Η Προσωπολατρεία ως Ιστορικό και Πολιτικό Φαινόμενο: Από τον Στάλιν στον Τραμπ

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

Και τότε ο μπαμπάκας πρέπει μερικές φορές να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα.

– Μαρκ Ρούτε, γ.γ. ΝΑΤΟ 

Η προσωπολατρεία αποτελεί ένα διαχρονικό εργαλείο πολιτικής ενοποίησης και ελέγχου. Στις αυταρχικές κοινωνίες, μετατρέπει τον ηγέτη σε αντικείμενο σχεδόν μεταφυσικής πίστης· στις σύγχρονες δημοκρατίες, λειτουργεί πιο υπόγεια, αλλά εξίσου αποτελεσματικά, μέσα από μηχανισμούς πολιτικής προσωποποίησης, επικοινωνιακής υπερέκθεσης και στρατηγικής μυθοποίησης. Στην πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη (2025), η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μάρκ Ρούτε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο «πατέρας» της Συμμαχίας, αποτελεί ένδειξη αυτής της μετατόπισης: η Ευρώπη δεν αντιλαμβάνεται πλέον τις ΗΠΑ μόνο ως σύμμαχο, αλλά σχεδόν ως εξουσιαστική πατρική φιγούρα, ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του πρώην Προέδρου. Το παρόν δοκίμιο επιχειρεί να εντάξει αυτό το γεγονός σε μια ευρύτερη ιστορική και πολιτική ανάλυση της προσωπολατρικής κουλτούρας και της επιρροής της στη Δύση του 21ου αιώνα

Η προσωπολατρεία διακρίνεται από την απλή πολιτική δημοφιλία. Εδράζεται στη συστηματική παραγωγή συμβόλων, αφηγημάτων και τελετουργιών γύρω από το πρόσωπο του ηγέτη. Η σταλινική ΕΣΣΔ υπήρξε το πιο εμβληματικό παράδειγμα: ο Ιωσήφ Στάλιν μετατράπηκε σε «πατερούλη» του σοβιετικού λαού, ένα είδος μεταφυσικού εγγυητή της ιστορικής νομοτέλειας, που απάλλαξε τη μάζα από την ανάγκη αμφισβήτησης. Αντίστοιχα φαινόμενα εντοπίζονται στην Κίνα του Μάο, στη Βόρεια Κορέα, αλλά και σε μεταπολεμικά παραδείγματα της Δύσης, πιο συγκαλυμμένα και με επίφαση δημοκρατικότητας.

Η προσωπολατρεία εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της εξουσίας μέσα από:

Θεσμική απορρύθμιση: οι θεσμοί αποκτούν νόημα μόνο στο μέτρο που υπηρετούν το πρόσωπο.

Μυθοποίηση: ο ηγέτης εμφανίζεται ως αλάνθαστος, προφητικός ή προορισμένος.

Κατασκευή εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών: η κριτική ισοδυναμεί με «προδοσία» ή «αχαριστία».

Αυτές οι τακτικές είναι πιο διακριτικές στις σύγχρονες δημοκρατίες, όπου η προσωπολατρεία ενδύεται τη μορφή πολιτικής λατρείας, μέσω social media, ελεγχόμενης πληροφόρησης και εμμονής στην εικόνα του ηγέτη.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ υπήρξαν ο αναμφισβήτητος στρατηγικός άξονας της Δυτικής συμμαχίας. Ωστόσο, η Ευρώπη διατηρούσε παραδοσιακά μια επιφυλακτική στάση απέναντι στην αμερικανική ηγεμονία, ιδιαίτερα σε πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο. Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και η επαναφορά του σε πρωταγωνιστικό ρόλο το 2025 φανερώνει μια μετατόπιση: η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη, αδύναμη στρατηγικά και εσωτερικά κατακερματισμένη, φαίνεται πλέον να μην διεκδικεί ισότιμο ρόλο, αλλά να επιζητά την «καθοδήγηση» του ισχυρού προσώπου στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.

Η φράση του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ «Και τότε ο μπαμπάκας πρέπει μερικές φορές να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα» αποκαλύπτει μια ειρωνική αλλά βαθύτατα πολιτική παθολογία. Η αναγόρευση ενός ξένου ηγέτη σε «πατέρα» και η αποδοχή της αυστηρότητάς του – όχι ως καταναγκασμός αλλά ως «στοργική αγωγή» – υποβαθμίζει την ευρωπαϊκή ηγεσία σε θέση παθητικού αποδέκτη. Η πολιτική μετατρέπεται σε οικογενειακή σχέση, με άξονες πειθαρχίαυποταγήκαθοδήγηση.

Στη ρητορική αυτή ενυπάρχει ολόκληρη η λογική της προσωπολατρικής εξουσίας: ο ηγέτης γνωρίζει, βλέπει μακριά, και ακόμα κι όταν φέρεται σκληρά, το κάνει για το καλό των «παιδιών» του. Είναι η ίδια ιδεολογική βάση που χρησιμοποιούσαν τα απολυταρχικά καθεστώτα για να επιβάλουν υπακοή: «ο πατέρας είναι αυστηρός αλλά δίκαιος». Στην περίπτωση του Τραμπ, αυτός ο συμβολισμός αποκτά επικίνδυνα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς η Ευρώπη δείχνει να αποποιείται τον ρόλο του αυτόνομου πολιτικού δρώντος.

Η προσωπολατρεία, μακριά από ξεπερασμένο κατάλοιπο ολοκληρωτισμού, παραμένει ενεργό στοιχείο της σύγχρονης πολιτικής. Η περίσταση της πρόσφατης Συνόδου του ΝΑΤΟ δείχνει ότι ακόμα και στον χώρο της «φιλελεύθερης Δύσης», τα αρχέτυπα της ηγεμονίας και της εξουσιαστικής σχέσης μπορούν να αναβιώσουν μέσω συμβολικών πράξεων λόγου. Η Ευρώπη, αν δεν θέλει να παγιδευτεί σε μια διαρκή κατάσταση πολιτικής ετερονομίας, οφείλει να επανακτήσει τον στρατηγικό της ρόλο – όχι ως «παιδί» ενός παγκόσμιου «μπαμπά», αλλά ως ώριμος εταίρος, θεσμικά κατοχυρωμένος, με κριτική αυτοσυνείδηση.