Μητσοτάκης, Τσίπρας και κορωνοϊός: τα του Καίσαρος τω Καίσαρι: Μια -εν θερμώ- αποτίμηση ρόλων, συμπεριφορών και επιδόσεων

Του Γ. Λακόπουλου

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: η δημόσια κριτική την ώρα μιας κρίσιμης μάχης  δεν είναι απαγορευτική, ούτε φυσικά τη δυσχεραίνει. Αντίθετα επιβάλλεται.

Αρκεί να γίνεται με ήπιο ύφος και διάθεση συμβολής στο αποτέλεσμα. “Καμιά κυβέρνηση δεν είναι ασφαλής , αν δεν υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση” έλεγε ο Ντισραέλι.

Στη διάρκεια μιας κρίσης ανά πάσα στιγμή όσοι έχουν την ευθύνη του χειρισμού υης αξιολογούνται και αναλόγως δέχονται τον έπαινο -όχι ασφαλώς για τα αυτονόητα- τις υποδείξεις και την κριτική.

 Όσοι προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από το σόφισμα «η κριτική είναι μικροψυχία» κάτι έχουν να κρύψουν.

Από αυτή την άποψη, αν θεωρήσουμε ότι οι δυο κεντρικοί πυλώνες  του πολιτικού συστήματος είναι η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση ,  ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κρίνονται από την ώρα που ξέσπασε η κρίση.

Από την κυβέρνηση άρξασθαι: Ο Μητσοτάκης διέψευσε την εικόνα του πολιτικού που δεν μπορεί να χειριστεί κρίσεις. Σε γενικές γραμμές η επίδοσή του είναι θετική.  

Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του είναι σωστά.  Έχουν άλλωστε πανευρωπαϊκό χαρακτήρα και την επικύρωση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας.

Άφησε επίσης στην άκρη το εριστικό ύφος κατά της αντιπολίτευσης και προσπάθησε να μιλήσει ανθρώπινα.

 Αλλά όταν θα τελειώσει η κρίση δεν θα μπορέσει να αποφύγει την αξίωση να δώσει εξηγήσεις γιατί καθυστέρησε να δράσει σε πολλές περιπτώσεις. 

Π.χ. το έγκαιρο σφράγισμα των συνόρων με την Ιταλία και το κλείσιμο των εκκλησιών που απέφυγε για ένα κρίσιμο διάστημα. Όπως και για τις  υπερβολές περί «πολέμου» και τα συνεχή διαγγέλματα με τις αυτό-αναφορές.

Άφησε ανεξέλεγκτους τους συνήθεις ύποπτους του κόμματός του και  ασύδοτους όσους προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν μέσα στη κρίση,  αξιοποιώντας τις κρατικές δυσλειτουργίες.

Δεν μετέφερε μέρος του βάρους στον ιδιωτικό τομέα της Υγείας και δίνει υποσχέσεις οικονομικής συνδρομής που δεν θα μπορεί να τηρήσει – αλλά εν τω μεταξύ θα έχει διογκώσει τις αξιώσεις.

Σε βάρος της κυβέρνησής του είναι ότι δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ποια κατάσταση θα έχει να διαχειριστεί στην οικονομία μετά την κρίση -ώστε να δώσει βάρος στον περιορισμό του πανικού που την δυσχεραίνει περισσότερο.

Θα ήταν άδικο όμως για τον  Πρωθυπουργό να μην του πιστωθεί ότι προσωπικά στάθηκε στο ύψος του ως επικεφαλής της χώρας και παίρνει καλό βαθμό.

Κατά τα λοιπά οι κολακείες που του απευθύνουν οι συνήθεις γελωτοποιοί του βασιλέως μάλλον τον βλάπτουν.

Αν πάμε στη αξιωματική αντιπολίτευση η εικόνα προκαλεί έκπληξη. Ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε να παραιτείται από τα δικαιώματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και παίζει το ρόλο του «δευτέρου» στην κρίση- από πολιτική άποψη. Εμφανίζεται χωρίς καμιά ηγετικότητα.

Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η αντιπολίτευση δεν αφοπλίζεται ούτε εν καιρώ πολέμου. Παίζει συστηματικά τον ρόλο της  με κριτική, έλεγχο και συμπληρωματικές προτάσεις. Πάντως δεν συμπράττει με την κυβέρνηση, της οποίας η εντολή που έλαβε συμπεριλαμβάνει και το χειρισμό κρίσεων.  Όπως τις συμπεριλαμβάνει και η εντολή προς την αντιπολίτευση.

Ο Τσίπρας κατέβασε τους τόνους – αν τους είχε ανεβάσει ποτέ- αλλά ταυτόχρονα κατέβασε και το είδος της αντιπολίτευσης που ασκεί.

 Έτσι δεν τον είδαμε να παίρνει πρωτοβουλίες σε κρίσιμα ζητήματα -όπως είναι το κλείσιμο των συνόρων και των εκκλησιών.

Ζήτησε ο ίδιος να μιλήσει με τον Πρωθυπουργό αντί να αξιώσει το αντίθετο και δείχνει διάθεση “να βάλει πλάτη”.

Την ίδια στιγμή όμως τα στελέχη του πλειοδοτούν -αν δεν συναγωνίζονται την κυβέρνηση- σε αναφορές για οικονομικές ενισχύσεις που δεν θα μπορεί να καλύψει ο προϋπολογισμός  -ούτε η έξωθεν συνδρομή. Ειδικά αν το κόστος της κρίσης μεγαλώσει υπέρμετρα.

Και οι δυο πολιτικοί αρχηγοί πάντως δεν είπαν όλη την αλήθεια για τον ιό και την κατανομή των κινδύνων του στον πληθυσμό -με αποτέλεσμα να αισθάνονται μελλοθάνατοι και όσοι δεν κινδυνεύουν.

Συνολικά όμως το πολιτικό σύστημα -συνυπολογίζοντας την Γεννηματά και το ΚΚΕ- στάθηκε με σχετική επάρκεια απέναντι το πρόβλημα. Παρά την εμφανή έλλειψη προετοιμασίας του και τα κενά στην έγκαιρη  κατανόηση του προβλήματος.  

Από εκεί και πέρα ο Βαρουφάκης έμεινε στην κόσμο του και ο Βελόπουλος στη φτήνια του περιθωρίου του.