Του Γ. Λακόπουλου
Η επιστολή Τσακαλώτου στους Θεσμούς πυροδότησε πολιτική ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη ΝΔ σύμφωνα με την τρέχουσα ειδησεογραφία. Σιγά μην χρειάζονταν την επιστολή για την ένταση. Δεν έχουν ανάγκη από αφορμές. Έχουν προεπιλέξει εκατέρωθεν να πυροδοτούν καυγάδες μεταξύ τους –ενίοτε χωρίς καμία αφορμή. Η ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν για να καυγαδίζουν μεταξύ τους. Από κοντά και οι κολαούζοι.
Προτού γίνει γνωστή η επιστολή Τσακαλώτου η ΝΔ ρωτούσε επίμονα τι ακριβώς περιέχει. Γιατί δεν τηλεφωνούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον Πρωθυπουργό να ρωτήσει; Είχε κάθε δικαίωμα να ξέρει. Γιατί το τελευταίο διάστημα δεν έκανε το ίδιο για τα ελληνοτουρκικά, για το Κυπριακό, για την αξιολόγηση, για την πορεία των συζητήσεων για το χρέος; Γιατί δεν επισκέπτεται τον Πρωθυπουργό, να θέσει τις ερωτήσεις του και να πάρει τις απαντήσεις;
Είναι δυνατόν σε κάποια θέματα μια κυβέρνηση να ερωτάται και πολύ περισσότερο να απαντάει δημόσια; Τι είδους διαπραγμάτευση είναι αυτή που θα κάνει αν το παραμικρό γίνεται γνωστό; Με ποια χαρτιά θα καθίσει στο τραπέζι όταν δεν υπάρχει να καταθέσει κάτι που δεν έχει ακουστεί δημόσια;
Συνεπώς αν ή έννοια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να μάθει τι συμβαίνει σε κρίσιμα θέματα δεν έχει παρά να ακολουθήσει τη θεσμική οδό. Να απευθυνθεί προσωπικά στον Πρωθυπουργό. Και αν δεν του πει ή τον παραπλανήσει, η ευθύνη είναι δική του. Έτσι κάνουν στα μεγάλα θέματα τα σοβαρά κόμματα της αντιπολίτευσης που θέλουν να κυβερνήσουν.
Αλλά αν αυτή η συμπεριφορά δεν είναι μια φορά αντάξια για έναν αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι δέκα για έναν Πρωθυπουργό. Σ’ αυτόν ανήκει το προνόμιο της πρωτοβουλίας για ενημέρωση, αν όχι όλων των κομμάτων και της Βουλής, τουλάχιστον του αρχηγού του δευτέρου μεγαλύτερου κόμματος –που είναι εκ των πραγμάτων ενδεχόμενος διάδοχός του.
Γιατί λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας δεν σηκώνει το τηλέφωνο να ενημερώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις λεπτές πλευρές της διαπραγμάτευσης; Γιατί δεν τον καλεί στο γραφείο του να τον ενημερώσει για τα εθνικά θέματα και για ό,τι κρίνει την πορεία της χώρας αυτή την περίοδο; Γιατί αρνείται να το μοιραστεί με αυτόν που μπορεί να πάρει τη θέση του μια μέρα;
Ο Πρωθυπουργός όμως είναι ακόμη περισσότερο απαράδεκτος γιατί κάνει στον Μητσοτάκη αυτό που έκανε στον ίδιο ο Σαμαράς. Δεν τον κάλεσε ούτε μια φορά για κατ’ ιδίαν ενημέρωση. Δεν του άνοιξε την πόρτα του μεγάρου Μαξίμου για να σκεφθούν από κοινού πώς θα αντιμετωπίσουν τα θέματα που τους υπερβαίνουν. Λες και ήταν τσιφλίκι του η χώρα.
Το ίδιο έκανε, εν τη ακρισία του, και ο Γ. Παπανδρέου με τον Κ. Καραμανλή. Και όταν ο τότε Πρωθυπουργός τον κάλεσε την άνοιξη του 2009 και του ζήτησε κοινή αντιμετώπιση του ασφαλιστικού σχεδόν αρνήθηκε να τον ακούσει.
Από εκείνη τη στιγμή οι επαφές κυβέρνησης αξιωματικής αντιπολίτευσης κοπήκαν με το μαχαίρι, όποιοι και αν είχαν τους αντίστοιχους ρόλους έκτοτε.
Πρόκειται για ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό, αν όχι για μικροψυχία και λάθος αντίληψη του ρόλου τους. Οι πρωθυπουργοί, της Μεταπολίτευσης τουλάχιστον, είχαν πάντα ανοικτή γραμμή με τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης. Είτε από ευθείας, είτε εκ του σύνεγγυς -μέσω τρίτων.
Είναι γνωστή η μαρτυρία, από το βήμα της Βουλής, του Παν. Κανελλόπουλου για την προσυνεννοημένη αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου με το “Βυθίσατε το ΧΟΡΑ”, το 1977. Είναι γνωστό στους παροικούντες ότι υπήρχε επαφή ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και το Κ. Μητσοτάκη ακόμη και στις πιο σκληρές περιόδους της αναμέτρησής του στη δεκαετία του 1980.
Μετά ήλθε ο Γ. Παπανδρέου που δεν καταλαβαίνει την αξία της επικοινωνίας αυτού του τύπου. Και στη συνέχεια ο Σαμαράς που θεωρούσε τη χώρα κτήμα της παράταξής τους και τον Τσίπρα ως εκπρόσωπο της Αριστεράς -ακατάλληλο για ενημέρωση. Όχι και τα μυστικά του έθνους στους κομμουνιστές… Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει ότι μάλλον υπηρεσία προσέφερε στον Τσίπρα με το να μην τον ενημερώνει.
Σήμερα, καθώς η χώρα βρίσκεται σε ακόμη πιο δύσκολη κατάσταση, που δεν ξέρει τι της ξημερώνει στην Ευρώπη και που δέχεται εκ νέους απειλές, αποτελεί ολέθρια συμπεριφορά, ούτε ο Πρωθυπουργός ούτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να σηκώνουν το τηλέφωνο. Πρώτος ο Τσίπρας βεβαίως οφείλει να το κάνει.
Με τον τρόπο τους ρίχνουν στα σκυλιά της δημοσιότητας θέματα που θα όφειλαν να έχουν συζητήσει μεταξύ τους. Δείχνουν ότι δεν τους αφορούν οι λύσεις, ούτε καν η χώρα, αλλά η εξουσία και το κόμμα τους. Με αυτή τη στάση, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων- και πολύ λίγοι για τους ρόλους τους.