Δικαιοσύνη χωρίς δικαιοσύνη

Του Νίκου Κοτζιά

Σε τέσσερις δικαστικές περιπτώσεις, από τις πολλές για τις οποίες έχω άμεση προσωπική εμπειρία, δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη.

Δικαστές, Εισαγγελείς και Σύμβουλοι του ΝΣΚ που δεν εφαρμόζουν νόμους και το Σύνταγμα.

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις γύρω από το έγκλημα των Τεμπών και το δράμα των συγγενών των θυμάτων με την δικαιοσύνη, αναστοχάστηκα πάνω στις πρόσφατες εμπειρίες μου με την δικαιοσύνη. Μετά από δεκάδες υποθέσεις στις οποίες βρέθηκα εμπλεκόμενος ως πρώην ΥΠΕΞ, κύρια εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών, μπορώ να εξάγω με σιγουριά το συμπέρασμα ότι στον τόπο αυτό υπονομεύεται το κράτος δικαίου και από τμήμα της Δικαιοσύνης που σε συγκεκριμένες υποθέσεις αρνείται να εφαρμόσει το νόμο, ενώ σε αρκετές από αυτές κάνει κατάχρηση εξουσίας.

Ασφαλώς, σε πολλές άλλες περιπτώσεις αποδίδεται δικαιοσύνη χάρη στην εντιμότητα και τη μόρφωση ορθοστατούντων δικαστών και εισαγγελέων, σκληρά εργαζομένων δικηγόρων.

Όπως δείχνω στη συνέχεια σε τέσσερις δικαστικές περιπτώσεις, από τις πολλές για τις οποίες έχω άμεση προσωπική εμπειρία, δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. Με κρίσεις και χειρισμούς παραβιάστηκε το Σύνταγμα και ο Νόμος, ενώ σε δύο περιπτώσεις εμποδίστηκε ακόμα και η εκδίκασή των υπό κρίση υποθέσεων.

Η πρώτη περίπτωση: Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους «αγνοεί» το Σύνταγμα

Η πρώτη περίπτωση αφορά χειρισμούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ). Αφορά στην υπόθεση αγωγής μου κατά του κ. Εμμανουήλ Βασιλάκη, ο οποίος έχει καταδικαστεί από σειρά δικαστηρίων αμετάκλητα για εξύβριση και συκοφάντησή μου. Οι καταδικασθέντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ (το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) προκειμένου να πείσουν ότι «αποτελεί στοιχείο» της ελευθερίας του τύπου να λένε ψέματα για την βιογραφία και τον χαρακτήρα μου. Να με υβρίζουν και να με συκοφαντούν παρά τις ανέκκλητες αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων. Εντέλει το δικαστήριο του Στρασβούργου με θαρραλέα απόφασή εκτίμησε πανηγυρικά ότι οι σε βάρος μου επιθέσεις των αντιδίκων δεν αποτελούσαν έκφραση ελεύθερης διατύπωσης γνώμης, αλλά συστηματική εξύβριση και συκοφάντησή μου που υπερέβαινε κάθε έννοια ελευθεροτυπίας με στόχο την δολοφονία του χαρακτήρα μου. Σημειώνω ότι η απόφαση αυτή, ελήφθη αφού το Δικαστήριο έθεσε εκτός έδρας τον δικαστή κ. Κτιστάκη.

Από πλευράς του, το ΝΣΚ, αντί ως όφειλε να με ενημερώσει και να μου παράσχει τα έγραφα της δίκης στο ΕΔΔΑ, ως «τρίτο άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος», κυριολεκτικά μου τα απέκρυψε. Μάλιστα ο «αρμόδιος» νομικός σύμβουλος κ. Κωνσταντίνος Γεωργιάδης αρνήθηκε να μου δώσει τα έγγραφα επικαλούμενος ότι αυτά εμπεριέχουν «προσωπικά δεδομένα του Ν. Κοτζιά» (!), δηλαδή τα δικά μου στοιχεία τα οποία τάχατες τα προστάτευσε από εμένα. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΕΔΔΑ έχει κάνει επανειλημμένα συστάσεις στο ΝΣΚ καθότι αυτό δρα πολλές φορές χωρίς διαφάνεια και χωρίς σεβασμό στους κανόνες της δημοκρατικής ενημέρωσης των ενδιαφερομένων πλευρών. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου κατήργησε το ΝΣΚ για να το «αναστήσει» εκ νέου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Τι έκανε το ΝΣΚ στην περίπτωση που αναφέρομαι; Πρώτα-πρώτα αυθαιρέτως εκτίμησε ότι τέτοιου είδους υποθέσεις, ως η δική μου «είναι χαμένες» από χέρι και δεν έχει νόημα η οποιαδήποτε παρέμβασή του παρόλο που το οφείλει δεσμευτικά με βάση τις προβλέψεις του Συντάγματος. Και, όμως, η περίπτωσή που αναφέρομαι κερδήθηκε πανηγυρικά. Το ΝΣΚ αντί να υπερασπιστεί τις αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων που με αφορούσαν, ως οφείλει από το Σύνταγμα, ουσιαστικά συνομολόγησε την προσφυγή των αντιδίκων ως μη οφείλει. Μάλιστα στην επιστολή που μου απέστειλε στις 22.1.24, το ΝΣΚ (υπογράφει ο Νομικός Σύμβουλος, κ. Γεώργιος Γρυλωνάκης) υπονοεί ότι η τήρηση του Συντάγματος είναι «στην διακριτική ευχέρειά» του ΝΣΚ! Το Σύνταγμα, βέβαια, δεν παρέχει το δικαίωμα στον ΝΣΚ να συνομολογεί de facto σε βάρος δικαστικών αποφάσεων ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου κάτι το οποίο είχε προτρέψει δημόσια ο νυν πρωθυπουργός με αρθρογραφία του για την συγκεκριμένη υπόθεση.

Η δεύτερη περίπτωση: Παραβίαση των νόμων και του Συντάγματος

Ας έρθω στην δεύτερη περίπτωση: εδώ παραβιάστηκαν σωρευτικά το άρθρο 86 του Συντάγματος, ο νόμος περί ευθύνης των Υπουργών και ο Κανονισμός της Βουλής, ενώ ο Άρειος Πάγος «σφύριζε αδιάφορα». Ως είναι γνωστό, η τύχη των μηνύσεων κατά Υπουργών αποφασίζεται από την Βουλή, κακώς μεν, αλλά αυτή είναι η ισχύουσα νομική πρόβλεψη, ενώ η όποια καταγγελία αποστέλλεται αμελλητί στο Κοινοβούλιο. Στην περίπτωση της σε βάρος μου αβάσιμης μηνυτήριας αναφοράς του κ. Καμμένου η εισαγγελέας διαφθοράς κ. Τουλουπάκη, ως λέγεται «βαφτισιμιά της οικογένειας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη», έκανε επί οκτώ μήνες παρανόμως ανακρίσεις σε βάρος μου, καλώντας δέκα μάρτυρες και τρεις φορές τον Καμμένο με στοχευμένες ερωτήσεις και χωρίς -ως ήταν εξάλλου αναμενόμενο- να βρει οτιδήποτε παρά τις όποιες τυχόν δικές της (και άλλων) επιθυμίες. Όταν ο κ. Καμμένος αναγκάστηκε να χαρακτηρίσει το ίδιο το υπόμνημα το οποίο της είχε υποβάλλει ως πλαστό, μόλις τότε η κ. Τουλουπάκη δήλωσε στη Βουλή ότι της στέλνει την δικογραφία τάχα αμελλητί, κρύβοντας σκοπίμως ότι επί τρία τέταρτα του έτους διεξήγαγε παράνομες ανακρίσεις εις βάρος μου.

Όταν έλαβα από την Βουλή τον φάκελο της Δικογραφίας γεμάτο από τις παρανομίες (σε βάρος κάθε νομικής πρόβλεψης σχετιζόμενης με το Δίκαιο, το Νόμο, το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής) που έκανε η εν λόγω εισαγγελέας προχώρησα σε αναφορά στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Ομολογώ, ότι αν και έχω δει πολλά στην χώρα μου, η επίσημη απάντηση της ελληνικής δικαιοσύνης με την υπογραφή της εισαγγελέας κ. Ευαγγελία Ι. Σπυριδωνίδου ήταν «καταπληκτική». Δεν αναφέρθηκε στα πραγματικά γεγονότα και στις παραβιάσεις ως πειθαρχικά αδικήματα, ούτε καν για να τις δικαιολογήσει. Επικαλέστηκε «απλά» ότι έτσι «γίνονται τα πράγματα σε όλες τις ποινικές δίκες». Η κυρία Σπυριδωνίδου φαίνεται να μην έχει μελετήσει το Ελληνικό Σύνταγμα και να τις έχουν διαφύγει τα άρθρα που αναφέρονται στον ρόλο της Βουλής ως καταρχήν φυσικού δικαστή ενός Υπουργού. Όταν, μάλιστα, με επιστολή μου στις αρμόδιες αρχές επισήμανα την παραβίαση του Συντάγματος από την εν λόγω κυρία και την νομικά προκλητική της απάντηση. Συμπεριφέρθηκαν, δηλαδή, ως να θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν και να λένε ό,τι θέλουν, να κάνουν σαφή κατάχρηση εξουσίας άνευ εξηγήσεων, μακριά από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου.

Η τρίτη περίπτωση: κλοπή εγγράφων εντός των δικαστηρίων

Μετά από πέντε χρόνια και δύο αναβολές επρόκειτο να δικαστεί η μία από τις δύο μηνύσεις που είχα καταθέσει σε βάρος του κ. Καμμένου, καθότι είχε φτάσει στο σημείο να με «χαρακτηρίσει» με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών, ως «αρχηγό συμμορίας οργανωμένου εγκλήματος». Συκοφαντία για την οποία με ασφάλεια εκτιμούσε ο νομικός κόσμος ότι θα καταδικαζόταν σε βαριά φυλάκιση. Δύο φορές αναβλήθηκε η δίκη μετά και από αίτηση των δικηγόρων του, οι οποίοι ήταν οι κ. Σαράκης (ο γνωστός «ως ακροδεξιός» δικηγόρος του Κασιδιάρη) και κ. Απατσίδης (που σε αγωγή μου, έβριζε ενώπιον ακροατηρίου την Συμφωνία των Πρεσπών, πάλι «υπερασπιζόμενος» τον Καμένο). Εισαγγελέας σε αυτή την υπόθεση, ήταν η κ. Άρτεμης Τσοπελογιάννη και Πρόεδρος η κ. Βασιλική Παπαγιάννη, η οποία έχει δικάσει και άλλες φορές υποθέσεις του Καμμένου, με θετική για αυτόν κατάληξη.

Προκειμένου να γλυτώσει ο κ. Καμμένος από μια δίκη που η κατάληξη ήταν ολοφάνερα ότι θα ήταν καταδικαστική για αυτόν, εφαρμόστηκε ένα πρωτοφανές «κόλπο». Οι δικηγόροι «επεσήμαναν» στην Πρόεδρο ότι έλειπε από τον φάκελο της υπόθεσης η εξουσιοδότηση στον δικηγόρο μου όπως απαιτεί το άρθρο 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας! Η Πρόεδρος απεφάνθη με εκπληκτική ευκολία ότι επρόκειτο για δική μας παράλειψη και έκλεισε την υπόθεση χωρίς να την εκδικάσει και χωρίς καν να διερευνήσει το πώς «χάθηκε» το έγγραφο! 

Αρνούμενη μαζί με την εισαγγελέα να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά και να εξετάσει, ως όφειλε, τα τρία νόμιμα και εύλογα αιτήματα που προβλήθηκαν από τους δικηγόρους μου:

α) Η Πρόεδρος και η Εισαγγελέας αρνήθηκαν να κάνουν έρευνα για το πώς και από ποιόν διαπράχθηκε η παράνομη αφαίρεση εγγράφων από τον φάκελο, ο οποίος βρισκόταν στα δικαστήρια εδώ και πέντε χρόνια. Αρνήθηκαν την νόμιμη έρευνα ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να είχε δεχθεί ο αρμόδιος γραμματέας του δικαστηρίου την οποιαδήποτε μήνυση χωρίς μια τέτοια εξουσιοδότηση ή να είχαν προωθήσει την υπόθεση στα δικαστήρια οι αρμόδιοι εισαγγελείς και ανακριτές χωρίς έλεγχο της νομιμότητας της έγκλησης. Κάτι, εξάλλου, που διαπιστώθηκε εκ των υστέρων μετά από μήνυσή μου καθότι η εξουσιοδότηση υπήρχε αρχικά στον φάκελο.

β) Η Πρόεδρος αρνήθηκε να με καλέσει να καταθέσω άμεσα, καθότι παρόν, ώστε να βεβαιώσω αυτοπροσώπως ότι ο δικηγόρος μου πράγματι με εκπροσωπεί.

γ) Η κ. Β. Παπαγιάννη αρνήθηκε, επιπλέον να εφαρμόσει το νόμο σύμφωνα με τον οποίο δεν δικαιούταν καν να εκδικάσει την αίτηση των αντιδίκων. Σύμφωνα με το νόμο διαδικαστικά αιτήματα ακυρότητας μπορούν να τεθούν μόνο πριν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο και όχι κατά την διαδικασία εκδίκασης μιας υπόθεσης [Αρθρο 174 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας].

Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κ. Παπαγιάννη έκλεισε «άρον-άρον» την υπόθεση, αρνούμενη να αποδώσει δικαιοσύνη και το δικαίωμά μου σε μια δίκαιη δίκη. Με την απόφασή της έκανε σαφή κατάχρηση εξουσίας. Μου στέρησε, κατά ουσίαν, την πρόσβαση στην δικαιοσύνη και την διεξαγωγή δίκαιης δίκης όπως την ορίζει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έκανε δε, επιπλέον, το πρωτοφανές: θεμελίωσε την σκανδαλώδη απόφασή της, αποδεχόμενη και συγκαλύπτοντας με τις επιλογές της ένα ποινικό αδίκημα, αυτό της υπεξαγωγής εγγράφου το οποίο έλαβε χώρα εντός των δικαστηρίων. Αποδείχτηκε ότι στην Ευελπίδων η δικαιοσύνη όχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά έχει ορθάνοικτα τα μάτια της στην παρανομία.

Τέταρτη περίπτωση: Προσπάθειες παράνομης σύλληψής μου

Η τέταρτη περίπτωση αφορά την άλλη μήνυσή μου κατά του κ. Π. Καμένου η οποία μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει τέσσερις αναβολές, τέσσερις διακοπές καθώς και την αντικατάσταση τεσσάρων εισαγγελέων μετά από απαίτηση της πλευράς του. Η επιδίωξη να μην αποδοθεί δικαιοσύνη, να δημιουργηθεί χάος στο δικαστήριο και να μην μπορέσουν οι μάρτυρες να καταθέσουν, κορυφώθηκε με την διττή προσπάθεια παράνομης σύλληψής μου κατά τη διάρκεια της δίκης! Θυμίζω ότι την τελευταία φορά που συνελήφθηκα ήταν από τα όργανα της χούντας των συνταγματαρχών. Η πρώτη προσπάθεια σύλληψης μου, μηνυτή και μάρτυρα στην δίκη, εκδηλώθηκε μετά από την επί μακρόν συζήτηση του κ. Απατσίδη με την δικαστική αστυνομία στην Ευελπίδων την οποία (μάλλον εύκολα) έπεισε ότι υπάρχει μήνυση σε βάρος μου,… μόνο που δεν υπήρχε. Στην βάση αυτής της επίκλησης ανύπαρκτου γεγονότος εζήτησε να οδηγηθώ συλλαμβανόμενος στο αυτόφωρο. Δηλαδή, η δικαστική αστυνομία προσπάθησε να με συλλάβει χωρίς να υπάρχει κάποια μήνυση. Γεγονός πρωτοφανές και πολύ επικίνδυνο για το μέλλον της απόδοσης δικαιοσύνης σε αυτόν τον τόπο. Διότι αν μια τέτοια μέθοδος κάνει σχολή, θα μπορεί ο κάθε αντίδικος να οδηγεί σε σύλληψη μαρτύρων χωρίς καμία αιτία και, κατά προέκταση, στην διακοπή ανεπιθύμητων δικών.

Η δεύτερη προσπάθεια ήταν πιο σύνθετη. Έκλεισε η είσοδος του τρίτου κτιρίου των δικαστηρίων της Ευελπίδος, κατέφθασε περιπολικό της αστυνομίας και έγινε εκ νέου προσπάθεια σύλληψής μου, αυτή τη φορά, σύμφωνα με όσα δήλωσαν οι αστυνομικοί, με εντολή του Προέδρου του Πρωτοδικείου Αθηνών κ. Χριστόφορου Λινού, ο οποίος, όμως, σε παράσταση διαμαρτυρίας των δικηγόρων μου αρνήθηκε ότι έδωσε καν τέτοια εντολή. Ασφαλώς προκύπτει το ερώτημα με τίνος την εντολή έγιναν δύο προσπάθειες σύλληψής μου από την δικαστική αστυνομία για ανύπαρκτη καταγγελία και υπόθεση; Το αιτιολογικό που επικαλέστηκαν οι αστυνομικοί του δικαστηρίου ήταν ότι τάχα επέδειξα απείθεια στα αστυνομικά όργανα αφότου δεν προσήλθα στο αυτόφωρο, αν και δεν υπήρχε κάποια γραπτή μήνυση, ούτε, έστω, κάποια προφορική κατηγορία. Πρόκειται για πρωτοφανείς πρακτικές που ασφαλώς ήταν παράνομες. H έδρα, μάλιστα, αναγκάστηκε να καλέσει την αστυνομία να εξέλθει της αίθουσας διότι παρενοχλούσε την διαδικασία της δίκης. Είναι φανερό ότι οι κ. Απατσίδης μαζί με τον κ. Σαράκη, δικηγόρο του Κασιδιάρη, επιδιώκουν να μην αποδοθεί δικαιοσύνη και ότι αυτή η συνεννόηση με τους αστυνομικούς εντασσόταν σε αυτά τα πλαίσια.

Τέλος, στην τελευταία δικάσιμο (στις 7.2.25) οι συνεργάτες του κ. Σαράκη δήλωσαν «υπεύθυνα» ότι η δίκη έπρεπε να διακοπεί, καθότι εκείνος θα μιλούσε στη Βουλή «κατά τις 11 το πρωί». Αντιτάξαμε στην έδρα, ότι ο Σαράκης είχε τον αριθμό 137 και ότι εκείνη την ώρα, 10 το πρωί της ρίτης μέρας της συνεδρίασης της Βουλής, μιλούσε μόλις ο αριθμός 91, ενώ είχαν προστεθεί ως ομιλητές εκτός σειράς 6 υπουργοί και 4 κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, το σύνολο δηλαδή 56 ομιλητές πριν τον Σαράκη. Ότι ο τελευταίος ήταν αδύνατο να μιλήσει πριν αργά το απόγευμα, αν καν μιλούσε. Πράγματι ο κατάλογος έφτασε μέχρι το 120 και ο κ. Σαράκης δεν μίλησε. Η Εισαγγελέας της έδρας, θεώρησε καλή την πίστη τα στοιχεία που «υπεύθυνα» προσκόμισαν οι δικηγόροι των αντιδίκων ως ορθά και εκτίμησε ότι ο κ. Σαράκης θα μιλούσε εντός ολίγου, και για αυτό προτάσσει να μην διεξαχθεί η δίκη!

Συμπέρασμα, κάποιοι στη Δικαιοσύνη θεωρούν, και πρακτικά έτσι φαίνεται να είναι, ότι μπορούν να παραβιάζουν ατιμώρητα το Σύνταγμα, τους νόμους, τον κανονισμό της Βουλής και το Διεθνές Δίκαιο και να «δικαιούνται κάλυψης» σε μια παρακμάζουσα Ελλάδα που δείχνει όλο και περισσότερα σημάδια σαπίσματος. Όμως, χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε η δημοκρατία, ούτε να διασφαλιστούν τα απαιτούμενα πλαίσια της ελευθερίας. Οι δε ανισότητες, από οικονομικές μετασχηματίζονται σε ανισότητες στα δικαιώματα, στην ελευθερία, στην δικαιότητα.

Ο Νίκος Κοτζιάς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών, επικεφαλής του Κίνησης «Πράττω»