
Του Σωκράτη Αργύρη
Το 2025, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, καταδικάστηκε για εγκληματική συνωμοσία και παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας από το καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι. Η φυλάκισή του σήμανε μια ιστορική καμπή για τη χώρα, επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική εξουσία δεν είναι υπεράνω των θεσμών και ότι ακόμη και οι πιο ισχυροί υπόκεινται σε κοινωνικό και νομικό έλεγχο.
Το γεγονός αυτό θέτει στο επίκεντρο μια διαχρονική ερώτηση: πώς η δημοκρατία διαχειρίζεται τη διαφθορά και πώς η ποινή λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης και κοινωνικής μάθησης;
Η διαφθορά δεν είναι ποτέ ένα μεμονωμένο ηθικό ατόπημα· αποτελεί αντικατοπτρισμό του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία κατανοεί, οργανώνει και ασκεί την εξουσία. Κάθε πολιτικό σκάνδαλο, κάθε δίκη, κάθε ποινή φανερώνει κάτι βαθύτερο: τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική κανονικότητα και τα όρια της ισχύος.
Η ποινή, στην ιστορική της εξέλιξη, δεν αποτελεί απλώς εκδίκηση του κράτους ή αποκατάσταση της τάξης. Λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης και γνώσης: μέσα από την τιμωρία, η κοινωνία μαθαίνει τι επιτρέπεται και τι όχι, ποιο είναι το αποδεκτό και ποιο το απαγορευμένο. Η εξουσία δεν κατοικεί μόνο στους θεσμούς ή στους νόμους, αλλά κυκλοφορεί μέσα στους ίδιους τους μηχανισμούς που καταγράφουν, ταξινομούν και αξιολογούν τις πράξεις των ανθρώπων.
Η δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολίτες και η δημόσια γνώμη συγκροτούν από κοινού ένα δίκτυο επιτήρησης που ρυθμίζει τη συμπεριφορά, όχι μέσα από τη βία, αλλά μέσω της διαρκούς παρατήρησης και του κοινωνικού ελέγχου. Η ποινή γίνεται έτσι εργαλείο διδασκαλίας· ένα είδος κοινωνικής αγωγής που επαναπροσδιορίζει τη νομιμότητα και ενισχύει τη δημοκρατική ισορροπία.
Η Γαλλική Δημοκρατία, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, υπήρξε πεδίο στο οποίο η εξουσία, η δικαιοσύνη και η κοινωνική συνείδηση αλληλεπιδρούν διαρκώς. Κάθε πολιτικό σκάνδαλο που σημάδεψε την 5η Δημοκρατία λειτούργησε ως στιγμή αυτογνωσίας, ως ένα μάθημα για το πώς μια κοινωνία επιτηρεί την ίδια της την πολιτική τάξη.
Η προεδρία του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ της κοινωνίας και των πολιτικών της ελίτ. Το σκάνδαλο των διαμαντιών –οι δωρεές που έλαβε από τον δικτάτορα της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, Ζαν Μπεντέλ Μποκάσα– δεν οδήγησε ποτέ σε ποινική καταδίκη, όμως προκάλεσε ένα βαθύτατο πολιτικό τραύμα. Για πρώτη φορά, η δημόσια σφαίρα άσκησε έναν τύπο κοινωνικής ποινής ισχυρότερο από τη νομική: η κατακραυγή και η απώλεια κύρους λειτούργησαν ως μέσο επανεκπαίδευσης της εξουσίας, δείχνοντας ότι η δημοκρατία διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου πέρα από το δικαστήριο.
Η εποχή του Φρανσουά Μιτεράν ανέδειξε την εγκατάσταση της διαφθοράς στο ίδιο το εσωτερικό της εξουσίας. Παρά το πολιτικό του βάρος και τη μακρόχρονη κυριαρχία του, το περιβάλλον του Μιτεράν συνδέθηκε με υποθέσεις αθέμιτων οικονομικών σχέσεων και πολιτικής συγκάλυψης. Η υπόθεση Angolagate, στην οποία ενεπλάκη ο γιος του, Jean-Christophe Mitterrand, φανέρωσε την αυξανόμενη θεσμική αποφασιστικότητα του κράτους να αντιμετωπίσει την κατάχρηση εξουσίας ακόμη και στα ανώτατα επίπεδα. Η ποινή, με την ευρύτερη κοινωνική της έννοια, άρχισε να λειτουργεί ως εργαλείο αποκατάστασης εμπιστοσύνης: όχι μόνο για να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά για να επιβεβαιωθεί ότι κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω των θεσμών.
Η δεκαετία του 1990 και η προεδρία του Ζακ Σιράκ ενίσχυσαν αυτήν την τάση. Ο Σιράκ, ο πρώην πρώτος δήμαρχος Παρισιού μετά την Κομμούνα, καταδικάστηκε το 2011 για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, αν και η ποινή του ανεστάλη λόγω ηλικίας. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια πολιτική σημασία: για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας, ένας πρώην πρόεδρος καταδικάστηκε για πράξεις που διέπραξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η δικαιοσύνη εμφανίστηκε ως δύναμη ικανή να επιβάλει κανόνες, να οριοθετήσει την εξουσία και να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα του δημοκρατικού πλαισίου.
Παράλληλα, το σκάνδαλο του «μολυσμένου αίματος» της δεκαετίας του 1980, που αφορούσε τη διαχείριση του συστήματος υγείας και έφερε στο προσκήνιο τον τότε σοσιαλιστή πρωθυπουργό Λωράν Φαμπιούς, υπενθύμισε ότι η εξουσία δεν τιμωρείται πάντα με δικαστικούς όρους. Η αθώωση των εμπλεκομένων δεν ακύρωσε το κοινωνικό αίσθημα ευθύνης· αντίθετα, ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο η δικαιοσύνη λειτουργεί ως μηχανισμός διατήρησης ισορροπιών και πολιτικής σταθερότητας. Στην περίπτωση αυτή, η ποινή πήρε τη μορφή του δημόσιου διαλόγου, της ηθικής λογοδοσίας και της συλλογικής μνήμης.
Η κορύφωση αυτής της ιστορικής διαδρομής ήρθε με την υπόθεση του Νικολά Σαρκοζί. Η καταδίκη του το 2025 για εγκληματική συνωμοσία και παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας από το καθεστώς Καντάφι δεν αποτελεί απλώς νομικό γεγονός, αλλά συμβολική πράξη δημοκρατικής παιδείας. Η φυλάκιση ενός πρώην προέδρου σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας μακράς πορείας: από την εποχή της σιωπηλής ανοχής στην εποχή της θεσμικής επιτήρησης. Η Γαλλία δείχνει ότι η ποινή μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης της πολιτικής κουλτούρας της, ως μηχανισμός επανακαθορισμού της ίδιας της εξουσίας.
Ωστόσο, η επιτήρηση στη σύγχρονη εποχή δεν περιορίζεται πλέον στα δικαστήρια. Με την άνοδο των ψηφιακών μέσων και των κοινωνικών δικτύων, η δημόσια σφαίρα έχει μετατραπεί σε μόνιμο πεδίο παρακολούθησης. Οι πολίτες δεν περιμένουν πια τις εφημερίδες ή τις αποφάσεις των δικαστηρίων για να αποδώσουν ευθύνη: το κάνουν άμεσα, διαδικτυακά, μέσα από τη συλλογική δυναμική των κοινωνικών δικτύων. Οι νέες μορφές δημοσιότητας έχουν μετατρέψει τη διαφάνεια σε κοινωνική επιταγή. Ο πολιτικός που παρεκκλίνει δεν χρειάζεται απαραίτητα να δικαστεί — η δημόσια εικόνα του διαμορφώνεται και κρίνεται σε πραγματικό χρόνο, από ένα κοινό που ταυτόχρονα επιτηρεί και επιτηρείται.
Αυτό το νέο περιβάλλον εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: μπορεί μια κοινωνία να διατηρεί τη δημοκρατία της μέσα σε ένα καθεστώς διαρκούς παρακολούθησης;
Η επιτήρηση, που παλαιότερα εξασφαλιζόταν μέσω θεσμών και νόμων, σήμερα ενσωματώνεται στην ίδια την κοινωνική συμπεριφορά. Οι πολίτες, διεκδικώντας διαφάνεια, καταλήγουν να συμμετέχουν σε μια κουλτούρα συνεχούς κρίσης, όπου η ποινή είναι περισσότερο συμβολική και επικοινωνιακή παρά θεσμική. Κι όμως, αυτή η συμβολική ποινή ενδέχεται να αποδειχθεί ισχυρότερη από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση: λειτουργεί ως κοινωνικό μάθημα, υπενθυμίζοντας ότι η εξουσία είναι πάντοτε υπό το βλέμμα των πολλών.
Στη Γαλλία, όπως και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, η πολιτική διαφθορά δεν εκλαμβάνεται πια ως απλή παρέκκλιση· είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που αναζητά συνεχώς νέες μορφές αυτορρύθμισης. Η δικαιοσύνη δεν αποδίδει μόνο ευθύνες — διδάσκει, παραδειγματίζει, επαναχαράσσει τα όρια της εξουσίας. Η φυλάκιση ενός πολιτικού, η δημόσια διαπόμπευση ενός αξιωματούχου ή ακόμη και η ηθική αποκαθήλωση ενός πρώην ηγέτη, όλα λειτουργούν ως πράξεις πολιτικής παιδείας.
Η ιστορική πορεία της Γαλλικής Δημοκρατίας δείχνει ότι η εξουσία δεν είναι στατική ούτε ατιμώρητη. Μεταμορφώνεται, διαχέεται, επανεμφανίζεται σε νέες μορφές, ενώ οι θεσμοί προσπαθούν να τη συγκρατήσουν μέσα από τον έλεγχο και τη διαφάνεια. Η κοινωνία, μέσα από τα σκάνδαλα και τις δίκες, μαθαίνει να αναγνωρίζει τα όριά της, να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τη διαδικασία της τιμωρίας.
Η τιμωρία, λοιπόν, δεν είναι μόνο δικαστική πράξη — είναι κοινωνικό καθήκον. Δεν εξαντλείται στο κελί της φυλακής ή στην απόφαση του δικαστηρίου, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η δημοκρατία θεμελιώνεται πάνω στη λογοδοσία. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική σκηνή μοιάζει όλο και περισσότερο με μια φυλακή χωρίς τοίχους, όπου η εξουσία, η κοινωνία και τα μέσα επιτηρούν διαρκώς ο ένας τον άλλον.
Η σύγχρονη Γαλλική Δημοκρατία δείχνει ότι η επιτήρηση, όσο κι αν φαίνεται απειλητική, παραμένει ίσως η μόνη πραγματική εγγύηση της δημοκρατικής ισορροπίας. Η διαφθορά, με όλες τις μορφές της, αποκαλύπτει τα όρια της εξουσίας — κι αυτά τα όρια, με τη σειρά τους, αποκαλύπτουν τα όρια της ίδιας της κοινωνίας.

