Μερική απασχόληση και ανάπτυξη

Του Μελέτη Ρεντούμη

Αναμφίβολα το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας αυτή τη στιγμή πέραν του υπέρογκου δημοσίου χρέους, είναι αυτό της ανεργίας που υπερβαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια το 25% όταν μάλιστα το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται αν μιλάμε για ηλικίες από 18 ως 25 ετών.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, πλέον οι ευέλικτες μορφές εργασίας, έχουν φθάσει το 55% που σημαίνει ότι μόνο το 45% του εργατικού δυναμικού από τους απασχολούμενους έχουν σταθερή έμμισθη σχέση με πλήρες ωράριο.

Παρ’ όλα αυτά ακόμα και στην πλήρη απασχόληση υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην καταβολή των αμοιβών με τις συνολικές καθυστερήσεις πληρωμών σε όλες τις μορφές απασχόλησης να ξεπερνούν τα 4 δις ευρώ, που αποτελεί μια βόμβα τόσο για την αγορά εργασίας όσο και για την ίδια την ελληνική οικονομία στο σύνολό της.

Μάλιστα είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι πλέον η μερική αλλά και η εκ περιτροπής απασχόληση, δεν αφορούν μόνο στις πολύ νέες ηλικίες αλλά επεκτείνονται όλο και περισσότερο στις πιο παραγωγικές ηλικιακές ομάδες 30-44 ετών, γεγονός που σημαίνει ότι μέχρι πρότινος πλήρους απασχόλησης θέσεις εργασίας, έχουν μετατραπεί λόγω της έλλειψης ρευστότητας, σε μερικής απασχόλησης.

Να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι όταν λέμε μερική απασχόληση εννοούμε κυρίως πενθήμερη εργασία με τις μισές ώρες, δηλαδή 4 ημερησίως με συγκεκριμένο ημερομίσθιο που ορίζεται από το νόμο.Οι συγκεκριμένες ώρες δύνανται μάλιστα να επεκταθούν και στις 6 ώρες με ανταλλαγή ρεπό, χωρίς επί της ουσίας να υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλλει υπερωρία κατ’άναλογίαν με το καθεστώς που ισχύει σήμερα στην οχτάωρη απασχόληση.

Αντίθετα εκ περιτροπής απασχόληση, είναι η μορφή με πλήρες ημερήσιο ωράριο τουλάχιστον οχταώρου, αλλά με λιγότερες ημέρες, δηλαδή από 2 ως 4 μέρες την εβδομάδα, με αντίστοιχες απολαβές.

Σε συνέπεια των παραπάνω, είναι προφανές ότι εκτός από το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα των παραπάνω μορφών, λόγω της φανερής έλλειψης επενδύσεων, προκαλείται σοβαρό χρηματοδοτικό κενό στο ασφαλιστικό σύστημα αφού η πλήρης εργασιακή και εργοδοτική εισφορά, έχει αντικατασταθεί με μισές εισφορές που αφορούν την μερική απασχόληση.

Παρά όμως την ανοδική τάση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, παρατηρείται αύξηση των ωρών εργασίας εβδομαδιαίως (άνω των 35 ωρών) στην πλήρη απασχόληση, γεγονός που φανερώνει αφενός την έλλειψη στελεχών σε αρκετούς κλάδους, την αδυναμία προσλήψεων, αλλά και την χαμηλή παραγωγικότητα ως συνέπεια της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Εκτός όμως από αυτό η αύξηση της απασχόλησης που επικαλείται η κυβέρνηση σε ποσοστό 5% επί της μισθωτής εργασίας, οφείλεται κατά 60% των περιπτώσεων σε προσλήψεις μόνο μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, με αβέβαιο μέλλον όσον αφορά την διατηρησιμότητά τους.

Πέραν όμως των παραπάνω συμπερασμάτων η ίδια η αγορά πλέον λειτουργεί κυρίως με ατομικές συμβάσεις και στην καλύτερη των περιπτώσεων με επιχειρησιακές, όπου τουλάχιστον τηρούνται οι στοιχειώδεις κανόνες από τις μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.

Μάλιστα η τάση που διαμορφώνεται σταδιακά είναι ο συνδυασμός σε κάποιες περιπτώσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλαδή 3-4 ώρες για συγκεκριμένες μέρες την εβδομάδα όπου η αμοιβή δεν ξεπερνά στην καλύτερη περίπτωση τα 300 ευρώ το μήνα.

Επίσης, λόγω της υπερφορολόγησης, η αμοιβή σε είδος κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, όπου μέρος των αποδοχών δύναται να προσφερθεί σε κουπόνια, δηλαδή σε διατακτικές γεύματος ή δωροεπιταγές για σουπερμάρκετ.

Όπως γίνεται αντιληπτό από την παραπάνω ανάλυση, είναι αδύνατον μια χώρα να δημιουργήσει ανάπτυξη, όταν δεν δημιουργεί μόνιμες θέσεις εργασίας, αλλά και αυτές που δημιουργεί, χάνονται σύντομα λόγω της έλλειψης ρευστότητας και της αδυναμίας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τις τράπεζες.

Οι ευέλικτες μορφές εργασίας, πρέπει να υπάρχουν ως εργαλεία ενίσχυσης της αγοράς εργασίας, αλλά όταν γίνονται η πλειοψηφία ως τρόπος απασχόλησης, δημιουργούν συνθήκες αβεβαιότητας τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις.

Πρέπει άμεσα οι κυβερνώντες να διαγνώσουν την κατάσταση και να δώσουν κίνητρα ανάπτυξης των επιχειρήσεων με την έλευση νέων επενδύσεων στη χώρα ώστε η ίδια η αύξηση του ΑΕΠ να είναι μόνιμη και όχι μια προσωρινή τάση που θ’αντιστρέφεται εποχιακά και θα οδηγεί εκ νέου την οικονομία στην ύφεση.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.