
Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος
Γνώρισα τον Γιάννη Πανούση στη Θράκη, ήταν τότε Αντιπρύτανης και μετά έγινε Πρύτανης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, στη δεκαετία του 1990, τη χρυσή δεκαετία του ιδρύματος. Δεν γνωριζόμαστε ως τότε, δεν συναπαντηθήκαμε σε συνέδρια ή δημοσιεύσεις. Η πρώτη μου εντύπωση που εμπεδώθηκε με τον καιρό, ήταν ότι επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα χαρισματικό άτομο, ένας τολμηρός εγκληματολόγος κι ένας ευαίσθητος και βαθύς ανατόμος των κοινωνικών διεργασιών . Η πρώτη μου εντύπωση έγινε βεβαιότητα με τον καιρό.
Ενώπιόν μου έχω την καινούργια ποιητική του συλλογή «Αθέατος χρονοποιός» (Σμίλη 2024, σελίδες 94), η οποία εντυπώνει τον ποιητικό μετασχηματισμό των αισθημάτων, προσωπικών αλλά και συλλογικών, του δημιουργού , σε μια εποχή που αλλάζει αλλά και μεταλλάσσεται.
Ο τίτλος Αθέατος Χρονοποιός υπαινίσσεται παράγοντες που διαμορφώνουν τον χρόνο (χρονο-ποιούν) κι αυτοί είναι πολυποίκιλοι. Μπορεί να είναι εξωγενείς, οι οποίοι εσωτερικεύονται σε μια μακρά διάρκεια, ή μπορεί να αποτελούν σύντηξη του κοινωνικού περιβάλλοντος με την οικογενειακή διάσταση , καθώς και με την ατομική ψυχοσύνθεση. Στο ποίημά του «Σαν» (σελ. 58), ο ποιητής δανείζει τη φωνή του σ’ έναν μοναχικό, αδέσποτο κι αντισυμβατικό σκύλο, ο οποίος εξομολογείται.
Αυτός είμαι
Ίσως έτσι να ήμουν από μικρός
ένα αδέσποτο, μοναχικό σκυλί
που το τρομάζει η ανάσα των άλλων
γιατί πάντοτε μυρίζει προδοσία
Η ακροτελεύτια διαπιστωτική στροφή αποτελεί σταθερό μοτίβο, που διαπερνάει όλη την ποιητική συλλογή του Πανούση. Η οπτική του στα ποιήματα του βιβλίου είναι λοξή, υπονομευτική και (αυτο) σαρκαστική του βίου και όσων θεάται.
Ο ποιητής μετά από μια μακρόχρονη, διακριτή παρουσία στον χώρο της επιστήμης, της κοινωνικής δράσης, της πολιτικής και της λογοτεχνίας (ποίηση, αστυνομικό διήγημα) και του δοκιμιακού λόγου αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα βιώματα και τις εμπειρίες του ως πρωτογενή πηγή για να κατανοήσει τον κόσμο, συγκροτώντας μια οντολογία που θα εξωθήσει τον εαυτό του σε συνομιλία με όσους τον ενδιαφέρουν.
Πάντα ήμουνα με το μέρος
όσων πάλευαν εναντίον των ελάχιστων πιθανοτήτων
επιβίωσης
γι’ αυτό με συγκινούσε η τραγικότητα των κινήσεων
των ηττημένων
του άνεργου πατέρα/…../του άστεγου χρήστη…../του άμοιρου πρόσφυγα….
(Οι πιθανότητες, 46)
Με διάθεση αυτοσαρκαστική κλείνει το μάτι στους αναγνώστες/ τριές του, καταθέτοντας το αφετηριακό σημείο της συλλογής του. Είναι μια ποίηση αυτογνωσίας μέσω του καθρέφτη των αναγνωστών του και των αναγνωστικών αντικατοπτρισμών τους. Ενδεχομένως και η δική μου οπτική να εντάσσεται σ’ αυτή τη διεργασία. Γράφει.
Αδυνατώντας να γνωρίσω εαυτόν
τα βαθύτερα κίνητρά μου
τις ανομολόγητες επιθυμίες μου
ή και να επικοινωνήσω με τους οικείους μου
που μάλλον δεν ενθουσιάζονται με τις ονειροπολήσεις μου,
άρχισα να συντάσσω ψυχογραφήματα
εντέχνως μεταμφιεσμένα σε ποιήματα
μήπως κάποιος τυχαίος αναγνώστης
φυλλομετρώντας τα
καταλάβει ποιος πράγματι είμαι
(Ο τυχαίος, 25)
Ο ποιητής ουσιαστικά κινείται στην οριογραμμή ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό και στην πρόκληση των αναγνωστών / τριών να ψαύσουν τα ποιητικά του κείμενα, να τα νοηματοδοτήσουν καθιστώντας κι αυτόν κοινωνό των σκέψεών τους. Ο Πανούσης οργανώνει το ποίημά του στη βάση μιας λογοτεχνικής ειρωνείας. Αποκαλεί την ποίησή του ψυχογραφήματα μεταμφιεσμένα σε ποιήματα, εν είδει παρενδυσίας.
Η πρόθεσή του διαχέεται παντού. Στην απουσία της τελείας , δημιουργώντας την εντύπωση μιας ποίησης εκτός ορίων, ικανής να αποδομήσει τις προθέσεις του. Οι λέξεις αφήνονται ελεύθερες να εκφράσουν την θερμοφόρα ποιητική του πρόθεση.
Ένας κόσμος γεμάτος από τις αντιφάσεις της λογικής
και τις αντανακλάσεις της πραγματικότητας
περιμένει να τον γυρίσουμε ανάποδα
για να δούμε τις αλήθειές του
(Παρ-οράματα, 76)
Ο ποιητής επιστρέφει και διανύει την ποιητική του εφηβεία, απόσταγμα της διύλισης αισθημάτων, σκέψεων, σχέσεων, τραυμάτων. Πλέον, έχει τη δυνατότητα να επιχειρεί την αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών, κατά την προσφιλή έκφραση του Ελύτη.
Η διεργασία αυτή αρχίζει όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το αδιέξοδο. Με τη διάψευση του οράματος, προσωπικού και συλλογικού.
Οι περισσότεροι πέτυχαν όλους τους ατομικούς τους στόχους
οικονομικούς , κοινωνικούς, πολιτικούς,
αφήνοντας σ’ εμάς,
τους αφελείς ονειροπόλους,
μιαν ακόμα πικρή γεύση ήττας
(Απολογισμός πρώτος, 16)
Σχεδόν το ένα τρίτο των ποιημάτων αυτής της συλλογής είναι σε πρώτο πρόσωπο, κάτι που μεγιστοποιεί την παρουσία του ποιητή μέσα στα ποιήματα, με έντονα συναισθήματα και διάθεση να αποσκορακίσει από τη ζωή του τη ματαίωση των συλλογικών ονείρων. Υπ’ αυτή την έννοια, ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής του συλλογής συνιστά και μια προσπάθεια να κλείσει το βιβλίο αυτό, χωρίς να διστάσει μπρος στο κόστος της καθομολογίας του.
Για ν’ αποκαλύψω στο τέλος της βάρδιας μου
ότι χρόνια τώρα , κοιτάζω αμήχανα
το άγραφτο χαρτί
των υποσημειώσεων της ζωής μου
χωρίς να ονειρεύομαι
(Ο πειρατής των ονείρων, 13)
Ουσιαστικά, η επιβίωσή του ως δημιουργού προϋποθέτει την αναμέτρηση με τις πληγές και τη μεταστοιχείωσή τους σε λογοτεχνία. Αυτή η επιλογή ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Βιώνει το σύνδρομο της λευκής σελίδας και διαπιστώνει ότι η συνέχιση της γραφής προϋποθέτει την ανατοποθέτησή του. Γράφει στον πρόλογό του (ποιητική προφητεία, 8). «Η ποιητική αυτή συλλογή θέλω να πιστεύω ότι κλείνει έναν κύκλο αναζήτησης σκοπών και μέσων. Ο επόμενος κύκλος – εάν και εφ’ όσον ανοίξει- θα φιλοδοξεί να πετύχει υπερβάσεις μορφών και πλαισίου».
Υπαρξιακό μαυσωλείο
Ο Πανούσης συνηθίζει να οργανώνει την ποιητική του μορφολογία, ακόμη και όταν την αναιρεί[1].
Ζωή είναι ό,τι θυμόμαστε
Ή ό,τι ξεχάσαμε;
(Ερωτήματα/χασμωδίες, 31)
Τα ποιητικά του επίδικα στη δίκη είναι τα υπαρξιακά (ζωή- θάνατος), τα οντολογικά (τεχνολογία εξέλιξη- μετάνθρωπος) και η ποιητική αποστασιοποίησης.
Ο θάνατος υπάρχει ως υπαρξιακό ζήτημα αλλά και ως αντανάκλαση του τρόπου ζωής. Διατυπώνει την άποψη πως
Τελικά
το νόημα της ζωής
είναι η ζωή η ίδια
όλα τα άλλα είναι εφήμερες αυταπάτες
(Το νόημα, 10)
Μια απλή , καθημερινή φράση , η οποία αναπαρθενεύεται αποκτώντας την έννοια του σχολίου μιας πολυκύμαντης ζωής. Η ζωή αναδεικνύεται ως αυταξία. Ο βίος, ωστόσο, προβάλλεται σε διάφορα κάτοπτρα , τα οποία τον παραμορφώνουν, δίνοντάς του χρωματισμούς και σχήματα, που καλλιεργούν προσδοκίες και αυταπάτες. Όμως,
Με υλικά
από τις ζωές των άλλων
ποτέ δε θα στεριώσεις καλά
τη δική σου ζωή
(Ζωές, 37)
Ο ποιητής ανάγει τη ζωή σε αυτόνομη αξία, κάτι που συσκοτίζεται και παραμορφώνεται από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις αναπαραστάσεις της.
Ο βιολογικό θάνατος λειτουργεί στην ποίηση του Πανούση ως διαδικασία επαναφοράς της ανθρώπινης αθωότητας, η οποία χάθηκε λόγω των πολιτισμικών και κοινωνικών κατόπτρων[2]. Πρόκειται για μια άποψη , η οποία προσεγγίζει τη χριστιανική αντίληψη για τον θάνατο, όπως αποτυπώνεται και στην εξόδιο ακολουθία.
Το Μεγάλο Ταξίδι δεν είναι τίποτ’ άλλο[3]
παρά μια οδυνηρή επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας
Μόνο που ουδείς δίνει πλέον σημασία
στα λόγια των πεθαμένων
(Το Μεγάλο ταξίδι, 91)
Ο θάνατος , επιπλέον, ορίζει την ίδια τη ζωή του ανθρώπου όταν οι άνθρωποι δεν την αντιμετωπίζουν ως αυταξία, όπως συμβαίνει με τον μοναχικό, ο οποίος
…..κοιτάζοντας τη φωτογραφία
των πεθαμένων εδώ και πολύ καιρό γονιών μου
ευχήθηκα
«και του χρόνου, αγαπημένοι μου» (Ρεβεγιόν για ένα, 56)
Σ’ όλα αυτά, ο δημιουργός προσθέτει και την κοινωνική , ταξική διάσταση: τον αθόρυβο θάνατο των απλών ανθρώπων[4].
Έφυγαν
και μόνον ο λόφος ένοιωσε την απουσία
των ασήμαντων ανθρώπων
που η Ιστορία δεν τους πίστωσε με μεγάλους ρόλους
αλλά ο Θάνατος τους χρέωσε με ανωνυμία
στη μικρή μνήμη των επιζώντων [Ο αταξικός λόφος (Σκουζέ-Κολωνός), 56].
Ποιος Θεός δημιούργησε άραγε / αυτό το πλάσμα της υπαρξιακής καταστροφής;
Ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή ποιητική υπερδιέγερση στην έκφραση και στην ένταση της διατύπωσης. Η παρατήρηση όσων βιώνει και παρατηρεί τον υποχρεώνουν σε μια συνεχή περιδίνηση από τα υπαρξιακά στα οντολογικά ζητήματα και τούμπαλιν, καθώς νοιώθει ασφυξία αλλά και οργή.
Η θάλασσα
είναι το δάκρυ του Θεού
που μετάνιωσε για το λάθος του
να θέσει τον Άνθρωπο
επικεφαλής της Δημιουργίας του
(Το Δάκρυ, 9)
Ενεργός πολίτης ο Πανούσης, αειφόρος διανοητής θα έλεγα, παρατηρεί και στοχάζεται για την οντολογία του ανθρώπου ως κατοίκου του σύμπαντος . Επιστρέφει ως ερωτηματική απορία η υπερχειλίζουσα οργή για την αυτοκαστροφική μανία που έχει γίνει δομικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών της ακόρεστης λαιμαργίας.
Ποιος Θεός δημιούργησε άραγε
αυτό το πλάσμα της υπαρξιακής καταστροφής;
———————————-
Της συναισθηματικής παράνοιας
Των ψυχικών αντιθέσεων
Που σκοτώνει ό,τι αγαπάει;
(Αναπάντητα ερωτήματα, 74)
Και συνεχίζει.
Ποιος Θεός δημιούργησε άραγε
αυτό το πλάσμα της συναισθηματικής παράνοιας;[5]
Η απάντησή του εντοπίζει αυτόν τον Θεό στην αλαζονεία των ανθρώπων και της επιστήμης ως αίσθησης υπεροχής στο σύμπαν και αναδιοργανωτή των σχέσεων με τη φύση.
Όσοι πολυώροφοι ουρανοξύστες κι αν ανεγείρονται
δεν θα φτάσουν ποτέ τόσο ψηλά
ώστε να τρυπήσουν
το πέπλο της σιωπής του Χάους
…………………………………………..
και να διαπιστώσουν
το πεπερασμένο της γνώσης τους
για το μέλλον του ανθρώπινου είδους
(Το τέλος, 12)
Όλα αυτά όμως οδηγούν σε μεταστοιχείωση της οντολογίας ως φιλοσοφικού στοχασμού επί των ανθρωπίνων. Αναφέρεται ο ποιητής στη δημιουργία ενός «Μετά-Μετά-Ανθρώπου»[6], ενός κατ’ εξοχήν ολετήρα. Χαρακτηριστικά του η επίθεση στη μήτρα όλων των έμβιων όντων, τη γη και τους φυσικούς κύκλους.
Το φθινόπωρο
επικαλούμενο λόγους κλιματικής αλλαγής
μετάνιωσε,
έκανε αιφνίδια μεταβολή
και χάθηκε
στο βάθος του ορίζοντα
(Αιφνιδιασμός, 33)
Το συλλογικό τραύμα που επικαλύπτεται από την αμετροέπεια και την κερδοφορία, που απομειώνουν την ευαισθησία των μετανθρώπων[7], στερούμενοι έτσι την ηδονή που προσφέρει ένα απλό σπουργίτι[8], ή η θάλασσα η οποία εμφανίζεται ως δακρυρροούσα για όσα συμβαίνουν μήπως ξεπλύνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων[9].
Ο ποιητής αισθάνεται σαν τον Επιμηθέα που σε άλλες εποχές αναζήτησε την απάντηση στις κοσμοϊστορικές συνθήκες και
ανέβηκε στην κορυφή του βουνού
και περίμενε να βγει το φως του φεγγαριού
για να του δείξει το μονοπάτι του μέλλοντος
(Πάλι στις σπηλιές; 49)
Η ποίηση δεν χρειάζεται άνθη κι αρώματα
Μια άλλη διάσταση στη θεματολογία του Πανούση είναι αυτό που αποκαλώ «ποιητική της αποστασιοποίησης» από την κυρίαρχη αναπαράσταση για τον ρόλο της ποίησης και του δημιουργού στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Ξέρω
θα με κατηγορήσουν
ότι δεν γράφω ποιήματα με στολίδια
-περιγραφές της ανθισμένης φύσης,
των πονεμένων αισθημάτων, των κοινωνικών γεγονότων,
ακόμα και των ιστορικών ή μυθικών πλασμάτων-
(Ποίηση εντυπώσεων; 29)
Ο Πανούσης έχει πλήρη συνείδηση- ενδεχομένως να το έχει βιώσει κιόλας- ότι ο τρόπος που γράφει , μπορεί να γίνει αφορμή να τον χαρακτηρίσουν « αντιποιητικό ποιητή», ή «αρνηθούν , ευγενικά , / πολλές Ανθολογίες να εντάξουν τα ποιήματά» του. Η επανάληψη του ρήματος «Ξέρω», μοναχικό στον πρώτο στίχο κάθε στροφής, είναι η σφυρηλάτηση της απόλυτης πεποίθησης για τους κινδύνους που καραδοκούν στον δρόμο που έχει επιλέξει.
Πέρα απ’ αυτό, έχει μια διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο της ποίησής του[10]. Εναντιώνεται στην αντίληψη του Μεσσιανισμού στην ποίηση, που ενίοτε μπορεί να επιζεί ως επιβίωμα του 19ου αιώνα.
Πίσω από τις κλειστές κουρτίνες
καιροφυλακτούν οι φόβοι και οι ενοχές
ενός ποιητή της νύχτας
που έζησε χρόνια
πιστεύοντας πως το φως της μέρας
βγαίνει μόνον από την άκρη της πένας του
(Ημίφως, 65)
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Πανούση εισέρχεται με φόρα και «αναίδεια» στην Αγορά του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζει μια άλλη λειτουργία της ποίησης, που στις μέρες μας , ενίοτε , γίνεται αυτοαναφορική.
Θα μπορούσε κάποιος να εκλάβει την ποίησή του ως μια μετανεοτερική εκδοχή της ποίησης της ήττας. Ωστόσο, αυτό θα αντέβαινε στις προθέσεις του αλλά και στην οπτική του.
[1] Ίσως γι’ αυτό / Ο αριθμός επτά θεωρείται μαγικός και ιερός .Επειδή δε διαιρείται δια του δύο (Αδιαίρετα, 45)
[2] Ακόμη, Οι άνθρωποι πεθαίνουν / γιατί ίσως είναι ο μόνος τρόπος που τους απέμεινε / για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στη Γη(Η αισιοδοξία ενός πεθαμένου, 38).
[3] Πρβ. Τώρα ελεύθερος από το χθες / μπορεί να εισέλθει στο μουσείο της ανυπαρξίας / χωρίς να κουβαλάει τα βάρη των διαψεύσεών του (Υπαρξιακό μαυσωλείο, 78)
[4] Ο θάνατος συχνά ποιητικοποιείται ως μεταφορική διάσταση: ως αποτέλεσμα οικογενειακής αχαριστίας, δηλητηριασμένου φιλιού στο στόμα, δολοφονίας χαρακτήρα από πρώην συντρόφους και απλού εμφράγματος κρατώντας στα χέρια την πρώτη ποιητική συλλογή (Πολυθάνατος, 21).
[5] Φίλησε την εικόνα της Παναγίας/ χάιδεψε στοργικά το σκυλί/ και σκότωσε το σκυλί του.
[6] Όλα ηλεκτρονικά και καταγεγραμμένα / εκτός από τις ενοχές και τις τύψεις μας
που μας περιμένουν κάθε τόσο / στο σκισμένο παιδικό λεύκωμα (Μετά-μετά Άνθρωποι, 51).
[7] Ήρθαν ένα πρωί, ντυμένοι εργάτες , οι σκαπανείς / του Μετανθρωπισμού / Κουβαλήσανε μπουλντόζες και μπετονιέρες, εκσκαφείς / και κομπρεσέρ /Σκάψανε βαθιά, τρυπήσανε τις φλέβες της ιστορικής μνήμης / Δεν βρήκανε τίποτα (Εκθεμελίωση, 34).
[8] Κι εκείνο το πουλί / χωρίς καμιά προειδοποίηση / σου τσίμπησε με το ράμφος του το μεγάλο δάχτυλο /του δεξιού χεριού (Αυταπάτες, 50).
[9] Άλλοτε η θάλασσα ξέπνοη από τα ανομήματα των ανθρώπων, ψιθυρίζει: πεθαίνω σαν εγκαταλελειμμένος ναυαγός (Αφρισμένη εξομολόγηση, 23).
[10] Δεν θεωρεί την ποίηση πεδίο , π.χ., θεωρητικών υπεραναλύσεων: Πολλές ποιητικές υπεραναλύσεις / κρύβουν επιμελώς / συναισθηματικές φοβίες και ναρκισσιστικά τραύματα / που οι ποιητές βαυκαλίζονται ότι επουλώνονται με λέξεις και στίχους (Ποιητές και «ποιητές» , 89).
Γιάννης Πανούσης, Αθέατος Χρονοποιός. Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2024
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ