Του Μάνου Στεφανίδη
ή, “Μη, παρακαλώ σας μη, λησμονάτε τη χώρα μου!”
Ε, εσείς οι πολιτικοί! Λησμονήστε, παρακαλώ, αμέσως τους ποιητές και αφήστε τη ποίηση ήσυχη. Δεν μπορεί να σας βοηθήσει σε τίποτε και άρα δεν ωφελεί καθόλου να την ευτελίζετε. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν αποκτήσατε ουσιαστική σχέση με τον πολιτισμό και με την αισθητική αλλά τσαλαβουτάτε άτσαλα σε αυτές τις έννοιες όποτε βρίσκεστε σε ηθική αδυναμία. Επιτέλους, μάθετε τη δουλειά σας σωστά και μιμηθήτε τον Ομπάμα. Ο οποίος ξέρει να βαριέται με στωικήν αξιοπρέπεια. Μάθετε, με άλλα λόγια, τους ρόλους σας! Κάποτε,θυμάμαι, για την αριστερά η αισθητική ταυτιζόταν με την ηθική. Κάποτε και η αισθητική παράμετρος λειτουργούσε ως πρόταγμα της όποιας πολιτικής επιλογής, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο.
Η κυβερνώσα αριστερά σήμερα, απαράσκευη για τα μεγάλα και εντελώς απροετοίμαστη έως και αιφνιδιασμένη για τα μικρά, αποδεικνύει πως ούτε αισθητική διαθέτει ούτε την ηθική υπολήπτεται. Η επίσκεψη του στυλίστα προέδρου Ομπάμα στο μικρό βαλκανικό κράτος μας αποκάλυψε περίτρανα την γύμνια, τόσο σε αισθητικό όσο και σε ηθικό επίπεδο, της πολιτικής και της πολιτειακής μας ηγεσίας. Εδώ όμως δεν θα μιλήσω για τον πρωθυπουργό όποιος όπως ήταν απόλυτα φυσικό επειδή βρίσκεται λίγο προ της εξόδου, παρουσιάστηκε αμήχανος, δύσθυμος,δυσλεκτικός, με βλαχομπαρόκ προφορά (;) και εμφανώς κακόκεφος.
Θα μιλήσω όμως για τον πρόεδρο της ελληνικής Δημοκρατίας. Ο οποίος και εμπειρία διαθέτει και το πρωτόκολλο γνωρίζει και βέβαια δεν έχει να φοβηθεί τίποτε αφού θα ζεσταίνει τον θώκο της Ηρώδου Αττικού για αρκετά ακόμα χρόνια. Έχασε όμως μοναδική ευκαιρία να εκπροσωπήσει τη χώρα με τρόπο διαφορετικό από τη ψευτοαριστερή ευσυγκινησία ή την κλαψομανιακή πεπατημένη. Ο πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας, παλιός, στενός συνεργάτης του Κωσταντίνου Καραμανλή, βασικός υπουργός στις ολέθριες διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, δεξιός πατεντάτος με συχνές θρησκευτικό – πατριδο- συγκινησιακές εξάρσεις δια εσωτερικήν, φεύ, κατανάλωση, εξελέγη μέσα από μια μικροπολιτική συγκυρία – η άλλη επιλογή του Τσίπρα ήταν ο … Αβραμόπουλος – αλλά και από ένα καπρίτσιο της τύχης, με τις ψήφους της αριστερό ακροδεξιάς κυβέρνησης των Συριζανέλ.. Όντας ο ίδιος πειθήνιος και σχεδόν παθητικός προς όποια μορφή ανώτερης εξουσίας ως προς αυτόν, έχει προσαρμόσει πλήρως το προσωπικό του ύφος στην ηθική και την αξιοθρήνητη αισθητική της τρέχουσας εξουσίας.
Έτσι, προσφωνώντας τον πρόεδρο Ομπάμα ο πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας ακολούθησε την παραδοσιακή κλαψομανία της αριστεράς αναφερόμενος εντελώς αστόχως στον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη “Μη παρακαλώ σας μη, λησμονάτε την χώρα μου” και κατ’ουσίαν διαστρέφοντας το νόημα του ποιητή. Ο Ελύτης στο ´Αξιον Εστί αναφέρεται στους προγονικούς Θεούς, στα Τοτέμ και τα ιερά της πατρίδας και από αυτά ζητάει προστασία εξορκίζοντας τη λήθη κι όχι βέβαια από έναν υπερατλαντικό σύμμαχο ο οποίος, κατά τα δικά του συμφέροντα, πολιτεύεται- συνήθως αρνητικά και απαξιωτικά- προς την μικρή μας χώρα η οποία έχει την κακοτυχία να συνορεύει με την υπερφίαλη και επεκτατική Τουρκία. Έστω και ως μεταφορά ή συμπαραδήλωση η χρήση της συγκεκριμένης αποστροφής του νομπελίστα ποιητή μας ήταν και ατυχής αισθητικά και μειωτική ηθικά. Για παράδειγμα ο Μίκης Θεοδωράκης στο πασίγνωστο λαϊκό του ορατόριο αναγιγνώσκει σωστά τον Ελύτη επενδύοντας τον συγκεκριμένο στίχο με μια βαθύτατα επικολυρική μουσική η οποία αναπτερώνει τον ακροατή. Μουσική δυναμισμού και ανάτασης και όχι βέβαια μιζέριας η κλάψας. Μουσική ενέργεια κι όχι μοιρολόι.
Συμπέρασμα πρώτον: Ας μην χρησιμοποιούν οι πολιτικοί την τέχνη και ιδιαίτερα την λεπταίσθητη έκφραση της ποίησης για τις δικές τους μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Συμπέρασμα δεύτερον: Όταν χρησιμοποιούν στίχους, να τους διαβάζουν σωστά χωρίς να διαστρεβλώνουν το νόημά τους. Χωρίς να διαστρέφουν το βαθύτερο τους περιεχόμενο. Με λίγα λόγια χωρίς να τους ευτελίζουν όπως συνέβη κατά την συγκεκριμένη περίσταση. Κανείς δεν έχει εξουσιοδοτήσει κανέναν από όλους αυτούς να ευτελίζει το όνομα της χώρας και τις τέχνες της στην οποιαδήποτε πλανητική υπερδύναμη. Ιδιαίτερα όταν ευθύνονται αυτοί οι ίδιοι οι πολιτικοί μας και μάλιστα σε συντριπτικό βαθμό για τα δεινά τα οποία σήμερα υφίσταται η χώρα. Η εθνική μας μιζέρια ας παραμείνει στενά εσωτερική μας υπόθεση και ας μην διαφημίζεται και στο εξωτερικό προς άγρα θλιβερών εντυπώσεων. Μία είναι η πικρή διαπίστωση: Κανείς δεν σε εκτιμά αληθινά, όταν σε αντιληφθεί γονατισμένο και δουλόφρονα. Ούτε βέβαια ταιριάζει μια τέτοια εικόνα και στάση στην αξιοπρέπεια και την ιστορία της χώρας μας.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο η καθημαγμένη και κυνηγημένη αριστερά, η αριστερά της ήττας που παρήγαγε την περιώνυμη ποίηση της ήττας, ήταν βολικό αλλά και μοιραίο να κάνει την ήττα και την μιζέρια συνώνυμα της αισθητικής της. Μέσα από αυτήν την αισθητική πορεύτηκε επί δεκαετίες συγκινώντας και κυρίως αυτοσυγκινούμενη με τα ” πάθη του δυστυχισμένου λαού της”. Μια τέτοια στάση, αν και ανιστόρητη, βόλευε απόλυτα από πλευράς πολιτικής αλλά και ηθικής γιατί απάλλασσε την πληγωμένη αριστερά από την ενοχλητική αυτοκριτική.Μόνο τα πάθη μας και όχι τα λάθη μας. Λάθη και ιδεοληπτικές εμμονές που ταλανίζουν ακόμα τον τόπο.
Για να φτάσουμε στην σημερινή εντελώς αναιτιολόγητη και ιστορικά ανεπίτρεπτη αυτοθυματοποίηση η οποία πλέον καλύπτει όλο το φάσμα του πολιτικού μας τόξου. Η μιζέρια και η αυτοθυματοποίηση ως εθνική αισθητική. Έχουμε, λοιπόν, συνηθίσει να βλέπουμε τους πολιτικούς ηγέτες να επαιτούν, στην κυριολεξία, για την τελευταία δόση ή να διεκτραγωδούν τα δεινά και τα πάθη της χώρας μας στα διεθνή φόρα μήπως και επιτύχουν έτσι ελάφρυνση του χρέους. Εξασφαλίζοντας με τα δάκρυα του ζητιάνου την ελεημοσύνη των ξένων. Κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο προσβλητικό σε ηθικό – πατριωτικό επίπεδο, είναι ταυτοχρόνως βλακώδες και απολύτως αναποτελεσματικό. Η χώρα έχει μια ιστορία και ανάλογη παράδοση την οποία οφείλει να υπερασπιστεί και να την ακολουθήσει η πολιτική μας ηγεσία ώστε να βγει από την παρούσα, ιστορική στενωπό. Όχι με κλάματα, μιζέριες και εκκλήσεις για ελεημοσύνη αλλά με εθνική ομοψυχία και με βούληση για ουσιαστικές ανατροπές και μεταρρυθμίσεις. Και, βέβαια, ως μεταρρυθμίσεις δεν νοούνται το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας ούτε η επισώρρευση φόρων πάνω σε φόρους κι άλλους φόρους των φόρων.
Φοβάμαι ότι μόνες, επαναστατικές πράξεις που κατάφερε όλους αυτούς τους μήνες της διακυβέρνησης των Συριζανέλ ο Αλέξης Τσίπρας. Πρώτον να βγάλει τη γραβάτα και να φορέσει μαντηλάκι και δεύτερον να πείσει τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον εξοχότατο πρόεδρο της ελληνικής Δημοκρατίας, να μιλάει με τον ευσυγκίνητο και συναισθηματικό τρόπο του Λεωνίδα Κύρκου. Με άλλα λόγια η πολιτική και η πολιτειακή μας ηγεσία αισθάνεται ασφαλής μόνο όταν παίρνει τρομακτικές αποστάσεις από αυτό που όλοι εμείς οι υπόλοιποι ονομάζουμε “πραγματικότητα”.
Ο Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ