Του Νίκου Ξυδάκη
Πώς από την κληρονομιά της Αντίστασης βρέθηκε η Αριστερά να έχει καταληφθεί από αγγελιαφόρους ολιγαρχών, ινφλουένσερ και εκβιαζόμενους τυχοδιώκτες;
Δύο εικόνες, από τα χρονικά άκρα της περιόδου 2015-2023, από την πρώτη φορά Αριστερά κυβέρνηση έως την παρούσα κατάρρευση, την ιστορική καταισχύνη.
Μία, 26 Ιανουαρίου 2015, στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, ο Αλέξης Τσίπρας αποθέτει κόκκινα τριαντάφυλλα στο μνημείο των εκτελεσθέντων της Εθνικής Αντίστασης. Εχει μόλις ορκιστεί πρωθυπουργός· θα ακολουθήσει η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης.
Δύο, αρχές Σεπτεμβρίου 2023, ο Αλέξης Τσίπρας, δύο περίπου μήνες μετά την παραίτησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στο ΟΑΚΑ βλέπει ματς του Παναθηναϊκού, χαλαρά, παρέα με τον καπετάνιο Γιώργο Βαρδινογιάννη και τον ηθοποιό Βασ. Μπισμπίκη.
Στο Σκοπευτήριο διεκδίκησε συνάφεια και συνέχεια με την κληρονομιά της Αντίστασης και το όνειρο για μια άλλη ζωή. Διεκδίκησε την επιστροφή των ηττημένων, με τρόπο ανάλογο του 1981, μάλιστα την ώρα της σύνθλιψης ενός ολόκληρου λαού. Διεκδίκησε το συμβολικό κεφάλαιο. Στο ΟΑΚΑ, οκτώ χρόνια αργότερα, το συμβολικό κεφάλαιο είχε κατασπαταληθεί, δεν υπήρχε ούτε η ανάμνησή του. Η αντιστασιακή συνάφεια είχε εξατμιστεί, το όνειρο για μια άλλη ζωή που αξίζει να τη ζεις είχε σβήσει. Βλέπαμε την εικόνα του πλήρους κομφορμισμού.
Τι μεσολάβησε; Πώς από τη διεκδικούμενη κληρονομιά της Αντίστασης βρέθηκε η διεθνώς πρώτη φορά ριζοσπαστική Αριστερά, ένα θλιβερό ερείπιο, να έχει καταληφθεί από αγγελιαφόρους ολιγαρχών, ινφλουένσερ και εκβιαζόμενους τυχοδιώκτες; Τις απαντήσεις τις οφείλουν πρώτα απ’ όλους οι ηγέτες της, αυτής της περιόδου, με πρώτον τον κορυφαίο, τον απόλυτο κυρίαρχο, τουλάχιστον από το συνέδριο του 2016, τον αδιαμεσολάβητο του μοιραίου δίευρου.
Οι υπόλοιποι, όσοι ελπίσανε, συγκινήθηκαν, ψήφισαν, συμπαρατάχθηκαν, δαπανήθηκαν, εκτέθηκαν και μάτωσαν, κι ύστερα βρέθηκαν ορφανοί και ανέστιοι, προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν. Αλλά δεν ήταν αυτοί στο τιμόνι, αυτοί ήταν ναύτες και θερμαστές, αυτοί προσδοκούσαν διάσωση των λαϊκών στρωμάτων και αξιοπρέπεια, λαχταρούσαν κράτος πρόνοιας και δικαίου, προσδοκούσαν στερέωση της δημοκρατίας, ιδίως μετά την πραξικοπηματική καθαίρεση Παπανδρέου, περίμεναν εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση, προσδοκούσαν ανανέωση των πολιτικών ελίτ. Οι 2,24 εκατομμύρια εκλογείς του 2015 δεν σπατάλησαν συμβολικό κεφάλαιο.
(Εντούτοις, όλοι χρωστάμε την αυτοκριτική μας, ακόμη κι αν είχαμε προείπει ότι θα ήμασταν καύσιμη ύλη, αναλώσιμο της ιστορίας.)
Η βύθιση στην κανονικότητα
Αν αναζητήσουμε κρίσιμες μετατοπίσεις, ασφαλώς θα δούμε πρώτο το δημοψήφισμα, την κωλοτούμπα. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι αυτό το απολύτως κρίσιμο, αλλά προοικονομούσε άλλα που δεν είχαμε δει τότε. Ηταν μια κίνηση τακτικής, αλλά εκτελεσμένη σαν κίνηση στρατηγικής· από έναν ηγέτη που θεωρούσε σκοπό της πολιτικής την παραμονή στην εξουσία, και όχι τον μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Αυτό το στρατηγικό έλλειμμα φάνηκε στη συνέχεια, όταν ενσωμάτωσε το δόγμα της επιστροφής στην κανονικότητα.
Χρησιμοποίησε κατά κόρον το κλισέ της «επιστροφής στην κανονικότητα», χωρίς να αποσαφηνίζει από πού ερχόμαστε και πού πάμε, τι πρέπει να μην επαναλάβουμε, πού ΔΕΝ πρέπει να επιστρέψουμε, τι πρέπει να αλλάξουμε. Διότι στην «επιστροφή στην κανονικότητα» και οι δύο όροι ήταν παγίδες, υπονομευμένες από τους αρχιτέκτονες της κρίσης: και η επιστροφή και η κανονικότητα οδηγούσαν, οδήγησαν, στη Δεξιά Παλινόρθωση. Ούτε οι λέξεις, ούτε οι έννοιες, ούτε η επαναλαμβανόμενη χρήση και η διασπορά τους είναι αθώες. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Αριστερά της Χιλής είπε στον νεοπινοσετισμό το 2019, που αντιπαρέβαλε την κανονικότητα στον λαϊκισμό: «Δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα, επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα».
Η τέτοια αφελής ή και ηλίθια αποδοχή της κανονικότητας οδηγούσε στη μούγκα για το καλοκαίρι του 2015, στο σιωπηρό ownership του Μνημονίου, στα ναυάγια της συνταγματικής αναθεώρησης και του χωρισμού Εκκλησίας – κράτους, οδηγούσε στην ανόητη πεποίθηση ότι εδραιώθηκε νέος «κανονικός» δικομματισμός, άρα και διαδοχή ώριμων φρούτων, οδηγούσε στο απόλυτο έλλειμμα στρατηγικής και στη ρευστοποίηση κάθε ταυτότητας. (Το συμβολικό κεφάλαιο, που λέγαμε.)
Ιπποκόμοι και μεσατζέρο
Η πολιτική-διανοητική σκευή του παρ’ ημίν ηγέτη δεν του επέτρεπε να δει τις ιστορικές διαστάσεις του εγχειρήματος 2015, μετά τη συνθηκολόγηση και κυρίως μετά απ’ αυτήν, να αντιληφθεί την αξία της αντοχής και της διάρκειας, της συγκροτημένης και πλούσιας ταυτότητας, της εμβάπτισης στα νέα κοινωνικά υποκείμενα της διαρκούς κρίσης, της πλαισίωσης με μορφωμένα μαχητικά πρόσωπα προερχόμενα από τα λαϊκά στρώματα, από το νιου γουέιβ της κρίσης.
Αντ’ αυτών είδαμε μια πολιτική θολούρα, φυσιογνωμία διαμορφούμενη από μεταγραφές αεροδρομίου, ιπποκόμους, μεσατζέρο, θαλαμηπόλους, γλείφτες της ποικίλης Δεξιάς – μέχρι που ένας σταλμένος προτεζέ Νέας Υόρκης πήρε κλειδιά και δαχτυλίδι από τα καθεύδοντα μειράκια της φρουράς.
Δύο ακόμη εικόνες. Μία, ο Αλ. Τσίπρας εισέρχεται στο Ζάππειο, μόνος του, ολομόναχος, να παραιτηθεί από την ιστορική ευθύνη, να αποθέσει το τελευταίο ψίχουλο συμβολικού κεφαλαίου. Ο μόνος που πιάνουν οι κάμερες να κάνει photobombing είναι ο μεσατζέρο Ν. Φαραντούρης, άγγελος των νέων καιρών…
Δύο. Ο Αλ. Τσίπρας βλέπει ματσάκι στο Στρασβούργο με τον Γιώργο Παπανδρέου, τον καθαιρεθέντα, και τον Θοδ. Ρουσσόπουλο, τον αποπεμφθέντα. Κανονικότητα για πάντα, η παρένθεση έκλεισε.
AΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ