Η κυβερνητική παραπλάνηση με τη Χάγη και τι κρύβει

Του Γ. Λακόπουλου

 Η μόνη διακριτή τοποθέτηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η προσφυγή στο Διεθνή Δικαστήριο της Χάγης, για την οριοθέτησή της υφαλοκρηπίδας και των «θαλάσσιων ζωνών», όπως λέει.

 Ένα πλήθος υποστηρικτών του, από σύμβουλους του και δημοσιογράφους μέχρι την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Βαγγέλη Βενιζέλο, σπεύδουν να αναδείξουν αυτή την πολιτική.

Θα είχε αξία αν δεν ήταν ελλιπής και διατυπωμένη με τρόπο που την καθιστά  παραπλανητική.

Αυτή καθ’ εαυτή η προσφυγή είναι ανέφικτη, αν δεν συνδυάζεται με πολιτικές αποφάσεις που μόνο το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών μπορεί να πάρει-  ή το εκλογικό σώμα.

Χωρίς αυτά η κυβέρνηση προτάσσει ένα σχεδιασμό που δεν μπορεί να υλοποιηθεί για συγκεκριμένους λόγους.

 Αν υποτεθεί ότι η Τουρκία θα υπογράψει το συνυποσχετικό -όπως εν μέρει δείχνει διαθέσιμη, αν η Ελλάδα αποδεχθεί κάποια από τα πρόσθετα θέματα που θα θέσει από την πλευρά της- η προσφυγή σκοντάφτει σε ένα μείζον ζήτημα:

Αν γίνει χωρίς η Ελλάδα να επεκτείνει ταυτόχρονα τα χωρικά της ύδατα- ή αλλιώς την αιγιαλίτιδα ζώνη- από τα έξι μίλια που είναι σήμερα στα δώδεκα που δικαιούται, θα είναι σαν να δέχεται ότι θα παραμείνουν οριστικά ως έχουν.

 Άρα απεμπολεί το δικαίωμά της για επέκταση στα 12 μίλια. Ποια κυβέρνηση θα το αποτολμήσει;

Αν από την άλλη η κυβέρνηση ταυτόχρονα με την προσφυγή ανακοινώσει – όπως οφείλει κατ’ ουσίαν- την επέκταση στα 12 μίλια, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με το casus belli της Τουρκίας, που παραμένει σε ισχύ από την πλευρά της.

Ποιος Έλληνας Πρωθυπουργός θα πάρει την ευθύνη για μια τέτοια εξέλιξη;

Από αυτό συνάγεται ότι η κυβέρνηση αναφέρει τη Χάγη ως προπέτασμα καπνού για άλλες επιλογές- που έχει υπόψη της, προς υλοποίησή της συμβιβαστικής διάθεσής της απέναντι στη γειτονική χώρα.

Αυτή η διάθεση αποτυπώνεται συχνά στις τοποθετήσεις παραγόντων που κινούνται στο χώρο της και ερμηνεύεται ως αποδοχή της συνδιαχείρισης του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο.

Αυτό όμως είναι απόφαση για τη λήψη της οποίας η κυβέρνηση δεν έχει λαϊκή εντολή.

Για τους πολιτικούς παρατηρητές ο χρησμός της Ντόρας Μπακογιάννη « να δώσουμε την υφαλοκρηπίδα το Καστελόριζο για να τη διασώσουμε στη Λέρο και στη Ρόδο» υποκρύπτει πολιτική βούληση για διαπραγμάτευση που αγγίζει κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Προφανώς  με παρότρυνση και κάλυψη από εταίρους και συμμάχους.

Αυτό με τη σειρά του ανασύρει την πολύ καθαρή επισήμανσή που έκανε προ μηνών από τη Θεσσαλονίκη ο πρώην Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής: είναι αδιανόητη η σκέψη «να τα βρούμε με τους Τούρκους» καθ’ υπόδειξη τρίτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η δήλωση που έκανε πρόσφατα από τη Θράκη ο απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος:

– «Καθιστούμε επίσης σαφές προς την Τουρκία -αλλά και προς κάθε άλλη κατεύθυνση- ότι η Εθνική μας Κυριαρχία, υφ’ όλες τις εκφάνσεις της, είναι κατά πάντα αδιαπραγμάτευτη, και μάλιστα ενώπιον οιουδήποτε Forum».

Οι διατυπώσεις που χρησιμοποίησε-  κινούμενος ίσως στα όρια του ρόλου του, αφού ως αρχηγός του κράτους δεσμεύει τη χώρα- είναι σαφείς και όποιος θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει..:

Σε κάθε περίπτωση η κυβερνητική αναφορά στη Χάγη είναι προπέτασμα, αν δεν συνοδεύεται από δυο προϋποθέσεις:

Πρώτα την πάγια ελληνική θέση: «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε και δεν διαπραγματεύεται τίποτε, αποδεχομένη ως μόνη διαφορά με την Τουρκία την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη».

Χωρίς πανηγυρισμούς για τις ύποπτες δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη Τζ. Πάιατ ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, όταν από άλλες δηλώσεις του προκύπτει ότι εννοεί τα… κατοικημένα νησιά.

Δεύτερον, την προσφυγή στις κάλπες για ενδεχομένη τροποποίηση αυτής της πολιτικής, ή έστω την απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας, αν όχι τη ομοφωνία της Βουλής.