
Του Σωκράτη Αργύρη
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς αποτελεί κομβικό σημείο στην παγκόσμια ιστορία, σηματοδοτώντας το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την έναρξη μιας νέας εποχής για την Ευρώπη και την Ανατολή. Η τραγική πτώση της “Βασιλίδος των Πόλεων” δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της οθωμανικής στρατιωτικής υπεροχής, αλλά και της απουσίας ουσιαστικής στήριξης από τη Δυτική Ευρώπη. Το ερώτημα αν η Δύση μπορούσε ή όχι να βοηθήσει ουσιαστικά την Κωνσταντινούπολη παραμένει αντικείμενο προβληματισμού και ιστορικής μελέτης.
Για να απαντηθεί, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση στη Δύση κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Αυτό που διακρίνουμε είναι η πολιτική αστάθεια και διαιρέσεις στη Δυτική Ευρώπη, γιατί κατά τον 15ο αιώνα, η Ευρώπη δεν παρουσίαζε την εικόνα ενός ενιαίου και ισχυρού χριστιανικού κόσμου ικανού να ανταποκριθεί άμεσα στην έκκληση για βοήθεια του βυζαντινού αυτοκράτορα. Αντιθέτως, κυριαρχούσαν οι εσωτερικές διαμάχες, οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι.
Η Αγγλία και η Γαλλία βρίσκονταν στο τέλος του μακροχρόνιου Εκατονταετούς Πολέμου (1337–1453), που είχε αποδυναμώσει και εξαντλήσει και τις δύο χώρες. Οι πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες των μοναρχιών ήταν στραμμένες στην ανοικοδόμηση και την αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ιδέα μιας νέας Σταυροφορίας ή στρατιωτικής αποστολής στην Ανατολή φαινόταν όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και ανεπιθύμητη.
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’, ήταν κατακερματισμένη σε πριγκιπάτα και δουκάτα, που λειτουργούσαν περισσότερο ως ανεξάρτητα κράτη παρά ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας και συντονισμού καθιστούσε κάθε σοβαρή εξωτερική στρατιωτική πρωτοβουλία αδύνατη.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση των Ιταλικών πόλεων-κρατών, όπως η Βενετία, η Γένοβα και η Φλωρεντία. Αυτές διέθεταν σημαντικούς οικονομικούς και ναυτικούς πόρους και είχαν άμεσο συμφέρον από την επιβίωση της Κωνσταντινούπολης ως εμπορικού εταίρου. Ωστόσο, τα μεταξύ τους συμφέροντα συχνά συγκρούονταν, ενώ η προτεραιότητά τους ήταν η διατήρηση της εμπορικής παρουσίας στην Ανατολή, ακόμη και υπό οθωμανική κυριαρχία. Παρότι υπήρξαν κάποιες μεμονωμένες κινήσεις βοήθειας — όπως η αποστολή του Γενουάτη στρατηγού Ιουστινιάνι, ο οποίος ηγήθηκε των δυτικών μισθοφόρων για την άμυνα της Πόλης — η γενικότερη στάση ήταν επιφυλακτική και υπολογιστική.
Παράλληλα με τις πολιτικές δυσκολίες, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η εκκλησιαστική διάσταση. Από το Σχίσμα του 1054, η Ανατολική Ορθόδοξη και η Δυτική Καθολική Εκκλησία βρίσκονταν σε κατάσταση διακοπής κοινωνίας. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για δυτική βοήθεια, αποδέχτηκε την ένωση των Εκκλησιών στο πλαίσιο της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438–1439), γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον ορθόδοξο κλήρο και λαό.
Για πολλούς πιστούς, η Ένωση θεωρήθηκε προδοσία της Ορθόδοξης Πίστης, ενώ η αποδοχή του Πάπα ως ανώτατου εκκλησιαστικού άρχοντα δεν έγινε δεκτή. Το γεγονός αυτό υπονόμευσε τη συνοχή και το ηθικό της άμυνας, καθώς ο λαός ήταν διχασμένος ακόμη και στο ζήτημα του κατά πόσον άξιζε να σωθεί η Πόλη “με αντάλλαγμα την πίστη”.
Από την άλλη πλευρά, η Καθολική Δύση είδε μεν με ενδιαφέρον την Ένωση, αλλά δεν θεώρησε ότι είχε υποχρέωση να βοηθήσει στρατιωτικά. Ο Πάπας Νικόλαος Ε’ απηύθυνε μεν εκκλήσεις για βοήθεια, όμως αυτές δεν συνοδεύτηκαν από ουσιαστικά μέτρα. Οι σταυροφορικές ιδέες είχαν χάσει τη λάμψη τους, και η Ευρώπη φαινόταν περισσότερο προσανατολισμένη προς τα εσωτερικά της ζητήματα παρά προς την υπεράσπιση του χριστιανισμού στην Ανατολή.
Η απουσία αποφασιστικής δυτικής βοήθειας κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε αδιαφορία ή προδοσία.
Ήταν αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής πραγματικότητας: πολιτικής αστάθειας, στρατηγικών υπολογισμών, εκκλησιαστικών συγκρούσεων και πολιτισμικών διαφορών.
Αν και υπήρχαν δυνατότητες για μεγαλύτερη στήριξη, η Δύση δεν ήταν ούτε ενωμένη, ούτε έτοιμη, ούτε αρκετά πρόθυμη να ενεργήσει αποφασιστικά για τη σωτηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι η Άλωση, αν και σήμανε το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε ταυτόχρονα κίνητρο για ανανέωση του δυτικού κόσμου, καθώς οι λόγιοι και τα χειρόγραφα που κατέφυγαν στη Δύση συνέβαλαν ουσιαστικά στην Αναγέννηση. Ίσως, μέσα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αναδύθηκε μια νέα Ευρώπη — αλλά αυτό δεν αναιρεί την ευθύνη της Δύσης για την αδυναμία της να σταθεί δίπλα στην τελευταία υπεράσπιση του Ανατολικού Χριστιανισμού.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή σήμανε το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Αυτοκρατορίας και της μακραίωνης πολιτικής και πολιτιστικής παράδοσης της. Μαζί της κατέρρευσε και ο θεσμός του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ένας τίτλος βαθιά φορτισμένος με έννοιες οικουμενικότητας, θρησκευτικής καθοδήγησης και αυτοκρατορικής εξουσίας.
Ωστόσο, ο τίτλος δεν εξαφανίστηκε αμέσως. Μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων, και ειδικότερα ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ανιψιός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄, κατέφυγαν στη Δύση, όπου προσπάθησαν να διατηρήσουν συμβολικά τη αυτοκρατορική κληρονομιά. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Ανδρόνικος φέρεται να παραχώρησε ή “πούλησε” τον τίτλο του αυτοκράτορα σε Γάλλους ευγενείς — πιθανώς στον Οίκο των Ανζού — με στόχο την εξασφάλιση οικονομικής στήριξης ή αναγνώρισης. Ωστόσο, η πράξη αυτή δεν έχει θεσμική ισχύ ούτε ευρεία ιστορική τεκμηρίωση, παραμένοντας περισσότερο στο επίπεδο των φημών και της πολιτικής απελπισίας.
Παράλληλα, η πιο ουσιαστική συνέχεια του τίτλου και της βυζαντινής κληρονομιάς πραγματοποιήθηκε στην Ανατολή, από τους ίδιους τους κατακτητές.
Ο Μωάμεθ Β΄, αναγνωρίζοντας την αξία και το κύρος της αυτοκρατορικής ιδέας, υιοθέτησε τον τίτλο Καϊσέρ-ι Ρουμ (Καίσαρας των Ρωμαίων) και παρουσίασε τον εαυτό του ως νόμιμο διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί όχι μόνο διατήρησαν την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα, αλλά και κληρονόμησαν τη θεσμική και ιδεολογική της σημασία, οικοδομώντας μια νέα, ισλαμική αυτοκρατορική κοσμοθεωρία με παγκόσμιο χαρακτήρα.
Ταυτόχρονα, η Ρωσία διεκδίκησε την πνευματική και πολιτική διαδοχή, κυρίως μέσω του γάμου του Ιβάν Γ΄ με τη Σοφία Παλαιολογίνα. Η Μόσχα αυτοπροσδιορίστηκε ως “Τρίτη Ρώμη”, μεταφέροντας την ιδέα της οικουμενικής εξουσίας στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο.
Βέβαια η άποψη της Μόσχας είναι λανθασμένη γιατί στην Ιστορία υπάρχει μόνο η Ρώμη και η Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη.