Του Γ. Λακόπουλου
Το 2012 ο Βαγγέλης Βενιζέλος ανέλαβε, χωρίς αντίπαλο, την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μετά την αυτοκατάργηση του Γ. Παπανδρέου που πέρασε στην Ιστορία ως ο μόνος Πρωθυπουργός που έφυγε, χωρίς το κόμμα του να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο λόγος για τον οποίον κάποιος που πήρε την κυβερνηση με 44% το 2009 και απομακρύνθηκε το 2011 ως αποτυχημένος ήταν απλός: πήρε αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εντολή.
Ο Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος ότι θα βρει λεφτά για να καλύψει το πλουσιοπάροχο πρόγραμμα με το οποίο επιβλήθηκε του Κ. Καραμανλή, που έμεινε στην Ιστορία ως ο πρώτος εν ενεργεία Πρωθυπουργός που -εντίμως- έκανε προεκλογική καμπάνια υποσχόμενος λιτότητα– για να σωθεί η χώρα από την εκτροπή στη δημοσιονομική παγίδα.
Με απλά λόγια ενώ οι εκλογές έγιναν ακριβώς για να αναστραφεί το έλλειμμα 2009 και η επιβάρυνσή του στο χρέος- που θα οδηγούσε -και οδήγησε- σε αποκλεισμό τής ελληνικής οικονομίας από τις αγορές, αυτός που τις κέρδισε έκανε το αντίθετο: κατέθεσε προϋπολογισμό με παροχές και διαφήμιζε εκ των προτέρων το έλλειμμα.
Όταν έφτασε στο γκρεμό οδήγησε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό ελεγχο χωρίς να έχει εξουσιοδότηση από κανέναν για επιλογές σ’ αυτό το επίπεδο. Ούτε καν από το υπουργικό συμβούλιο.
Το πρόσχημα ότι “έσωσε τη χώρα” ήταν αστείο και αντιθεσμικό: ουδείς ανάθεσε στον Παπανδρέου να σώσει κανέναν. Του ανέθεσαν να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούσε, όφειλε να καταθέσει την εντολή και να πάει σε εκλογές με νέο πρόγραμμα.
Έτσι κάνουν οι σοβαροί πρωθυπουργοι και πάντως αυτό εκανε ο Καραμανλής στη θέση του.
Γι’ αυτό τόσα χρονια μετά ο Καραμανλής μιλάει και συγκλονίζεται η παράταξή του, ενώ τον Παπανδρέου δεν γυρίζει άνθρωπος να τον κοιτάξει στη δικη του παράταξη.
Από αυτή την άποψη τον Μάιο του 2012 αυτός που ηττήθηκε με το ταπεινωτικό για το ΠΑΣΟΚ 13% και την 3η θεση δεν ήταν Βενιζέλος, αλλά ο Παπανδρέου.
Το δράμα για τον Βενιζέλο άρχισε την επομένη: ενώ είχε ήδη στην πλάτη του την άκριτη αποδοχή του Μνημονίου -για το οποίο ουδέποτε ρωτήθηκε από τον Παπανδρέου και τον πολυπράγμονα Γ. Παπακωνσταντίνου που το υπέγραψε στα τυφλά- ανέλαβε και να ολοκληρώσει την απομάκρυνση του ΠΑΣΟΚ από τον… εαυτό του.
Το πρόσδεσε ανιστόρητα στο άρμα του Σαμαρά -ακραίου πολιτικού της Δεξιάς- κι αυτός για να σώσει τη χώρα -με την επιπλέον μπαρούφα ότι “δεν έβαλε τα προσόντα του στον τόκο”.
Η πρόσδεση πήρε τη μορφή ελεεινών επιθέσεων στην Αριστερά, με οποία το ΠΑΣΟΚ – που ο Βενιζέλος ανακάλυψε αργά- είχε από την ίδρυσή του στρατηγική σχέση στο μαζικό χώρο, συνεργαζόμενό κατά της Δεξιάς στους ΟΤΑ και τα Συνδικάτα.
Έτσι το κόμμα που είχε το όνομα ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής τον Βενιζέλο καταβαραθρώθηκε και με το ζόρι μπήκε στη Βουλή το 2015- ενώ ο Γ. Παπανδρέου προσπάθησε να κάνει καριέρα με δικό του διασπαστικό μόρφωμα που δεν μπήκε καν.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης κάνει το λάθος του Βενιζέλου. Ως παιδί του κομματικού σωλήνα της, κρατικοδίαιτης στο στον καιρό του, Νεολαίας ΠΑΣΟΚ, δεν μελέτησε ποτέ την κομματική ιστορία.
Έτσι γίνεται θύμα των τραγικών επιλογών του αντιγράφοντας την τακτική του Βενιζέλου -από τον οποίο πήρε τη μεγαλοστομία για τον εαυτό του– εναντίον της Αριστεράς για λογαριασμό του Μητσοτάκη αυτή τη φορά.
Σε πλήρη σύμπλευση με τη ΝΔ αντιγράφει ακόμη και τη ρητορική της κατά του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα προσωπικά. Πρακτικά προσαρτά τις δυνάμεις που του άφησε η Φώφη Γεννηματά -που επίσης είχε ροπή σε αντιαριστερές φανφάρες- στο ευρύτερο σχηματισμό του Μητσοτάκη. Με αντάλλαγμα δημοσκοπικές χάντρες και καθρεφτάκια.
Αυτή η επιλογή που θα χρεοκοπήσει στην κάλπη- αφού οι πολίτες θα προσέλθουν με το δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας” για τη συνέχεια- προκύπτει από την προσωπική πολιτική δυσκολία του προέδρου ΠΑΣΟΚ .
Αδυνατεί να αναλύσει την πολιτική κατάσταση, να διαβάσει τη συγκυρία και να χαράξει πολιτική. Ούτε καν να αντιγράψει το παλαιότερο ΠΑΣΟΚ το οποίο λέει ότι ξανασυστήνει, αλλά χωρίς την ιδεολογία και την πολιτική του.
Πιο απλά αυτό το κόμμα έχει το ίδιο πρόβλημα που είχε με τη Φώφη Γεννηματα: πρόβλημα ηγεσίας.
Ο Ανδρουλάκης στο λίγο διάστημα που είναι επικεφαλής, δεν είναι ηγετικός και δεν έχει δώσει δείγμα πολιτικού που μπορεί να σηκώσει το βάρος του ρόλου του. Ή όπως έλεγε Βίσμαρκ: να ακούσει από μακριά τον καλπασμό των αλόγων τής Ιστορίας.
Πιο απλά μπορεί να έγινε αρχηγός κόμματος, αλλά παραμένει ιντριγκαδόρος της οργάνωσης που τον ανέδειξε. Χωρίς πολιτικό βάρος, προσωπικό κύρος και ικανότητα παραγωγής πολιτικής. Αυτοί που τον στηρίζουν, τον χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν τη ΝΔ, όχι το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που μπορεί να του συστήσει κάποιος, αν θέλει να του μιλήσει με ειλικρίνεια, είναι: Νίκο, άστο, δεν τόχεις.
Σε ό,τι με αφορά, το είχα γράψει και για τον Σταύρο Θεοδωράκη, που είχε αναλάβει να κάνει την ίδια δουλειά: να αποδυναμώσει τον Τσίπρα.