Του Γ. Λακόπουλου
Το τηλεφώνημα στο ΑΠ, από πρόσωπο με αγωνιστική διαδρομή που συνεργάζεται σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ανάμεσα στο «ψάρεμα» και την πραγματική απορία: γιατί έπρεπε να πει «όχι «ο Τσίπρας στην υποψηφιότητα Σακελλαροπούλου;
Να δούμε κατ’ αρχήν γιατί είπε «ναι» ο Μητσοτάκης:
Για να ισοπεδώσει συγκεκριμένους εσωκομματικούς παράγοντες στη Ν Δ. Να αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας. Να μικρύνει το μέγεθος του προεδρικού θεσμού υπέρ της δικής του κυριαρχίας.
Να εκδικηθεί τον Παυλόπουλο. Να ικανοποιήσει κάποιες επιθυμίες τρίτων. Να αδειάσει η θέση του προέδρου στο ΣΤΕ -και να προχωρήσει τον ιστό της αράχνης που απλώνει. Να φέρει σε δύσκολη θέση τον Τσίπρα.
Δεν δεν φτάνουν αυτά; Όλα του βγήκαν. Έριξε μια ζαριά και τα πήρε όλα.
Στον Τσίπρα τι βγήκε; Το «να μην γίνει Μητσοτάκης» δεν είναι επιχείρημα. Απλώς προκάλεσε την ειρωνική απάντηση του… Μητσοτάκη. Ο οποίος μιλάει για συναίνεση, αλλά δεν τη θέλει κιόλας. Αλλά συναίνεση είναι σαν το ταγκό: θέλει δυο.
Για τον Τσίπρα οι λόγοι να εναντιωθεί ήταν πολλοί και ας δουμε μερικούς:
Πρώτο: Η γενική σχέση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης. Στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνει η κυβέρνηση δεν μπορεί ο αρχηγός του δεύτερου κόμματος να διευκολύνει τον πρωθυπουργό. Δεν είναι αυτή η δουλειά του. Ειδικά τον συγκεκριμένο Πρωθυπουργό.
Δεύτερο: Από την στιγμή που καταγγέλλει τον Μητσοτάκη για «μέγα σφάλμα, να μην ανανεώσει τη θητεία ενός πετυχημένου Προέδρου, σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία για τα εθνικά μας θέματα» δεν είναι λογικό στη συνέχεια να νομιμοποιεί το αποτέλεσμα του λάθους. Να παίζει στο γήπεδο που διαμορφώνεται από τον αντίπαλο. Για πολιτική μιλάμε όχι για κοινωνικές σχέσεις.
Τρίτο :Αφού φεύγει η συζήτηση από το Παυλόπουλο, με ευθύνη του Πρωθυπουργού, γιατί πρέπει να υιοθετήσει η αξιωματική αντιπολίτευση την συνέχεια που της δίνει η κυβέρνηση;
Ο Τσίπρας έπρεπε να αντιπροτείνει πρόσωπο καταλληλότερο από τη Σακελλαροπούλου, ώστε να έχει το δίλημμα ο Μητσοτάκης, αν εννοεί τη συναίνεση.
Να μεταθέσει στον Πρωθυπουργό τη λύση της εξίσωσης για τον αριθμό ψήφων υπέρ του νέου προέδρου. Σωρό οι υποψηφιότητες με καλύτερες προδιαγραφές: Σκουρής Σισιλιάνος, Γιαννίτσης, Παπαδήμος, Παμπούκης, Αργυρόπουλος –ατελείωτος κατάλογος.
Γιατί έμεινε στην πρόεδρο ενός δικαστηρίου με φτωχό βιογραφικό;- που δεν είχε εκλεγεί βεβαίως συναινετικά;
Τέταρτο: Πρακτικά ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε και το δεύτερο, ανύπαρκτο, επιχείρημα – μετά το βιογραφικό – υπέρ Σακελλαροπούλου που πρόβαλε ο Μητσοτάκης: τη μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή; Αλλά αυτή την είχε ήδη ο Παυλόπουλος. Και επιπλέον εξαρτάται αποκλειστικά από τον Τσίπρα αν θα υπάρξει και για άλλο πρόσωπο. Γιατί το εκχώρησε στον Μητσοτάκη αυτό το «προνόμιο»;
Πέμπτο: Γιατί ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε ότι μια καλή δικαστική λειτουργός -που είναι η Σακελλαροπούλου -μπορεί να είναι καλή αρχηγός του κράτους, όταν λείπουν οι άλλες προϋποθέσεις, για ένα ρόλο που θα ασκηθεί όπως ο ίδιος λέει «σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία για τα εθνικά μας θέματα»;
Κακά τα ψέματα. Απέναντι στο «κρύο αίμα» του Μητσοτάκη, ο πρώην πρωθυπουργος κινήθηκε παρορμητικά, όπως το βράδυ της 7ης Ιουλίου που ανακοίνωσε αιφνιδίως εκλογές.
Πήρε μια απόφαση που δείχνει να μαγειρεύτηκε από μια νέα συνιστώσα τον ΣΥΡΙΖΑ: τη … σημιτική. Αυτούς που έβγαλαν γραπτή ανακοίνωσh όταν ο – απαράδεκτος, έτσι κι αλλιώς- Πολάκης έβρισε τον… Σημίτη.
Κόμμα που επηρεάζεται από πρόσωπα που κόπτονται για παράγοντα άλλου κόμματος-, που έδωσε ρέστα για την επικράτηση Μητσοτάκη- δεν μπορεί να πάει μακριά….