρωπιστική πρόσβαση στη Γάζα με διεθνή προστασία.

 Άρση της πολιορκίας και κατάργηση του αποκλεισμού.

 Οι άνθρωποι στη Γάζα έχουν δικαίωμα στην ελευθερία κινήσεων, τροφής, νερού, θεραπείας, εκπαίδευσης. 

Διεθνή εξεταστική επιτροπή για εγκλήματα πολέμου, με σαφές χρονοδιάγραμμα. 

Επαναφορά του παλαιστινιακού ζητήματος στο κέντρο της διεθνούς διπλωματίας, όχι ως «ανθρωπιστική κρίση», αλλά ως πολιτική αδικία προς αποκατάσταση. 

Δεν δεχόμαστε τον εξισωτισμό θύτη και θύματος.

 Δεν υπάρχουν «δύο ίσες πλευρές» όταν η μία ισοπεδώνει και η άλλη επιβιώνει σε ερείπια. 

Όχι στην ενοχοποίηση της αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη. 

Η υποστήριξη στον καταπιεσμένο δεν είναι αντισημιτισμός.

 Όχι στην παραχάραξη της Ιστορίας.

Το παλαιστινιακό δεν ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου. Είναι μια συνεχής εκκρεμότητα από το 1948

Την ιδέα ότι οι ζωές στη Γάζα είναι φθηνότερες, λιγότερο πολύτιμες, λιγότερο «πολιτισμένες». 

Και δεν ξεχνάμε: 

Η Γάζα και η Κύπρος είναι οι αποικιοκρατικές εκκρεμότητες που η Βρετανία άφησε χωρίς λύση, με τη Δύση να χτίζει συμμαχίες πάνω σε άλυτα τραύματα.

Δεν αρκούν κουαρτέτα, ειδικοί απεσταλμένοι και οδικοί χάρτες για το μέλλον.

Δεν λείπουν τα σχέδια. Λείπει η πολιτική βούληση.

Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να συνεχίσει να υποδύεται ότι διαμεσολαβεί, την ώρα που:

χρηματοδοτεί το έγκλημα,

νομιμοποιεί την ατιμωρησία,

και σιωπά μπροστά σε ένα ολοκαύτωμα σε αργή κίνηση.

Απαιτείται ενεργή διπλωματική δουλειά, εδώ και τώρα, με πολιτική πίεση, κυρώσεις, και ξεκάθαρες θέσεις. Όχι ίσες αποστάσεις.

Η Παλαιστίνη δεν είναι τεχνικό πρόβλημα προς διαχείριση.
Είναι πολιτική αδικία προς αποκατάσταση.

Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη.

Ούτε δικαιοσύνη χωρίς ιστορική λογοδοσία.

Δεν μπορεί να διχάζεται η ανθρωπότητα για το αν ένας λαός αξίζει να ζήσει.

Αν αυτή η φράση δεν μας ενώνει, τότε δεν έχουμε τίποτα να πούμε ως πολιτισμός.

Η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνενοχή.

Η ανοχή δεν είναι πολιτική. Είναι απανθρωπιά.

Στεκόμαστε με την ανθρωπιά ή με τη βαρβαρότητα.

Μέση λύση δεν υπάρχει.