Η πολιτική ηγεμονία του “Κανένα” και το φάντασμα ενός νέου πολιτικού φορέα

Του Νίκου Λακόπουλου

Καθώς πλησιάζουν οι μέρες για το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα είναι πόσα κόμματα θα προκύψουν από αυτό και τι θα συμβεί τις επόμενες μέρες αφού είτε αποκλειστεί οριστικά είτε επικρατήσει ο Στέφανος Κασσελάκης το κόμμα δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ενωμένο.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε ισχνά ποσοστά που σημαίνει ότι οι μεγάλες μάζες που σχημάτισαν το 35% προτίμησαν την αποχή και μικρότερα κόμματα που βολοδέρνουν παρά την επιστροφή στο… “σπίτι” τους που ήταν το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά δεν είναι το κόμμα του Ανδρουλάκη και πλέον εν μέρει και της Άννας Διαμαντπούλου -μαθήτριας του… Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα διατηρηθεί η άνοδος του ΠΑΣΟΚ -κάτι που δεν συνέβη παλιότερα- και η απάντηση εξαρτάται από τις διεργασίες στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ όπου δεν θα προκύψουν μόνο δύο ή τρία κόμματα, αλλά ένα κόμμα που πλανιέται ως φάντασμα στον αέρα.

Ο Γιάννης Δραγασάκης – ένα πρόσωπο με ιδιαίτερη βαρύτητα στο χώρο της Αριστεράς- ήταν σαφής όταν παραιτήθηκε από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ: “Οι εξελίξεις κάνουν αναγκαίο ένα νέο μαζικό, λαϊκό κόμμα της Αριστεράς” – από τη ριζοσπαστική αριστερά ως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία”.

Η πρώτη δημοσκόπηση μετά τις ευρωεκλογές -της GPO για το Star- έδειξε ότι ένα ποσοστό -11,5%- των ψηφοφόρων αν και έχουν ψηφίσει, δεν… έχουν αποφασίσει ακόμα. Το πρόσωπο που μπορεί να ενώσει την Κεντροαριστερά είναι ο Αλέξης Τσίπρας με ποσοστό 19%, αλλά για ένα μεγαλύτερο ποσοστό (28%) κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να την ενώσει.

Το φάντασμα του νέου πολιτικού φορέα

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται, αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν ωφελείται ανάλογα με τα ποσοστά με τα οποία τον πριμοδότησε με την κατάρρευσή του το 2012 και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κινδυνεύει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, αλλά μάλλον από ένα νέο πολιτικό φορέα που δεν θα αντλήσει δυνάμεις μόνο από τα υπάρχοντα κόμματα, αλλά κυρίως από τον χώρο της αποχής.

Αν φάνηκε κάτι αυτά τα χρόνια της κρίσης είναι πόσο εύκολα κατακρημνίζονται ή δημιουργούνται κόμματα, πόσο γρήγορα εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν πεταλούδες και πόσο ρευστά είναι τα πράγματα στην πολιτική ζωή.

Στο νέο κόσμο πολιτικής επικοινωνίας που διαμορφώνεται στην μεταμνημονιακή Ελλάδα κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ -που επιχειρεί να διαχειριστεί αναμνήσεις, ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ ή η Νέα Αριστερά που νοσταλγεί την παλιά σα να ζει στη δεκαετία ΄80 δεν έχουν κανένα μέλλον. Προφανώς δεν έχει κανένα μέλλον ούτε το ενδεχόμενο κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη -αφού αν υπάρξει θα έχει μια τύχη σαν κι αυτή που είχε το Ποτάμι -που αποδείχτηκε πολιτικό ρυάκι.

Αυτό που εμφανίζεται ως νέο, αλλά σε ιδεολογική σύγχυση, είναι το κόμμα του Κασσελάκη, ενώ τα υπόλοιπα κινούνται στην ιδέα της επιστροφής, της δεύτερης ευκαιρίας, της δεύτερης ζωής -σαν νεκράνασταση που τα κάνει τα μοιάζουν με βρυκόλακες. Οι ψηφοφόροι τους επιλέγουν την αποχή και παύουν να είναι ψηφοφόροι, αλλά παραμένουν σιωπηλοί πολίτες σε αναστολή.

Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε και έκανε εκλογές για να αλλάξει ηγεσία, αλλά επέλεξε την… ίδια με μια αλλαγή στην λειτουργία του: ο πρόεδρος θα πίνει πλέον καφέ με τον Παύλο Γερουλάνο και την Άννα Διαμαντοπούλου, αλλά λείπουν πολλές θέσεις στο Πολιτικό Γραφείο για να γίνει ένα μαζικό κόμμα που να εκφράσει την κοινωνική πλειοψηφία.

Η νεολαία που βγάζει κυβερνήσεις απουσιάζει από το εκλογικό κοινό του και ο Χάρης Δούκας που εξέφραζε μια αλλαγή για το κόμμα ηττήθηκε, ενώ το κόμμα υστερεί στα αστικά κέντρα και τις λαϊκές συνοικίες.

Οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ έδειξαν ένα τείχος ανάμεσα στα δύο κόμματα αδιαπέραστο που εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ να “επαναπατρίσει” ψηφοφόρους που απέσπασε ο Αλέξης Τσίπρας και ένα βαθύ ρήγμα κάνει οποιαδήποτε συμπόρευση στο μέλλον αδύνατη -αφού πλέον ο ένας εταίρος αυτής της δυνητικής συνεργασίας δεν θα υπάρχει πλέον.

” Ένα κόμμα, τα μέλη και οι φίλοι του, κάνουν μια επιλογή ασφάλειας, μια επιλογή που μοιάζει μακριά από κινδύνους και άγνωστους δρόμους. Το ΠΑΣΟΚ είναι έτσι ένα ευπρεπώς συντηρητικό κόμμα. Με την έννοια αυτή δεν αλλάζει το πολιτικό σκηνικό η επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη. Προσανατολισμένο στον εαυτό του και με το παρελθόν και τη συναισθηματική του βαρύτητα να επικαλύπτει κάθε πολιτική νεωτερικότητα, το ΠΑΣΟΚ θα συναντηθεί άλλη μια φορά με τα εκλογικά όριά του” λέει ο Λευτέρης Κουσούλης σε συνέντευξή του στο Dnews.

Η πολιτική ηγεμονία του… Κανένα

Φαίνεται πως μία νέα σελίδα ανοίγει για το ΠΑΣΟΚ, που μοιάζει πολύ με την προηγούμενη και οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δήλωσαν κατά πλειοψηφία πως δεν θέλουν στροφή προς τα αριστερά και προτιμούν τον Νίκο Ανδρουλάκη από τον Χάρη Δούκα και υπό τον φόβο της “συριζοποίησης” και μετέθεσαν την αλλαγή ηγεσίας στις επόμενες εσωκομματικές εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να απαντήσει στο πρόβλημα ταυτότητας που αντιμετωπίζει και ανέβαλε την συζήτηση ζητώντας ουσιαστικά από τους ψηφοφόρους να το ξανακάνει κυβέρνηση σα να του χρωστά ιστορία επειδή πλήρωσε την κρίση περισσότερο από ό,τι του αναλογούσε.

Ένα μικρό άνοιγμα απ΄τα δεξιά του επιτρέπει σε ψηφοφόρους του Μητσοτάκη να περάσουν το συρματόπλεγμα, αλλά με ισχνά αποτελέσματα. Οι εξελίξεις στο μέλλον θα κριθούν από το τι θα συμβεί στον χώρο που για πολλά χρόνια εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν επιλέγουν τον σημερινό κόμμα, ούτε τις παραφυάδες του, αλλά ούτε και το νέο άχρωμο ΠΑΣΟΚ.

Είναι η “κοινωνική πλειοψηφία” στην οποία αναφέρεται ο Αλέξης Τσίπρας που για να γίνει πολιτική πλειοψηφία δεν αρκεί πλέον η συνεργασία δυο-τριων κομμάτων, αλλά μάλλον η υπέρβασή τους που εκκρεμεί. Αυτή η πλειοψηφία για τον Αλέξη Τσίπρα -“γρήγορα θα απαιτήσει και θα αποκτήσει τη πολιτική εκπροσώπηση που της αξίζει”.

Ο τόνος σ΄αυτή τη φράση μπαίνει στο “γρήγορα”, αν και ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν βιάζεται καθώς δεν αρκούν οι υποκειμενικές συνθήκες, αλλά χρειάζονται και οι αντικειμενικές ,οι κοινωνικές διεργασίες, όπως -περίπου- είπε.

Το κουίζ είναι πως αφού η Νέα Δημοκρατία πέφτει, ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται και το ΠΑΣΟΚ αγκομαχά στην ανηφόρα τι πρόκειται να συμβεί γρήγορα -όπως λέει ο Αλέξης Τσίπρας- ή αργά όπως πιθανότατα σχεδιάζει η ζωή και η Ιστορία -που απεχθάνεται την ακινησία.

Το πόσο γρήγορα θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα της φθοράς του Κυριάκου Μητσοτάκη και της διάψευσης του ονείρου του Νίκου Ανδρουλάκη να γίνει πρωθυπουργός, αν και η “καταλληλότητά” κινείται σε επίπεδα 5-6%.

Το πολιτικό σκηνικό αλλάζει και από το ένα κυρίαρχο κόμμα οδηγούμαστε σε μια φάση όπου κανένα κόμμα δεν είναι κυρίαρχο -που σημαίνει ότι ο παίχτης που θα κερδίσει το παιχνίδι στο μέλλον δεν κάθεται σήμερα στο πολιτικό τραπέζι.

Προς το παρόν η απάντηση στην ερώτηση “ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός” είναι “Κανένας”.