Του Διογένη Λόππα
Περίμενα υπομονετικά, πριν συντάξω το άρθρο αυτό, για να παρακολουθήσω την απολογία του κ. Πρωθυπουργού ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων. Ενός σώματος, που δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι έλκει την καταγωγή του στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, εκεί δηλαδή που επινοήθηκε το δικαιότερο σύστημα εξουσίας, που σήμερα εκθειάζεται στα μήκη και στα πλάτη της υφηλίου. Ως Έλληνας πολίτης λοιπόν, ήλπιζα έως την τελευταία στιγμή, αν και δε διέθετα επαρκείς ενδείξεις, ότι ο δημοκρατικά εκλεγμένος πολιτικός που με εκπροσωπεί, θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, θα σεβαστεί το ιστορικό βάρος του σώματος στο οποίο απευθύνθηκε και ως Ευρωπαίος αστός θα αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν.
Ευθύνες αντικειμενικές, είτε γνώριζε, είτε όχι, που απορρέουν από τη θέση στην οποία ο ίδιος τοποθέτησε τον εαυτό του και ευθύνες τις οποίες εξέθεσαν επιστήμονες, νομικοί και συνταγματολόγοι υπεράνω υποψίας, από το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Ευθύνες που σιωπηρά απαίτησαν, δια της ηχηρής απουσίας τους, πρώην πρωθυπουργοί που, με όλα τα ελαττώματα και τις αστοχίες τους, τίμησαν τη δημοκρατική παράδοση του ιστορικού κόμματος του Καραμανλή και δε δίστασαν να αναλάβουν οι ίδιοι, όταν η πολιτική συγκυρία τους οδήγησε σε αδιέξοδα σαφώς ελαφρύτερα του σημερινού και χωρίς οι ίδιοι να έχουν ποτέ απειλήσει με πράξεις οι παραλείψεις τους, τους ίδιους τους θεσμούς, τα θεμέλια, αλλά και τις ηθικές υποστάσεις της δημοκρατίας μας.
Φευ. Αντί για έναν σύγχρονο Ευρωπαίο πολιτικό, είδαμε στο βήμα έναν Βαλκάνιο πολιτευτή, μια καρικατούρα του ”επίτιμου”, ένα υβρίδιο Γκόρτζου – Μαυρογιαλούρου. Επεκτείνοντας τις ασυναρτησίες του ατυχούς πορτ παρόλ του στο κοινοβούλιο, επέδραμε ως μεταμοντέρνα ελαφρά ταξιαρχία στην κοινή λογική, καθύβρισε τους Θεσμούς και συνέτριψε κάθε έννοια ηθικής τάξης, που είθισται να επικρατεί μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων στο δημοκρατικό πολίτευμα, εννοώντας τις κόκκινες εκείνες γραμμές που όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε, από σεβασμό προς το κοινωνικό σύνολο και αυτοσεβασμό προς το πρόσωπό μας και προς ότι αυτό εκπροσωπεί.
Λίγες μόνο μέρες πριν, ο παγκόσμιος Τύπος είχε συνθλίψει το ασθενές κυβερνητικό αφήγημα, ενώ είχε τοποθετηθεί επανειλημμένα με αυστηρά άρθρα γνώμης, από τη μία στηλιτεύοντας την εξόφθαλμη εκτροπή και από την άλλη προειδοποιώντας τον πρωθυπουργό για τις δύσκολες ώρες που έρχονται στην επικείμενη αναπόφευκτη σύγκρουση με την Κομισιόν και με το δυτικό αξιακό σύστημα στο σύνολό του. Στην αντίληψη μεγαθηρίων του παγκόσμιου Τύπου, ένας δημοκράτης πολιτικός οφείλει καταρχήν ξεκάθαρες εξηγήσεις και, αν αυτές δεν κριθούν επαρκείς, παραίτηση. Αυτό όμως που τελικά τους δόθηκε από το καθεστώς Μητσοτάκη, ήταν ομερτά για το επίδικο, επίθεση σε μεμονωμένους συντάκτες για την ει δυνατόν απαξίωση των κρίσεων και ενεργοποίηση των ”magnificent 108” σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία παραπληροφόρησης και καταστρατήγησης κάθε έννοιας ελευθεροτυπίας.
Η τακτική που τελικά επέλεξε ο πρωθυπουργός, βάζει σε σκέψεις τους κύκλους των Βρυξελλών, αλλά και κάθε νοήμονα Ευρωπαίο, καθώς διαφαίνεται μια προσπάθεια βίαιης Ορμπανοποίησης μιας χώρας του ευρωπαϊκού πυρήνα και μάλιστα χωρίς τη σαφή πλειοψηφία που ο ίδιος ο Ούγγρος ηγέτης απολαμβάνει στη χώρα του, δηλαδή στην ουσία ένα εν εξελίξει coup d’etat του λευκού κολάρου. Και αυτό γιατί όχι μόνο δεν έχουν ακόμα δοθεί σαφείς εξηγήσεις (ή έστω συγγνώμες) ούτε από την κυβέρνηση, ούτε και από τη δικαστική εξουσία, η απάθεια της οποίας δημιουργεί ενοχλητικές απορίες, αλλά, αντίθετα, διαφαίνεται μια αρκετά σοβαρή προσπάθεια σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο, να ενδυθούν με μανδύα νομιμότητας μια σειρά από καθολικά απαράδεκτες πρακτικές των μυστικών υπηρεσιών και όχι μόνο, πρακτικές με τις οποίες βγάζουν φλύκταινες στις Βρυξέλλες και στις ΗΠΑ και που παρεμπιπτόντως κονιορτοποίησε αμέσως μετά την ομιλία του πρωθυπουργού ένας εκ των στενότερων πολιτικών συμμάχων του, ο κ. Βενιζέλος.
Μια ακόμα παράμετρος που συζητείται έντονα στις Βρυξέλλες (και στα ξένα ΜΜΕ) είναι και η παθητική στάση της Προεδρίας, μια στάση που δημιουργεί από τη μία ενοχλήσεις και από την άλλη σκέψεις για το κατά πόσον το εν εξελίξει πραξικόπημα μπορεί να έχει ως σιωπηρούς συμμάχους τόσο την ηγεσία της δικαιοσύνης, όσο και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μια κατάσταση δηλαδή που κάνει την Πολωνία να μοιάζει με το Λουξεμβούργο. Γιατί ενώ σε παρόμοιες περιπτώσεις στην Ευρώπη υπήρξαν ηχηρές παρεμβάσεις και διακριτές διαφοροποιήσεις από τις ανώτατες πολιτειακές ηγεσίες, στην Ελλάδα επικρατεί παγερή αδιαφορία, παρά το γεγονός ότι εδώ δεν πρόκειται για ένα κακόφημο πάρτι, κάποια φορολογική διευκόλυνση ή μια προσπάθεια διασπάθισης πόρων, αλλά για ένα ζήτημα στον πυρήνα του κράτους δικαίου και της συνταγματικής τάξης.
Στα κέντρα αυτά, στα οποία ειρήσθω εν παρόδω λαμβάνονται οι αποφάσεις για καυτά ζητήματα όπως το ταμείο ανάκαμψης ή το μεταναστευτικό ζήτημα που κρατούν την Ελλάδα σε διαρκή ομηρία, σχολιάζεται έντονα το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει σε πολύ βασικά ερωτήματα, όπως:
- Με ποιο σκεπτικό αποφασίστηκε η παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή,πράγμα που αγγίζει σε βαθμό απρέπειας τη λειτουργία του κοινοβουλίου, καθώς συνεπάγεται ότι η ΕΥΠ ”’άκουγε” ευρωβουλευτές και μέλη της Κομισιόν
- Πόσοι και ποιοι ακόμα πολιτικοί έπεσαν θύματα παρακολούθησης (εννοείται πως για την Κομισιόν πρόκειται για παράνομη και επουδενί νόμιμη πράξη)
- Γιατί δεν έχει υπάρξει καμία κινητοποίηση από κανέναν ανεξάρτητο θεσμό ή φορέα προς διερεύνηση καταγγελιών που ήδη χρονίζουν και που προσφέρουν χρόνο σε φυσικά πρόσωπα ή εταιρίες που εμπλέκονται στα αδικήματα, να διαφύγουν ή να περιορίσουν τα ίχνη τους
Αυτό που γνωρίζουν με βεβαιότητα οι αρχισυντάκτες των ξένων ΜΜΕ (και για αυτό επιμένουν και επανέρχονται κάθε φορά σφοδρότεροι) είναι ότι σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που όμως δεν έχουν ακόμα επισήμως διασταυρωθεί με σχετικά έγγραφα ώστε να δημοσιευθούν, η γκάμα των παράνομων παρακολουθήσεων περιλαμβάνει πρωτοκλασάτα ονόματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που θα φέρουνε σε δυσχερή θέση την κυβέρνηση και ιδιαίτερα εντός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και που ενδέχεται να ανατρέψουν τους ήδη οριακούς εσωκομματικούς συσχετισμούς. Και για αυτό τελικά το ερώτημα που πλανάται πάνω από τα γραφεία και τα λάπτοπ των συντακτών, δεν είναι το αν θα παραιτηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός, αλλά το πότε θα παραιτηθεί, με τις περισσότερες γνώμες να συγκλίνουν για το δύσκολο διάστημα της ΔΕΘ, της οποίας οι συνεντεύξεις τύπου θα είναι πραγματική κόλαση, αλλά και ναρκοπέδιο για τον ημιμαθή κυβερνητικό εκπρόσωπο (αν μέχρι τότε παραμείνει στη θέση του).
Αντίστοιχα, σε ένα ματς μεταξύ Εορδαϊκού – Ρεάλ Μαδρίτης, το ερώτημα δε θα ήταν ποιος θα νικήσει, αλλά πότε οι Ισπανοί θα βάλουν το πρώτο γκολ.