Του Γ. Λακόπουλου
Είναι ένα βιβλίο θα έλεγε κανείς “προφορικό”. Καθώς το διαβάζεις έχεις την αίσθηση ότι ακούς τον συγγραφέα μερικά χρόνια πριν στο πόντιουμ του εκπροσώπου Τύπου του ΠΑΣΟΚ που τον ανάδειξε: απόλυτο, αποφασισμένο και .. παραπλανητικό.
Το ‘Game Over’ του Γιώργου Παπακωνσταντίνου – εκδόσεις Παπαδόπουλου- είναι ένα εξωραϊστικό και καλογραμμένο βιβλίο, που πέρασε πολλά χέρια και από πολλά μάτια προτού πάρει το δρόμο της δημοσίευσης. Μια δουλεμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια προσπάθεια του πρώην υπουργού Οικονομικών να επιστρέψει στο δημόσιο βίο χωρίς τα βάρη της σχετικά σύντομης θητείας του στην πολιτική, στα οποία περιλαμβάνεται και μια καταδίκη από το Ειδικό Δικαστήριο.
Όπως είναι φυσικό αυτό το βιβλίο είναι ο εαυτός του. Με ανωτάτου επιπέδου τεχνική αφήγησης, οπτική δικαίωσης σε κάθε σελίδα, ακόμη και μισές αλήθειες, αν χρειάζεται να αποφύγει ή να περιγράψει μονομερώς τα γεγονότα ή και να κρύψει κάτι. Δεν μπορεί να κρύψει όμως δύο στοιχεία.
Πρώτο, ότι ο ίδιος εξακολουθεί να μην κατανοεί για ποιο λόγο βρίσκεται στη σημερινή του θέση. Δεύτερο, την περίφημη αλαζονεία που του καταλόγιζαν οι αντίπαλοί του. Στο βιβλίο προσπαθεί να την ξορκίσει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αφήνει να αιωρείται η αίσθηση ότι εκλαμβάνει τον εαυτό του ως κάτι ‘ανώτερο’, ποιοτικότερο και προορισμένο να μεγαλουργήσει. Είναι ίσως το μόνο στοιχείο που τον δένει με τον μεγαλύτερο εσωκομματικό του αντίπαλο -και γι’ αυτό προφανώς υπήρξαν αντίπαλοι.
Η λεπτομερής εξιστόρηση του βιβλίου δίνει την εντύπωση ότι κατά τον συγγραφέα ο ίδιος και ο Γ. Παπανδρέου δεν έχουν καμία ευθύνη για όσα συνέβησαν από τη στιγμή που πήραν στα χέρια τους πρώτα το ΠΑΣΟΚ και μετά τη χώρα. Αντίθετα το βιβλίο τους τοποθετεί επίμονα στην πλευρά των “καλών” της Ιστορίας, μαζί με τον… Στρος Καν και ορισμένους ακόμη ημεδαπής και αλλοδαπής προέλευσης. Οι άλλοι στην καλύτερη περίπτωση δεν καταλάβαιναν.
Κατά το βιβλίο Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου ό,τι έκαναν είναι σωστό, σωτήριο και πρέπει να δικαιωθεί. Αυτό το τελευταίο είναι η μόνιμη επωδός του Γ. Παπανδρέου. Γιατί να μην είναι και του υπουργού του, ο οποίος πρωτοτυπεί στο εξής: πρέπει να είναι ο μόνος άνθρωπο στον πλανήτη που θεωρεί τον τότε πρωθυπουργό, μεγάλη προσωπικότητα με μοναδικές συλλήψεις, τεράστιο κύρος και καταλυτικές παρεμβάσεις.
Κάποιος προσεκτικός θα μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει ότι όσα πιστώνει στον Παπανδρέου έχουν στην ούγια τη δική του υπογραφή. Έλεγε ό,τι του έλεγε και καταλάβαινε ό,τι του εξηγούσε. Είχε έναν πρωθυπουργό που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το έλλειμμα από το χρέος και έπρεπε να τον καθοδηγεί σε όλα.
Για το βιβλίο οι κακοί για την ελληνική περιπέτεια είναι ο Καραμανλής, οι Ευρωπαίοι, οι περισσότεροι υπουργοί των κυβερνήσεων Παπανδρέου και ο …Βενιζέλος. Τον τελευταίο τον τοποθετεί στον χειρότερο ρόλο με επιδεξιότητα παρ’ ότι του κάνει ένα δώρο: αναφέρει ότι αρνήθηκε να τον “δώσει” στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ , όταν του το ζήτησαν “στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ” -όπως ισχυρίζεται. Αν δει κανείς προσεκτικά μάλλον δώρο στον εαυτό του είναι. Δεν λέει ποιοι τον προσέγγισαν, πως, που και ποτέ. Ούτε καν τους περιγράφει. Απλώς το αναφέρει για να δείξει την ανωτερότητα του, παρ’ ότι ο Βενιζέλος “τον έριξε στα σκυλιά”.
Το βιβλίο περιλαμβάνει προσωπικές μαρτυρίες που πρέπει να αξιολογηθούν προτού καταγραφούν ως ιστορικά αξιοποιήσιμες. Δεν διστάζει όμως να συμπεριλάβει και περιστατικά στα οποία δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας.
Το κείμενο ρέει, όπως και ο λόγος του, αλλά με την επιδεξιότητα του λόγου προσπαθεί να συσκοτίσει παρά να διαφωτίσει. Σε πολλά σημεία η σκέψη του συγγραφέα μετέρχεται σοφισμάτων για να καταλήξει εκεί που θέλει. Αλλού αυτοπαγιδεύεται περιγράφοντας τις λάθος εκτιμήσεις της κυβέρνησης, τη χρονοτριβή στις αποφάσεις, τη λάθος ανάγνωση των οιωνών. Προεξοφλώντας ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά, αποκαλύπτει, χωρίς να το θέλει, τα λάθη του.
Ο πρώην υπουργός αφήνει για το τέλος- για να το υποβαθμίσει- τον λόγο για τον οποίο στην πραγματικότητα έγραψε αυτό το βιβλίο: την αποενοχοποίησή του για την καταδίκη -ένα χρόνο με αναστολή- για παραποίηση στοιχείων στη λίστα Λαγκάρντ.
Παρουσιάζει την καταδίκη σχεδόν ως αθώωση, υποδηλώνοντας με περίτεχνες διατυπώσεις ότι οι δικαστές μάλλον ήθελαν να τον αθωώσουν, αλλά προφανώς υπό το κράτος πιέσεων έκαναν ένα είδος συνωμοσίας συνειδήσεων για του εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Όταν υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου για μια ποινική υπόθεση που έληξε σε βάρος σου δικαιολογείται ακόμη και η υπερβολή. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, παρότι πάλι δεν δίνει επαρκείς εξηγήσεις. Στο πιο κρίσιμο στοιχείο, που αφορά την απώλεια του αρχικού CD, πρέπει να δεχθούμε απλώς τη διαβεβαίωσή του ότι .. κάπου χάθηκε.
Όταν όμως καταθέτεις τη γνώση σου ως αυτόπτης σε ιστορικά γεγονότα, πρέπει να είσαι ακριβής και σ’ αυτά που αναφέρεις και σ’ αυτά που παραλείπεις. Και σε αυτό σημείο το βιβλίο παραείναι προσωπικό. Πέρα από την υποκειμενική αντίληψη των πραγμάτων και την αντίστοιχη ερμηνεία τους, η κατάθεση είναι επιλεκτική. Λείπουν πράγματα και γεγονότα. Αυτό το αδυνατίζει ως ιστορική μαρτυρία.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι ένας έξυπνος άνθρωπος και ταλαντούχος πολιτικός. Ετοιμόλογος, με καλή σκηνική παρουσία και φιλόδοξος. Πολύ φιλόδοξος. Από σύμβουλος του Κ. Σημίτη βρέθηκε υπερσύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, όταν αυτός προσπαθούσε να καλύψει την προσωπική του ένδεια σε γνώση, πολιτική αντίληψη και δουλειά σε βάθος, χρησιμοποιώντας τα μυαλά άλλων.
Ο Παπακωνσταντίνου, ο Παμπούκης, ο Ραγκούσης, ο Γερουλάνος ήταν το κουαρτέτο των ικανών στους οποίους μοίρασε ρόλους, για να απελευθερώσει χρόνο και χώρο για το εαυτό του, επιλέγοντας πότε προσωπικές δραστηριότητες και πότε διεθνείς πρωτοβουλίες για τις οποίες υπάρχει ακόμη ανάγκη εξηγήσεων. Από όλους μόνο ο Γερουλάνος βρίσκεται πάντα στο ΠΑΣΟΚ.
Στον Παπακωνσταντίνου προσάπτουν πολλοί ότι δάγκωσε περισσότερο από όσο μπορούσε να μασήσει και γι’ αυτό πνίγηκε. Ότι έβλεπε τον εαυτό του σαν υποκατάστατο του Παπανδρέου. Προφανώς δεν γνωρίζει καλά τους κώδικες του νεοπαπανδρεϊσμού- και ενδεχομένως ως διάδοχό του.
Για μια περίοδο ήταν ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς. Τελικά, άλλους έσωσε, εαυτόν ου δύναται σώσαι. Ότι κατάφερε να εκτοπίσει την Λούκα Κατσέλη και να πάρει τη θέση της στην κορυφή του οικονομικού επιτελείου αποδείχθηκε τελικά το μοιραίο λάθος του: του έμεινε το στίγμα του υπουργού του Μνημονίου και μια δικαστική καταδίκη.
Το βιβλίο θα διαβαστεί με ενδιαφέρον, αλλά δύσκολα συγκαταλέγεται στα ντοκουμέντα της εποχής. Οι αδυναμίες του συναντούν τον χαρακτήρα του συγγραφέα ως πολιτικού και το καθιστούν περισσότερο ένα επικοινωνιακό όπλο ιδιωτικής χρήσεως παρά ένα εργαλείο κατανόησης μιας εποχής που φέρνει τη σφραγίδα του συγγραφέα και της ομάδας εξουσίας στην οποία μετείχε. Μια αρνητική σφραγίδα.