Του Γ. Λακόπουλου
Το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά «Η Λογική της Λύσης»- Εκδόσεις Gutenberg- δεν είναι όπως θα περίμενε κανείς απλώς η εξιστόρηση της συναρπαστικής πορείας που οδήγησε στη λύση του Μακεδονικού. Ούτε μόνο η αποτίμηση της Συμφωνίας των Πρεσπών ή μια προσωπική εξομολόγηση.
Είναι και όλα αυτά. Αλλά πρωτίστως είναι ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που διαβάζεται ταυτόχρονα ως εγχειρίδιο διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής, ως ιστορική πηγή, ως οδηγός διαπραγματεύσεων και ως θησαυρός γνώσεων από την Πολιτική Επιστήμη ως την Ιστορία και τις Διεθνείς Σχέσεις.
Ίσως γι’ αυτό ο πρώην υπουργός Εξωτερικών χρειάσθηκε 1005 σελίδες, από τις οποίες τις 90 καταλαμβάνει η… βιβλιογραφία. Ίσως είναι ρεκόρ και παντως είναι απόδειξη πληρότητας και τεκμηρίωσης όσων αναφέρει.
Αν ο Κοτζιάς δεν υπήρχε, η ελληνική διπλωματία και η εγχώρια πολιτική τάξη έπρεπε να τον εφεύρει. Και η βαλκανική ενδεχομένως. Ήταν ο «Άνθρωπος της Λύσης» και γι’ αυτό συνέλαβε -και επέβαλε- τη ««Λογική της λύσης». Και αντιστρόφως: μπορούσε να προκύψει μόνο με κάποιον σ’ αυτόν, που όπως λέει «ήμουν αποφασισμένος για τη λύση», περιγράφοντας την υπερπροσπάθεια που ανέλαβε, για την οποία αισθάνεται δικαιωμένος.
Παρά το «παράπονο» που αναβλύζει την αφήγηση, για τις απειλές… θανάτου για «προδοσία», τις μηχανικές στιγμές και τον τελικό παραγκωνισμό που τον αδικεί. Παρότι ξέρει ότι ο πραγματικός συνομιλητής του μετά από τις Πρέσπες είναι η Ιστορία και σκοπεύει να του φερθεί καλά.
Στα 70 του σήμερα ο Κοτζιάς είναι ένα αυτοτελές κεφάλαιο του σύγχρονου δημοσίου βίου. Κατά μια περίεργη επιμονή της μοίρας που τον προίκισε με τα απαιτούμενα προσόντα, μεταξύ των οποίων το θάρρος και η αίσθηση χρέους, αυτό το κεφάλαιο αποδείχθηκε απολύτως συμβατό με την ανάγκη της Ελλάδας και της περιοχής να κλείσει το Μακεδονικό με όφελος για όλους.
Είναι πολιτικός και διανοούμενος,- με ευρεία κατάρτιση, αλλά και ευχέρεια εργαλειοποίησης της μαρξιστικής παιδείας του στην κατανόηση φαινομένων και σχέσεων.
Κατέστησε τον εαυτό του βαθύ γνώστη του προβλήματος και των παραμέτρων του περιβάλλοντος στο οποίο δημιουργήθηκε -ιδιαίτερα το Ονοματολογικό.
Αποδείχθηκε εξοικειωμένος με την περιοχή και τους κατοίκους της -με τους ενδοτισμούς, τους αλυτρωτισμούς, τις πληθυσμιακές και γλωσσικές αναμείξεις – και προβλήματα ταυτότητας. Αλλά και με τις πολιτικές δυνάμεις της, που συνήθως απευθύνονταν στα εσωτερικά τους ακροατήρια, δεν κατανοούσαν σφαιρικά το πρόβλημα, ή δεν ήθελαν λύσεις, καθώς οικονομούνταν πολιτικά από αυτό.
Αλλα υπήρξε και τυχερός: όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει δεν θα τα κατάφερνε αν δεν υπήρχε ένας Πρωθυπουργός σαν τον Τσίπρα, να του δώσει το πηδάλιο και να τον στηρίξει. Και αν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού δεν υπήρχαν δυο αποφασισμένοι πολιτικοί σαν τον Ζάεφ και τον Δημητρόφ.
Το κλειδί για να καταλήξουν στη λύση ήταν η εμπιστοσύνη, αλλά και η κατανόηση της πλευράς του άλλου που προέκυψε στην πορεία, καθώς η αφετηρία της επαφής του βάλτωσε στις αμοιβαίες επιφυλάξεις.
Εκεί θα έμενε αν δεν κατανοούσαν εκατέρωθεν την ανάγκη να αποκτήσουν αυτονομία έναντι τρίτων και να σκύψουν στο μέλλον των λαών τους, συνδέοντας τη λύση με την φιλία μεταξύ τους και την ανάπτυξη.
Έτσι ξεκόλλησαν το πρόβλημα από τις προκαταλήψεις και απελευθέρωσαν τη διαπραγμάτευση από τις παραδοσιακές αγκυλώσεις της- χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος στις χώρες τους.
Το πρώτο που προκύπτει από το βιβλίο είναι το εξής: ο τότε υπουργός Εξωτερικών της χώρας, ως πολιτικό στέλεχος με παιδεία και ως ακαδημαϊκός με απόθεμα γνωστικών μεθόδων κατάλαβε ότι για να λύσει το προόβλημα έπρεπε πρώτα να κατανοήσει πώς δημιουργήθηκε και στη συνεχεια να αφαιρέσει μεθοδικά τους λόγους της δημιουργίας του.
Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης πριν από όλα, αναζήτησε όλα τα θεωρητικά εργαλεία. Τις κατακρίσεις του ανθρωπίνου μυαλού στην επιστήμη που τις συνέδεσε με την επεξεργασία του προβλήματος και τις λύσεις του.
Σπάνια σε βιβλίο υπάρχουν τόσες πολλές παραπομπές σε σπουδαίους συγγραφείς, θεωρητικούς και προσωπικότητες με πανανθρώπινο έργο. Αυτό οδηγεί σε ένα λυπηρό συμπέρασμα: την αντίστοιχη ένδεια, αν όχι μιζέρια, στην κουλτούρα των προκατόχων του.
Η λύση ήθελε κάποιον με κατάρτιση -εκτός από βούληση- και όταν τον βρήκε αναδείχθηκε. Το Μακεδονικό ήθελε τον Κοτζιά του.
Ο υπουργός Εξωτερικών του Τσίπρα βούτηξε στα βαθιά της Ιστορίας, της γεωπολιτικής και της διεθνούς διπλωματίας και μεταξύ των άλλων βρήκε ότι η διαφωνία για το όνομα της γειτονικής χώρας δεν ήταν μοναδική στην Ιστορία- και υπήρχαν ήδη εφαρμοσθείσες λύσεις.
Ήταν ένα από τα επιχειρήματα με τα οποία κονιορτοποίησε τους Μακεδονομάχους, τη ΝΔ και τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ που βγήκαν απέναντί του για να αποτρέψουν τη λύση από ιδεοληψία, άγνοια, απροθυμία, ή απλώς ψηφοθηρία.
Δεν του διέφυγε ότι ενίοτε τα προβλήματα διαιωνίζουν οι μεσότητες που ορίζονται για τη λύση τους. Αλλά και οι χώρες που έχουν συμφέρονται από μια συγκεκριμένη διάταξη δυνάμεων στην περιοχή. Συχνά στο βιβλίο τους κατονομάζει και τους καταγγέλλει- πάντα ευπρεπώς και με πολιτική ανωτερότητα.
Το χρονικό του Μακεδονικού -και της λύσης του στη συνέχεια- παρατίθεται στο βιβλίο με την τεκμηρίωση του πιο έγκυρου ρεπορτάζ: με στοιχεία, ιστορικές αναφορές, θεωρητικές προσεγγίσεις και ανάδειξη του ρόλου των προσώπων -πέρα από τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς Εξωτερικών.
Π.χ. είναι αξιοσημείωτη η αναφορά του στη βοήθεια που του πρόσφερε ο καθηγητής και πρώην υπουργός Χάρης Παμπούκης και μια ομάδα από την επιστημονική αφρόκρεμα της Βόρειας Ελλάδας που συγκρότησε ο ίδιος σε ομάδα. Αναφέρεται με σεβασμό τον Χρ. Ροζάκη και τον Ν. Μέρτζο, αλλά και τους Έλληνες διαπραγματευτές, όπως ο Χρ. Ζαχαράκης και ο Αδ. Βασιλάκης. Ακόμη και όταν διαφωνεί μαζί τους κρατάει αυτό που του χρειάζεται.
Από το βιβλίο του Κοτζιά αναδύεται ότι το Μακεδονικό πλην των άλλων ήταν πεδίο στο οποίο κονταροχτυπήθηκαν σχολές διπλωματίας, δοκιμάσθηκαν αντιλήψεις και πολιτικές, αλλά και κρίθηκαν πρόσωπα και χαρακτήρες.
Σε ό,τι τον αφορά αποδείχθηκε η ρήση του Κοέλιο: «Αν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις». Ως βαθύς γνώστης της Ιστορίας κατάλαβε τι εμπόδιζε τη συμβίωση των λαών και πώς θα τα αποσύρει για να διευκολύνει την διαπραγμάτευση. Αρχίζοντας από την απομόνωση των ξένων. Ακόμη και ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Νίμιτς ωθείται στο φόντο.
Η λύση ήταν παιχνίδι για τέσσερις: οι δυο πρωθυπουργοί και οι δυο υπουργοί Εξωτερικών. Ούτε καν. Έτσι η λύση που προέκυψε δεν επιβλήθηκε μόνο στην Ελλάδα και τη Β. Μακεδονία, αλλά είναι πλέον διεθνής οδηγός και για λύσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μάθημα υψηλού επιπέδου σε σχολές Πολιτικών Επιστημών, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Είναι η αποτύπωση του εφαρμοσμένου συνδυασμού θεωρίας και πράξης.
Με το επιπλέον προσόν της ακαδημαϊκής μεθοδολογίας του συγγραφέα στην παρουσίαση του περιεχομένου του, που το καθιστά ευανάγνωστο και εύληπτο ακόμη και σε ανθρώπους που νόμιζαν ότι «δεν τα καταλαβαίνουν αυτά».
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν τα αμιγώς πολιτικά κεφάλια του βιβλίου στα οποία αναφέρει, για κάθε φάση στης διαπραγμάτευσης, όσα «έτρεχαν» στην εγχώρια πολιτική σκηνή αλλά και στο κυλιόμενο παρασκήνιο.
Με εντυπωσιακή ευστοχία, αλλά και δηκτική διάθεση, εκθέτει πολλούς, αλλά πάντα με ευγένεια διατυπώσεων. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου- υπέρ του οποίου αποχώρησε από το ΚΚΕ το 1989- για το λάθος του εμπάργκο, μέχρι την Μπακογιάννη, τον Σαμαρά, τον Πάγκαλο, τον Γ. Παπανδρέου και άλλους διαχειριστές του προβλήματος.
Μάλλον με ικανοποίηση ξεγυμνώνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, για τον τυχοδιωκτισμό του, και δεν διστάζει να μιλήσει για την «κατάργηση της λογικής από τον «ψεύτικο Σημίτη».
Χωρίς περιστροφές αποδέχεται την ψυχρή λογική του Κώστα Μητσοτάκη, προσυπογράφει αλλού κριτικά και αλλού με ενθουσιασμό–την παρακαταθήκη του Κώστα Καραμανλή και του αναγνωρίζει «θαρραλέα στάση ως προϊόν επίπονης εργασίας» στο Βουκουρέστι – ανεξάρτητα από το βέτο.
Αναδεικνύει την γενναιότητα και την πολιτική τόλμη του Αλέξη Τσίπρα να επιδιώξει τη λύση, χωρίς όμως να αποφεύγει τις αναφορές σε στιγμές δισταγμού του και κάποιες πικρίες.
Αποκαλυπτικό είναι το βιβλίο για την προκλητική και υπονομευτική για τη λύση- αλλά και επικίνδυνη για τη χώρα και ίσως ποινικά επιλήψιμη- συμπεριφορά του μόνιμου ενδοκυβερνητικού, αλλά και ιδεολογικού αντιπάλου του, Πάνου Καμμένου. Τον οποίο ισοπεδώνει και παραδίνει στην καταδίκη της Ιστορίας και την περιφρόνηση της πολιτικής.
Το βιβλίο «Η λογική της λύσης» είναι ένας σπουδαίος τόμος που δεν συμπυκνώνει μόνο τη διαχρονία της του Μακεδονικού. Είναι πράγματι, όπως λέει στον υπότιτλο, «Πολιτική Θεωρία και πρακτική στις διεθνείς σχέσεις» και περιέχει όντως «Αλήθειες για το Μακεδονικό και τη διαπραγμάτευση».
Θα είναι τυχεροί, γιατί θα βγουν σοφότεροι και ενημερωμένοι, όσοι δεν φοβηθούν την έκτασή του και το διαβάσουν.