1348 – Ο «μαύρος θάνατος» με τα μάτια του Χένρι Νάιτον

Η πανώλη που χτύπησε Ευρώπη και Ασία μείωσε τον παγκόσμιο πληθυσμό από 450 εκ. σε 350. Οι πληγές που άνοιξε επουλώθηκαν πολλά χρόνια αργότερα. Ο Χένρι Νάιτον θεωρείται ο… Θουκυδίδης της Αγγλίας. Στο τετράτομο «Χρονικό» δίνει μοναδικές πληροφορίες για την κατάσταση της χώρας. Αν και θεολόγος κρατά αποστάσεις από τις δεισιδαιμονίες των ανθρώπων της εποχής του που όπως και η αισχροκέρδεια υπήρχαν και τότε με άλλες μορφές.

Η περιγραφή της πανώλης στην Αγγλία είναι μοναδική. Απλά και παραστατικά περιγράφει όχι μόνο τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και τις τεταμένες σχέσεις με τους Σκώτους

«Εκείνη τη χρονιά έπεσε γενικό θανατικό στους ανθρώπους όλου του κόσμου. Άρχισε πρώτα από την Ινδία, ύστερα εμφανίστηκε στην Ταρσό, ύστερα μεταξύ των Σαρακηνών και στο τέλος στους χριστιανούς και στους Εβραίους, έτσι ώστε σε διάστημα ενός χρόνου, δηλαδή από το ένα Πάσχα μέχρι το άλλο, πέθαναν εκτός από τους Χριστιανούς, 8.000 λεγεώνες ανθρώπων σ’ εκείνες τις μακρινές περιοχές, τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι φήμες στην Αυλή της Ρώμης. Ο βασιλιάς της Ταρσού, βλέποντας ένα τέτοιο ξαφνικό κι ανήκουστο θανατικό να χτυπάει το λαό του, ξεκίνησε μ΄ ένα μεγάλο πλήθος ευγενών να βρει τον πάπα στην Αβινιόν και να βαφτιστεί χριστιανός, γιατί πίστευε ότι η εκδίκηση του Θεού είχε πλήξει το λαό του επειδή ήταν αμαρτωλός και άπιστος. Όμως αφού ταξίδεψε είκοσι μέρες, άκουσε στο δρόμο ότι ο λοιμός είχε εισβάλει και στις τάξεις των χριστιανών όπως και σε άλλα έθνη, κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του. Αλλά οι χριστιανοί που ακολουθούσαν τους ανθρώπους από την Ταρσό, τους επιτέθηκαν πισώπλατα και σκότωσαν 2.000 από αυτούς.

Η φρικτή επιδημία μπήκε στις ακτές μας από το Σαουθάμπτον, έφθασε στο Μπρίστολ κι εκεί χάθηκε σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης σαν να είχε χτυπηθεί από αιφνίδιο θάνατο. Λίγοι έμειναν στα κρεβάτια τους πάνω από δύο τρεις μέρες ή ακόμα και μισή μέρα. Ύστερα το φρικτό θανατικό άρχισε να μεταδίδεται παντού, ακολουθώντας την πορεία του ήλιου. Κι έτσι στο Λέστερ, στη μικρή ενορία του Αγίου Λεονάρδου, πέθαναν πάνω από 380 άτομα, στην ενορία του Τίμιου Σταυρού 400, στην ενορία της Αγίας Μαργαρίτας του Λέστερ 700 κι ένα μεγάλο πλήθος σε κάθε ενορία. Τότε ο επίσκοπος του Λονδίνου έστειλε μήνυμα σε όλη του την περιφέρεια δίνοντας γενική δικαιοδοσία σε κάθε ιερέα, κανονικό ή λαϊκό, να ακούει εξομολογήσεις και να δίνει άφεση σε όλους, με πλήρη επισκοπική εξουσιοδότηση, εκτός από τις περιπτώσεις χρέους. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν ο οφειλέτης ήταν ζωντανός και είχε τη δυνατότητα, ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει το χρέος του, αν όμως είχε πεθάνει αναλάμβαναν την υποχρέωση οι κληρονόμοι του. Επίσης ο πάπας έδωσε πλήρη συγχώρηση όλων των αμαρτιών σε όποιον έπαιρνε άφεση όντας ετοιμοθάνατος, και όριζε ότι αυτή η δικαιοδοσία θα διαρκούσε μέχρι το επόμενο Πάσχα, κι ότι ο καθένας μπορούσε να επιλέγει όποιον εξομολόγο ήθελε.

Την ίδια χρονιά είχε πέσει παντού στο βασίλειο  μεγάλη πανούκλα στα πρόβατα, έτσι ώστε σε κάποιο μέρος, σε έναν και μόνο βοσκότοπο, ψόφησαν πάνω από 5.000 πρόβατα. Και σάπισαν τόσο που δεν τα άγγιζε ούτε πουλί, ούτε αγρίμι. Ο φόβος του θανάτου είχε ρίξει όλες τις τιμές μιας και πολύ λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πια για πλούτη ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία. Με μισό μάρκο [6 σελίνια και 8 πένες] μπορούσε κανείς ν΄ αποκτήσει ένα άλογο που άξιζε 40 σελίνια, με 4 σελίνια ένα παχύ βόδι, με 12 πένες μια αγελάδα, με 6 πένες μια δαμάλα, με 4 πένες ένα παχύ κριάρι, με 3 πένες ένα πρόβατο, με 2 πένες ένα αρνάκι, με 5 πένες ένα μεγάλο γουρούνι. Οι 24 λίβρες μαλλί στοίχιζαν 9 πένες. Πρόβατα και γελάδια κυκλοφορούσαν ελεύθερα στα λιβάδια και σπαρμένα χωράφια και δεν υπήρχε κανένας να τα διώξει ή να τα πάει για βοσκή. Σε όλες τις περιοχές ψοφούσε ανυπολόγιστος αριθμός ζώων  από έλλειψη φροντίδας, μέσα σε χαντάκια και περιφραγμένους χώρους, και κανένας δεν ήξερε τι να κάνει. Γιατί δεν υπήρχε μνήμη ενός τόσο σκληρού κι αδυσώπητου θανατικού από τον καιρό του Βόρτιγκερν, βασιλιά των αρχαίων Βρετανών, που στις μέρες του, όπως μαρτυρά ο Βέδας, οι ζωντανοί δεν έφθαναν να θάψουν τους πεθαμένους.

Το επόμενο φθινόπωρο δεν μπορούσες να βρεις εργάτη για το μάζεμα της σοδειάς με ημερομίσθιο λιγότερο από 8 πένες, μαζί με τα γεύματά του, θεριστή με λιγότερο από 10 πένες, με τα γεύματα. Γι’ αυτό πολλές σοδειές καταστράφηκαν στα χωράφια από έλλειψη εργατών. Όμως τη χρονιά του λοιμού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπήρχε τόσο μεγάλη αφθονία προϊόντων, ώστε σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτά.

  Οι Σκώτοι, ακούγοντας για την τρομερή επιδημία που μάστιζε τους Άγγλους, υποψιάστηκαν ότι οφειλόταν στην εκδίκηση του Θεού και, σύμφωνα με πολλές διηγήσεις, συνήθιζαν να βλασφημούν: «μα το βρομερό θάνατο της Αγγλίας». Πιστεύοντας ότι οι Άγγλοι είχαν χτυπηθεί από την οργή του Θεού, συγκεντρώθηκαν στο δάσος του Σέλκερκ με πρόθεση να εισβάλουν στο βασίλειο, όμως το άγριο θανατικό τους χτύπησε κι αυτούς και σε σύντομο διάστημα χάθηκαν περίπου 5.000. Ενώ οι υπόλοιποι, οι γέροι κι οι άρρωστοι, ετοιμάζονταν να γυρίσουν στη χώρα τους, τους κυνήγησαν και τους επιτέθηκαν οι Άγγλοι που έσφαξαν αμέτρητους.

Ο άρχοντας Τόμας του Μπράντουαρντιν χρίστηκε από τον πάπα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι και, γυρίζοντας στην Αγγλία, πήγε στο Λονδίνο, όμως μέσα σε δύο μέρες πέθανε…

Ομαδικός τάφος θυμάτων του «μαύρου θανάτου».

Στο μεταξύ ο βασιλιάς έστειλε μια διακήρυξη σε όλες τις κομητείες ότι οι θεριστές κι οι άλλοι εργάτες δεν έπρεπε να παίρνουν περισσότερα απ’ όσα συνηθιζόταν να παίρνουν, αλλιώς θα τιμωρούνταν όπως όριζε ο νόμος. Όμως οι εργάτες ήταν τόσο αγέρωχοι και πεισματάρηδες ώστε δεν συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του βασιλιά, αν κάποιος ήθελε να τους χρησιμοποιήσει ήταν αναγκασμένος να τους δίνει ό,τι ζητούσαν. ΄Η θα έχανε τους καρπούς και τη σοδειά του ή θα ικανοποιούσε τις υπεροπτικές και παράλογες απαιτήσεις των εργατών. Κι όταν έγινε γνωστό στο βασιλιά ότι δεν τηρούσαν τη διαταγή του κι ότι ο κόσμος εξακολουθούσε να δίνει μεγαλύτερες αμοιβές στους εργάτες όρισε βαριά πρόστιμα για τους αβάδες, τους ηγουμένους, τους ιππότες, τους σημαντικούς και τους ασήμαντους, και τους άλλους μεγάλους και μικρούς ανθρώπους της επικράτειας. Άλλοι πλήρωναν 100 σελίνια, άλλοι 40 και μερικοί 20, ανάλογα με τις δυνατότητές του ο καθένας. Κι ύστερα ο βασιλιάς έστειλε να συλλάβουν πολλούς εργάτες και τους έστειλε στη φυλακή. Πολλοί κρύφτηκαν στα δάση και στις ερημιές. Κι όσοι συλλαμβάνονταν  πλήρωναν βαρύ πρόστιμο. Οι αρχηγοί τους εξαναγκάζονταν να ορκίζονται ότι δεν θα έπαιρναν ημερομίσθια μεγαλύτερα απ’ όσα όριζε το αρχαίο έθιμο και τότε έβγαιναν από τη φυλακή. Και το ίδιο γινόταν και με τους άλλους τεχνίτες στις συνοικίες και τα χωριά… Μετά την προαναφερθείσα επιδημία πολλά κτίρια, μεγάλα και μικρά, άρχισαν να ερειπώνονται σε κάθε πόλη, γειτονιά και χωριό, από την έλλειψη κατοίκων, επίσης πολλά χωριά και χωριουδάκια  ερήμωσαν, δεν απέμεινε ούτε ένα σπίτι σ’ αυτά, καθώς είχαν πεθάνει όλοι όσοι ζούσαν εκεί. Και ήταν πιθανό πολλά τέτοια χωριά να μην ξανακατοικούνταν ποτέ.

*Αυτή την ιστορία και πολλές άλλες μπορείτε να τη βρείτε στο δίτομο έργο του Τζον Κάρει «Τα μεγάλα ρεπορτάζ», εκδόσεις Νάρκισος (β’ έκδοση, 2004) σε μετάφραση Αγγέλας Βερυκοκάκη.

ΑΠΟ ΤΟ PASATEMPO.COM

1348 – Ο «μαύρος θάνατος» με τα μάτια του Χένρι Νάιτον