Toυ Γ. Λακόπουλου
Μια από τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας είναι ότι για να είναι κανείς δημοσιογράφος αρκεί να βρει έναν ιδιοκτήτη μέσου ενημέρωσης που θα τον προσλάβει.
Παλιότερα η επαγγελματική δημοσιογραφία για την ένταξη στο σωματείο του κλάδου είχε θεσπίσει ορισμένους κανόνες που πιστοποιούσαν δημοσιογραφική ιδιότητα. Αλλά ατόνησαν.
Δεν μιλάμε για το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να δημοσιογραφεί, αλλά για τους επαγγελματίες της ενημέρωσης.
Σήμερα είναι πανεύκολη η επαγγελματική δήλωση «είμαι δημοσιογράφος». Είτε ανήκει κάποιος στην Ένωση Συντακτών είτε όχι. Ακόμη και αν τον έχει διαγράψει για παραβίαση των κανόνων άσκησης της δημοσιογραφίας.
Πέρα από αυτά ένα δημοσιογραφικό κείμενο -τυπωμένο, ή εκφωνούμενο- περιέχει δυο κατηγορίες στοιχείων: τα πραγματικά περιστατικά και τη γνώμη του υπογράφοντος.
Η γνώμη είναι δικαίωμά του και απλώς αξιολογείται από τους αναγνώστες. Ουδείς τον υποχρεώνει να είναι δίκαιος, «σωστός» ή αμερόληπτος. Αυτά είναι σχετικά και σε όποιον δεν αρέσουν τα παρακάμπτει.
Αλλά στα πραγματικά περιστατικά οφείλει να είναι ακριβής -ειδικά όταν αφορούν πρόσωπα. Αν κάνει λάθος- φυσιολογικά συμβαίνει- υποχρεούται να ανασκευάσει.
Αν με ανακριβείς αναφορές σε γεγονότα έθιξε την προσωπικότητα κάποιου, πρέπει να απολογηθεί.
Εφόσον δεν το κάνει η μόνη διέξοδος για τον θιγέντα είναι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Οι νόμοι ισχύουν και για τους δημοσιογράφους.
Στην Ελλάδα η πολυετής μιντιακή ασυδοσία, διαμόρφωσε κουλτούρα ακαταδίωκτου. Ακόμη χειροτέρα: σε ορισμένες περιπτώσεις δημοσιογράφοι καλούνται να αποδείξουν δικαστικά την ακρίβεια όσων μετέδωσαν -πανεύκολο εφόσον η ακρίβεια υφίσταται- χρησιμοποιούν το «ιμπέριουμ» της ιδιότητάς τους κατά του ενάγοντος.
Αυτό βεβαίως αποδεικνύει την ανακρίβεια. Αλλά στην πράξη διαμορφώνεται μια παραδημοσιογραφική συμπεριφορά στην οποία ο δημοσιογράφος δεν υπερασπίζεται τη δουλειά του, επί του συγκεκριμένου θέματος-για το οποίο βρέθηκε σε αντιδικία με κάποιον.
Επιτίθεται εφ’ όλης στη ύλης, στον ίδιο, την οικογένεια του, στη ζωή του ολόκληρη. Και κερατάς και δαρμένος. Ο εκφοβισμός στην περίπτωση των πολιτικών συνήθως αποδίδει.
Έτσι διαμορφώθηκε μια περίεργη θεωρία κατά την οποία «οι πολιτικοί δεν καταφεύγουν ποτέ στη Δικαιοσύνη κατά δημοσιογράφων».
Να μην καταφεύγουν γενικώς, ειδικά αν βρίσκονται στην εξουσία, έχει λογική. Αλλά να μην καταφεύγουν ποτέ και για οτιδήποτε τους προσάπτεται -χωρίς να είναι κρίση ή κριτική, αλλά αναφορά σε γεγονός- είναι ελληνική πατέντα.
Κάποια πράγματα ή συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν -και αυτό μπορεί να αποδειχθεί. Αν είναι «καλά» ή «κακά» είναι άλλης κλίμακας.
Η πλήρης συνθηκολόγηση, έως υποταγής, της πολιτικής απέναντι στην εξουσία των ΜΜΕ και τους ανθρώπους τους -που επικαλούνται την ελευθερία του Τύπου για να δικαιολογήσουν την ασυδοσία- είναι πλήγμα στη δημοκρατική τάξη.
Ιδίως όταν αυτό ισχύει σε μεγαλύτερη κλίμακα για επιχειρηματίες που ελέγχουν μέσα ενημέρωσης.
Οι δημοσιογράφοι θα όφειλαν να φροντίζουν ώστε γι’ αυτούς να μην ισχύει καθόλου. Να επικαλούνται τη νομιμότητα, την αλήθεια και την εγκυρότητα και ποτέ το ρόλο τους και την ισχύ τους.
Ο σεβασμός στην ελευθερία του δημοσιογράφου δεν είναι μέγεθος μεγαλύτερο από την υποχρέωση του δημοσιογράφου στην αλήθεια.
Η Έλενα Ακρίτα -αυτοπροσδιοριζόμενη ως «παράδειγμα για το αν υπάρχει ή όχι ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας»- είπε στην «Αυγή» μεταξύ άλλων:
Πρώτο: «Ο πολίτης μπορεί να ρωτήσεις τον δικηγόρο του: Τι μπορώ να κάνω όταν κάποιοι με σπιλώνουν; Όταν έχουν πάρει την αλήθεια και την έχουν κάνει σφουγγαρόπανο; Και εκείνος λογικά θα του πει: Μπορείς να κάνεις αγωγή και μήνυση, δηλαδή να πάει στη Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη δεν είναι απειλή που λένε κάποιοι. Είναι ο τρόπος να βρούμε το δίκιο μας…».
Δεύτερο: «Από τη στιγμή που ένας πολιτικός άντρας πηγαίνει στη Δικαιοσύνη για κάποιο δημοσίευμα το οποίο είναι ανακριβές, είναι μια καλή μέρα για τη Δικαιοσύνη….»
Τρίτο: « Κάποτε πρέπει να σταματήσει η ασυδοσία των μέσων με το πρόσχημα της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθεροτυπία είναι σεβαστή, ιερή, όταν ο δημοσιογράφος λέει την αλήθεια»
Ποιος δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του και τη δουλειά του θα διαφωνήσει; Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία κανένα «δικαίωμα» και καμία «ελευθερία» δεν νοείται εκτός συνταγματικής νομιμότητας.
Αν χάνει διαρκώς κάτι η ελληνική δημοσιογραφία δεν είναι μόνο ανεξαρτησία και η εγκυρότητα. Είναι η γενναιότητα να αναγνωρίσει τα λάθη της, αντί να πουλάει εξουσία και «νταβατζιλίκι».
Κάπως έτσι το επάγγελμα του δημοσιογράφου έγινε κακόφημο…