Αντικαθεστωτικοί συγγραφείς στην Κούβα

Του Νίκου Δαβέττα

Το περιστατικό διηγείται ο Ισπανός συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Αβάνα: Η ασφάλεια του προέδρου ξυπνάει τον συγγραφέα στις 2 π.μ. για να παραστεί σε μεταμεσονύκτιο αγώνα μπάσκετ όπου ο Φιντέλ Κάστρο και ο αδελφός του Ραούλ αντιμετωπίζουν την εθνική ομάδα της Κούβας και, ω του θαύματος, νικητές είναι τα αδέλφια Κάστρο!

Παρόμοια γκροτέσκα περιστατικά, ενσωματωμένα σε μυθοπλαστικά ή αυτοβιογραφικά έργα, από τις γνωστότερες πένες της ευρωπαϊκής ή της λατινοαμερικανικής διανόησης (Μάριο Βάργκας Λιόσα, Κάρλος Φουέντες, Οκτάβιο Παζ κ.ά.) βοήθησαν αποτελεσματικότερα στην απομυθοποίηση του «πατριάρχη της Καραϊβικής», από την κοινότοπη αντικομμουνιστική ρητορεία των Κουβανών του Μαϊάμι.

Κι όμως τα πρώτα χρόνια της επανάστασης το σοσιαλιστικό καθεστώς και ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο, παρά τις επιμέρους παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απολάμβαναν στο εξωτερικό πρωτοφανή αποδοχή από τους ανθρώπους της τέχνης. Ισως σε αυτό να βοηθούσε και το γενικότερο κλίμα της εποχής. Την δεκαετία του ’60, οι βίαιες αντιπαραθέσεις, ο ένοπλος αγώνας, η προσήλωση σε έναν τριτοκοσμικό σοσιαλισμό, που «θα περικύκλωνε τον καπιταλιστικό Βορρά», σαγήνευαν όχι μονάχα τη νεολαία, μα και σημαντικές μορφές του καλλιτεχνικού χώρου.

Στην ίδια την Κούβα τα πράγματα εξελίχθηκαν λιγάκι διαφορετικά, ιδιαίτερα μετά το 1966, όταν ξεθύμανε η επινίκια ατμόσφαιρα και το καθεστώς άρχισε να σκληραίνει βαθμιαία τη στάση του, υιοθετώντας και στον χώρο της λογοτεχνίας τις πρακτικές των Σοβιετικών.

Δεν ήταν μόνον η λογοκρισία κάθε δημοσιεύματος, η ανυπαρξία ιδιωτικών εκδοτικών οίκων, η απαγόρευση εξαγωγής ή και εισαγωγής βιβλίων που είχαν χαρακτηριστεί «αντιδραστικά» για αδιευκρίνιστους λόγους –όπως π.χ. τα ποιήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες– ίσως το χειρότερο από όλα να ήταν η διατεταγμένη λήθη, η αποσιώπηση, ο λευκός πέπλος που κάλυπτε τις «αιρετικές» φωνές και τις απομόνωνε από κάθε πολιτιστική δραστηριότητα, κάθε κοινωνική επαφή, οδηγώντας τελικά στην κατάθλιψη, τον αλκοολισμό, την αυτοκτονία. Δεν είναι τυχαίο που όποιος καλλιτέχνης έπεφτε σε δυσμένεια, οι υπόλοιποι τον αποκαλούσαν «ο νεκρός».

Μια ολόκληρη γενιά δημιουργών ξεκληρίστηκε με αυτή την τακτική των Αρχών. Η αισθαντική ποιήτρια Μάρθα Βινιέρ (1930- 1968) αυτοκτόνησε, ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Βιρχίλιο Πινιέρα (1912-1979), φίλος του Γκόμπροβιτς και της Οκάμπο, εκδότης δύο λογοτεχνικών περιοδικών προεπαναστατικά, συνελήφθη το 1979, βασανίστηκε στην Ασφάλεια και λίγες ημέρες μετά βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Ο Εμπέρτο Παδίγια (1933-2000) συνελήφθη το 1971, βασανίστηκε και αναγκάστηκε να καταγγείλει δημόσια τον εαυτό του ως «αντικοινωνικό στοιχείο», σε μια ανοικτή δίκη-παρωδία που θα ζήλευε και ο πρώτος διδάξας, ο εισαγγελέας της Μόσχας Αντρέι Βισίνσκι.

Αντισημιτισμός

Ο Καμπρέρα Ινφάντε (υπεύθυνος πολιτιστικών στην εφημερίδα Revolucion) και οι Κάρλος Μοντενέγρο και Χοσέ Κόσερ θα ζητήσουν άσυλο σε χώρες της Δύσης το 1965. Ο τελευταίος, εβραϊκής καταγωγής, θα καταγγείλει και τον υφέρποντα αντισημιτισμό στο νησί, όταν φθάσει στη Νέα Υόρκη. Ο σπουδαιότερος ίσως όλων, ο Χοσέ Λεσάμα Λίμα, δημιουργός του εμβληματικού μυθιστορήματος «Παραντίσο», ο αποκαλούμενος από τους Γάλλους και «Μαρσέλ Προυστ της Λατινικής Αμερικής», θα τεθεί προσωρινά σε κατ’ οίκον περιορισμό, που θα αρθεί μετά τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου του στο εξωτερικό.

Περισσότερο άτυχοι βέβαια ήταν όσοι δημιουργοί, εκτός από αντικαθεστωτικοί, ήταν και ομοφυλόφιλοι, αφού για κάμποσα χρόνια η αποκάλυψη αυτής της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας ήταν ποινικό αδίκημα. Ευάλωτοι σε κάθε λογής εκβιασμούς δεν είχαν περιθώρια πολιτικών ελιγμών, αν και «παραθυράκια» στον νόμο πάντα υπήρχαν, για να εφαρμόζεται αποτελεσματικότερα η γνωστή τακτική «καρότο και μαστίγιο».

Στην Ελλάδα θα αργήσουμε να πληροφορηθούμε τη σκοτεινή όψη της κουβανικής επανάστασης. Οπως συνέβη και με τους Ρώσους αντικαθεστωτικούς συγγραφείς, ελάχιστοι θα μεταφραστούν και όχι πάντα οι καλύτεροι. Αναμφίβολα δύο είναι τα βιβλία που θα δημιουργήσουν τις πρώτες ρωγμές: Το «Καθημερινό τίποτα» της Ζόε Βαλντές (εκδόσεις Οπερα, 1995) και η συγκλονιστική αυτοβιογραφία του Ρεϊνάλντο Αρένας «Πριν πέσει η νύχτα» (εκδόσεις Νέοι Ορίζοντες 2001), που μεταφέρθηκε με επιτυχία και στον κινηματογράφο.

Η Ζόε Βαλντές (Αβάνα 1959- ), αρχικά υπάλληλος στην αντιπροσωπεία της Κούβας στην UNESCO, αργότερα αυτοεξόριστη στην Ισπανία, θα μας δώσει μια σκληρή εικόνα της καθημερινότητας που βιώνει μια νεαρή Κουβανή, τα διλήμματα, το αδιέξοδο της γενιάς της, την έλλειψη βασικών αγαθών, που θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά τη διακοπή της οικονομικής βοήθειας από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Χωρίς καμιά αντισοσιαλιστική διάθεση θα μιλήσει για τη «χώρα του απόλυτου μηδέν, του καθαρού τίποτα», περιγράφοντας τα παιδιά που τρέφονται με σκουπίδια, τα κορίτσια που καταφεύγουν στην πορνεία για ένα κομμάτι πίτσας και μια κόκα κόλα. Οι εικόνες της σοκάρουν και δύσκολα γίνονται αποδεκτές από τους θαυμαστές της «ξέγνοιαστης επανάστασης».

Αντιθέτως ο Ρεϊνάλντο Αρένας (Ακουα Κλάρας 1943- Νέα Υόρκη 1990) στην αυτοβιογραφία του δεν εστιάζει στις ελλείψεις, ούτε στην πείνα, για τον απλούστατο λόγο πως όταν αυτός φεύγει από την Κούβα, το 1980, το καθεστώς εξακολουθεί να καλύπτει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Το πρόταγμα για τον Αρένας είναι οι ατομικές ελευθερίες, η κατάργηση της λογοκρισίας, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Η σύγκρουσή του με την κυβέρνηση αρχίζει από τη δημοσίευση του πρώτου και μοναδικού του βιβλίου που τυπώνεται στο νησί.

Ακολουθεί ένας κλεφτοπόλεμος με την αστυνομία όταν κατορθώνει να βγάλει χειρόγραφά του στο εξωτερικό και να τα δημοσιεύσει. Η δουλειά του κάθε άλλο παρά αντιδραστική είναι, όμως το καθεστώς ενοχλείται ακόμη κι από τις πιο αθώες ερωτικές περιγραφές. Ο ίδιος έχει την απάντηση: «Η ομορφιά είναι από τη φύση της επικίνδυνη, συγκρουσιακή για κάθε δικτατορία, επειδή συνεπάγεται ένα πεδίο που υπερβαίνει τα όρια στα οποία αυτή η δικτατορία περιορίζει τα ανθρώπινα όντα, είναι μια περιοχή που διαφεύγει τον έλεγχο της αστυνομίας. Κάθε δικτατορία είναι εκ φύσεως αντιαισθητική και γκροτέσκα».

Με Ρώσους ανακριτές

Από τον Αρένας όμως θα πληροφορηθούμε, πρώτη φορά και από πρώτο χέρι, τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές του Κάστρο, το ανηλεές ξύλο, τα καψώνια, τις δολοφονίες, όπως και τις μεθόδους της Ασφάλειας στην περιβόητη βίλα Μαρίστα, όπου αποσπούσαν τις δηλώσεις μετανοίας με τη βοήθεια Ρώσων ανακριτών. Ο συγγραφέας, ύστερα από παραμονή τριάντα ημερών στη βίλα Μαρίστα, θα υπογράψει δήλωση νομιμοφροσύνης και έτσι θα παραπεμφθεί σε δίκη μόνο για το αδίκημα της «ερωτικής διαφθοράς». Δύο χρόνια αργότερα, θα αφεθεί ελεύθερος υπό περιοριστικούς όρους. Η φυγή πια από το νησί φαντάζει μονόδρομος. Θα τα καταφέρει την πρώτη μαζική έξοδο που θα επιτρέψει ο Κάστρο, από το λιμάνι του Μαριέλ, το 1980.

Τελευταία αντικαθεστωτική λογοτεχνική μαρτυρία που θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας είναι το αφήγημα «33 στροφές» (εκδόσεις Ικαρος, 2016) του Κάνεκ Σάντσες Γκεβάρα, (Αβάνα 1974 – Πόλη του Μεξικού 2015), ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εγγονό του θρυλικού Τσε Γκεβάρα, που έφυγε από την Κούβα το 1996 και έζησε έως τον αιφνίδιο θάνατό του στο Μεξικό. Αν και στο βιβλίο του «επαναλαμβάνονται» ιστορίες καθημερινής απόγνωσης, που ομοιάζουν με αυτές της Βαλντές και του Αρένας, εντούτοις η κριτική του γίνεται, όπως θα λέγαμε παλιά, από τα αριστερά. Στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Ποιος είμαι εγώ» (γραμμένο το 2006) σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η κριτική μου στο καθεστώς της Κούβας δεν έχει να κάνει με το ότι είναι κομμουνιστική χώρα, αλλά με το ότι δεν είναι» (!). Οσο για το πρόσωπο του Κάστρο, υιοθετεί τις απόψεις των προηγουμένων: «Από τον νεαρό επαναστάτη έως τον γηραιό τύραννο η απόσταση είναι ένα αγεφύρωτο χάσμα».

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ