Του Γ. Λακόπουλου
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να ασκήσει κάποιος διακυβέρνηση σε μια χώρα που βρίσκεται εδώ και επτά χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: ο λανθασμένος, ο σωστός και ο συριζέικος.
Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε με τον πρώτο -με την τραγική κυβέρνηση του Ιανουαρίου, συνέχισε με τον δεύτερο- αποδεχόμενος -δια του Μνημονίου που υπέγραψε- την ευρωπαϊκη οδό –και καταλήγει στον τρίτο: αναζητώντας τη διέξοδο από τη κρίση μόνος.
Σ’ αυτό αρχίζει να μοιάζει με τον Σαμαρά ο οποίος εκλάμβανε την ιδιότητα του Πρωθυπουργού ως προσωπική του υπόθεση και δεν κάλεσε ουτε μία φορά σε κατ’ ιδίαν συνάντηση τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης- τον Τσίπρα δηλαδή.
Ο Σαμαράς παραβίαζε μια άτυπη παράδοση των πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης να έχουν σημεία επαφής με τους αντιπάλους τους που ήταν πιθανό να τους διαδεχθούν. Συνέβαινε, μέσω τρίτων, ακόμη και μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Κ. Μητσοτάκη στην πιο σκληρή περίοδο της αναμέτρησής τους.
Άλλο που δεν ήθελε βέβαια ο Τσίπρας. Όσο δεν ειχε άμεση και υπεύθυνη ενημέρωση από τον πρωθυπουργό -ως πολιτειακός παράγων και εν δυνάμει διάδοχό του- μπορούσε να πολιτεύεται μαξιμαλιστικά και ανεύθυνα, να αλωνίζει επ’ ωφελεία του. Αν είχε ενημερωθεί επισήμως, θα το σκεφτόταν.
Παραδόξως την απαράδεκτη τακτική Σαμαρά υιοθετεί τώρα ο Τσίπρας για τον Μητσοτάκη. Πέρα από μια εθιμοτυπική συνάντηση, όταν εξελέγη, δεν τον κάλεσε ούτε μια φορά στο μέγαρο Μαξίμου για να τον ενημερώσει με τα πραγματικά δεδομένα για την πορεία της χώρας και να τον καταστήσει συνυπεύθυνο.
Ενδεχομένως ο πρόεδρος της ΝΔ δεν θα πάει, ή αν πάει θα συνεχίσει να πολιτεύεται με τον σημερινό εμπρηστικό τρόπο που επιβάλλει ο Αδωνις Γεωργιάδης στη ΝΔ. Αλλά αυτό θα είναι πλεον δικό του πρόβλημα και θα κριθεί γι αυτό.
Είναι προτιμότερο απο το να επαναλαμβάνει στη Βουλή – οπως έκανε την Πέμπτη- οσα έχει πεί ήδη ο Αδωνις, και να τον κοπιάρει η Γεννηματά στη συνέχεια.
Τώρα κρίνεται-αρνητικά- ο Τσίπρας, γιατί θεωρεί ότι μπορεί να διαχειριστεί μονός τους τις εγκαιροφλεγείς βόμβες που έχει στα χέρια του και να επωφεληθεί από αυτό. Πιστεύει- και το λέει- ότι μπορεί να οδηγήσει μόνος τη χώρα στην αφετηρία εξόδου από τη κρίση και να πάρει τις δάφνες του “επιτεύγματος”.
Πλανάται. Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται από τη ολοκλήρωση της δευτερης αξιολόγησης και την οποία διευθέτηση του χρέους- ούτε από την πιστή υλοποίηση του Μνημονίου σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Αυτά θα αποδώσουν μόνο αν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο που θα αποσκοπεί στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη.
Αυτό το σχέδιο ούτε μπορεί να συνταχθεί ούτε μπορεί να υποστηριχθεί από ένα μόνο κόμμα. Χρειάζονται πολιτικές συγκλίσεις, γιατί πρέπει να εδραιωθεί στην αλήθεια, στην πραγματικότητα και στην συναποδοχή της μακράς και δύσκολης πορείας που απομένει για να φανεί φως στο τούνελ και να μην είναι το τρένο που έρχεται καταπάνω μας.
Αυτό το σχέδιο μακροπρόθεσμα θα είναι σωτήριο για τη χώρα. Αλλά άμεσα θα έχει πολιτικό κόστος και κανένα κόμμα δεν θα το σηκώσει μόνο του.
Η σημερινή εικόνα του Τσίπρα που ασθμαίνει εφαρμόζοντας το Μνημόνιο και του Μητσοτάκη που κάνει τον μάγκα εκ του ασφαλούς είναι απογοητευτική. Τα πράγματα οδηγούνται αδιέξοδο όσο συνεχίζεται η μάχη εξουσίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στις πλάτες της χώρας και σε βάρος των συμφωνιών της.
Λόγω θέσης αυτός που μπορεί ανάσπασε τον κύκλο των αδιεξόδων είναι ο Πρωθυπουργός. Σ’ αυτόν ανήκει η πρωτοβουλία να καλέσει το αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να του εκθέσει την κατάσταση προσωπικά, απόρρητα και με πραγματικά στοιχεία.
Θα έχει κάνει την κίνηση που επιβάλλει το εθνικό συμφέρον. Από εκεί και πέρα ας κάνει οΜητσοτάκης ότι τον φωτίσει ο Θεός. Μπορεί να περιμένει τη σειρά του να κυβερνήσει. Αλλά μπορεί και να πολιτεύεται ως ηχώ του Γεωργιάδη του οποίου το πολιτικό επίπεδο κριτικής στα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησής εκδηλώθηκε με διατυπώσεις του τύπου “είναι κότες” και αλλά ωραία και πολιτισμένα.
Μόνο που στη ΝΔ υπάρχει και ο άλλος αντιπρόεδρος. Ο Κωστής Χατζηδάκης υποδεικνύει, κατά πληροφορίες , να ψηφίσει η ΝΔ ορισμένα από τα αντίμετρα που αφορούν μεγάλες ομάδες πληθυσμού όπως οι αγρότες. Θα είναι και αυτό σημάδι μίνιμουμ σύγκλισης.
Ενδεχομένως οι σύμβουλοι του Πρωθυπουργού διακρίνουν ότι αυτή η πολιτική τυφλής σύγκρουσης που ακολουθεί ο Κυριάκος τους ωφελεί, εφόσον η εφαρμογή της πολιτικής που συμφωνήθηκε με τους εταίρους τους εξελίσσεται – καθώς σημειώνουν άπαντες στο διεθνή χώρο.
Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα της χώρας. Για να δρομολογηθεί η ανάπτυξη απαιτείται πέραν του Μνημονίου, με γενναία ανάληψη της ευθύνης από ευρύτερες δυνάμεις και πάντως από τα δυο μεγάλα κομμα- όπως κάνουν σε άλλες χώρες- για θεσμική αναβάθμιση, μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό.
Η ευθύνη να αναδειχθεί η ανάγκη αυτής της σύγκλισης βαρύνει τον Τσιπρα, που δεν μπορεί να επαφίεται σε υπολογισμούς κομματικής ανάκαμψης μέσω της βελτίωσης των αριθμών. Οφείλει να την μεταφέρει στην αξιωματική αντιπολίτευση ενημερώνοντας ο ίδιος τον αρχηγό της.
Όσο δεν το κάνει διευκολύνει τον Μητσοτάκη να συμπεριφέρεται ως ανεύθυνος παράγων.