Του Γ. Λακόπουλου
Είναι πολιτική η αριθμητική; Ή μάλλον: η πολιτική βασίζεται στην αριθμητική; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Άλλωστε δεν υπάρχει πολιτικός που να μην έχει ενστερνιστεί τη φράση του Γεωργίου Παπανδρέου κατά την οποία οι αριθμοί μπορούν να ευημερούν αλλά οι άνθρωποι να πάσχουν.
Ο πρόλογος είναι χρήσιμος για να εξηγήσουμε ένα είδος μπακάλικων λογαριασμών που κάνει τελευταία η απελθούσα κυβέρνηση για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: εντάξει και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε μνημόνιο, αλλά είναι καλύτερο, ελαφρύτερο και …φτηνότερο από τα δύο προηγούμενα.
Για να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς τους βάζουν κάτω τους αριθμούς. Έχουμε και λέμε. Στο πρώτο Μνημόνιο έναντι δάνειου 110 δις ευρώ υπήρχαν μέτρα 38 δις. Στο δεύτερο μας έδωσαν 140 δις δάνειο, αλλά επιβλήθηκαν 25 δις μέτρα. Τώρα για 85 δις δανεικά τα μέτρα είναι μόλις 12 δις. Όπερ έδει δείξαι. Άρα ποιο είναι το καλύτερο μνημόνιο;
Πρόκειται για μέθοδο μεταξύ αλχημείας και σοφίσματος. Γιατί τα μέτρα και τα δάνεια δεν αποτελούν αυτόνομα μεγέθη τα όποια συγκρίνονται μεταξύ τους ξεχωριστά. Και στις δυο περιπτώσεις λειτουργούν αθροιστικά. Τουτέστιν, η δανειακή επιβάρυνση της χώρας στην περίοδο 2010-18 είναι κάπου 340 δις και τα μέτρα που κλήθηκε να πληρώσει η ελληνική κοινωνία ύψους 65 δις.
Φυσικά αυτά καλείται να τα διαχειριστεί συνολικά η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν μπορεί να πει π.χ. η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: ξέρετε εγώ μόνο 85 δανείστηκα, μην μας μπλέκετε με τα υπόλοιπα-ζητείστε τα από τα προηγούμενα. Όπως δεν μπορεί να πει και ο Παπανδρέου: εμένα μόνο τα 110 δις με βαρύνουν. Το ίδιο και για τα πακέτα μέτρων.
Συνεπώς, η σύγκριση μνημονίων είναι ένα τέχνασμα χωρίς καμιά πρακτική αξία. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οι τρεις -πλέον- μνημονιακές κυβερνήσεις επιβάρυναν το δημόσιο χρέος και ποσοτικά και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ή επειδή δεν μπορεί να μειώσει το χρέος θα γράψει ιστορία αν αυξήσει το ΑΕΠ. Αυτό είναι και το ζητούμενο σ’ αυτές τις εκλογές. Όχι να υπερασπίζεται ο καθένας το …Μνημόνιό του.