Του Μενέλαου Γκίβαλου
Τα φαινόμενα της διαφθοράς, της διαπλοκής, του μαύρου πολιτικού χρήματος, τα οποία έχουν ως πολιτικούς εκφραστές και αποδέκτες «επίλεκτα» πρόσωπα που διαχειρίστηκαν την εξουσία εκ μέρους του παραδοσιακού δικομματισμού, καταλαμβάνουν εδώ και πολλά χρόνια ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής «ατζέντας».
Γεγονός απολύτως φυσιολογικό, καθόσον τα φαινόμενα της διαφθοράς και της άνομης συναλλαγής δεν εξαντλούνται στο επίπεδο των προσώπων, που φέρουν, ασφαλώς, τις δικές τους ευθύνες. Κι αυτό γιατί οι σχέσεις διαπλοκής και τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς αποτελούν πλέον οργανικό, δομικό στοιχείο αναπαραγωγής των συστημικών συμφερόντων. Το «όλον» σύστημα της διαπλοκής εδώ και χρόνια εντάχθηκε στο πλέγμα των οικονομικών – επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και αποτελεί πλέον μηχανισμό αναπαραγωγής του.
Η πρόσφατη «περίπτωση» του Γιάννου Παπαντωνίου έρχεται να μας επισημάνει ότι η διαπλοκή αναδύθηκε και κυριάρχησε την εποχή του «σημιτικού εκσυγχρονισμού». Αφού τα συμφέροντα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην επικράτηση του Κώστα Σημίτη, απαίτησαν και έλαβαν προθύμως το οικονομικό και κυρίως το πολιτικό τους μερίδιο, επηρεάζοντας ή και καθορίζοντας κρίσιμες επιλογές των τότε κυβερνήσεων. Έκτοτε, το σύστημα της διαπλοκής επικράτησε πλήρως. «Παραμέρισε» χωρίς δυσκολίες τον Κώστα Καραμανλή, όταν εκείνος τόλμησε να θέσει κάποιους φραγμούς στους περίφημους «νταβατζήδες». Και το ίδιο «σύστημα» γνώρισε το «κολοφώνα» της δόξας του κατά την εποχή των μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης «επέλασης», όπου ομοθυμαδόν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και οι ολιγάρχες της διαπλοκής «ώλεσαν και δήωσαν»…
Πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο του κυκλώματος της διαπλοκής και της διακίνησης του μαύρου πολιτικού χρήματος είναι η υψηλή «τεχνογνωσία», η επιστημονικής ακρίβειας χρήση ενός δαιδαλώδους δικτύου, απρόσβλητου σχεδόν από κάθε έλεγχο, που καθιστούσε το μαύρο χρήμα «αόρατο». Το δεύτερο στοιχείο «θωράκισης» της διαπλοκής ήταν το καθεστώς της ατιμωρησίας, με θεσμική, μάλιστα, μορφή, αυτή της Δικαιοσύνης, όπου το σύστημα διέθετε προσβάσεις. Η απροθυμία, οι σκόπιμες καθυστερήσεις, ο ελλιπής έλεγχος αποτελούσαν συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, που οδηγούσαν είτε στην παραγραφή των υποθέσεων είτε στην αθώωση των ενόχων. Όλες σχεδόν οι σημαντικές αποκαλύψεις σκανδάλων, άλλωστε, προήλθαν από το εξωτερικό: τις ΗΠΑ, την Ελβετία, τη Γερμανία. Ακόμα και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ προσέφερε τη λίστα των φοροφυγάδων, την οποία θεώρησε παράνομη ο Ευάγγελος Βενιζέλος και την έκρυψε στα συρτάρια…
Όλη αυτή η καθεστωτική «ασπίδα» διασφάλιζε την εσαεί ατιμωρησία των ενόχων και ταυτόχρονα καλλιέργησε την επιθετική και καταγγελτική τους στάση απέναντι σε όσους τολμούσαν να ερευνήσουν τις «υποθέσεις» τους. Ο Γιάννος Παπαντωνίου χαρακτήρισε περίπου άσχετους τους ανακριτές (που δεν διαθέτουν τη δική του «τεχνογνωσία»), ενώ οι αήθεις εκφράσεις, οι ύβρεις, οι ανοιχτές απειλές κατά των μαρτύρων και των δικαστικών λειτουργών αποτελούν το σύνηθες «οπλοστάσιο» όσων -με στοιχεία- ενέχονται ή θεωρούνται ύποπτοι για σκάνδαλα και υποθέσεις διαφθοράς.
Το καθεστώς της διαπλοκής θεωρεί τον εαυτό του διαχρονική εξουσία, η οποία διεκόπη προσωρινά από μια «παρένθεση», γι’ αυτό και επιδιώκει τη Μεγάλη Παλινόρθωση, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Η Λερναία Υδρα της διαπλοκής πρέπει να «καεί» στη ρίζα της. Αυτή θα είναι και η μεγαλύτερη προσφορά στη δημοκρατία, στη χώρα, στον ελληνικό λαό.
Πηγή: Νέα Σελίδα