Κυριάκος Μητσοτάκης: Κανόνες

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Ο Πρωθυπουργός χειρίζεται εύκολα συνεντεύξεις με δημοσιογράφους φίλους του, οπαδούς του κόμματός του, ή συγγενείς του.

Κανόνας πρώτος. Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία η πολιτική, ως αντιπαράθεση με άλλους για τον θεσμικό έλεγχο των πραγμάτων, ασκείται δια του λόγου – και του διαλόγου. Με κορυφαία διαδικασία αυτό που ορίζουμε ως «debate» των πολιτικών αρχηγών.

Η εισαγωγή του στον εγχώριο πολιτικό βίο, έγινε με στρεβλώσεις και περιορισμούς που το αφυδάτωναν. Πχ η ανάθεση της οργάνωσή του στα… κόμματα και όχι στα μέσα ενημέρωσης.

Ωστόσο η, από τηλεοράσεως, συγκριτική παρουσίαση θέσεων και αντιθέσεων από τους πολιτικούς αρχηγούς – με τη ρυθμιστική διαμεσολάβηση δημοσιογράφων – είναι διαφωτιστική. Παρά τους ασφυκτικούς «όρους», αναδεικνύει τα συμφραζόμενα της δημόσιας παρουσίας του καθενός.

Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως Πρωθυπουργός, κατάργησε αυτή την – αρκούντως δημοκρατική – διαδικασία έχει εξήγηση: ως πολιτικός είναι αποκλειστικά προϊόν πολιτικού μάρκετινγκ.

Αυτός που βλέπουμε επί σκηνής δεν είναι το πρόσωπο «Κυριάκος Μητσοτάκης», αλλά ένα είδωλο που κατασκευάζεται από ειδικούς.

Επειδή η δημόσια παρουσία του είναι ρηχή και ανεπαρκής – ως βαρετή – αυτοί ορίζουν τις συντεταγμένες των εμφανίσεών του – φτάνοντας ως τη προληπτική λογοκρισία των ερωτήσεων.

Από τον φόβο της «γκάφας» και της απρόβλεπτης αντίδρασης, απέναντι στον ταλαντούχο Αλέξη Τσίπρα, στις περασμένες εκλογές τον απέσυραν.

Τον Μάιο με το ψευδές επιχείρημα «έχουν γίνει πολλά debate στη Βουλή». Τον Ιούνιο με τη μεθόδευση που έφτανε στα όρια της προσβολής της μνήμης νεκρών: χρησιμοποιήθηκαν, ως πρόφαση, οι πνιγμένοι μετανάστες της Πύλου για να κηρυχθεί… «τριήμερο εθνικό πένθος».

Σε ένδειξη σεβασμού – τάχα – ο Μητσοτάκης, που δεν ήταν καν Πρωθυπουργός εκείνη την περίοδο, δεν μπορούσε να πάρει μέρος στον πολιτικό διάλογο. Ήταν λυπημένος.

Η άρνηση επαναλαμβάνεται – για τους ίδιους λόγους. Ο Πρωθυπουργός χειρίζεται εύκολα συνεντεύξεις με δημοσιογράφους φίλους του, οπαδούς του κόμματός του, ή συγγενείς του. Αλλά η ανασφάλεια της συνύπαρξης με πολιτικούς αντίπαλους στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο παραμένει.

Στην περίπτωση Κασσελάκη μάλιστα – που δεν ισχύει το «debate» της Βουλής – ο εκπρόσωπός του διολίσθησε στην πρόκληση προς τη νοημοσύνη των πολιτών: «δεν φταίμε εμείς που έβγαλαν εξωκοινοβουλευτικό αρχηγό». Κατάντημα…

Κανόνας δεύτερος. Στην πράξη το πολιτικό σύστημα έχει αποδεχθεί τον «αρχηγό της κάλπης» στα κόμματα: όποιος χάνει εκλογές, φεύγει από την ηγεσία. Ακόμη και όταν κανείς δεν μπορεί να του το επιβάλει – όπως στις περιπτώσεις του Κώστα Καραμανλή το 2009 και του Αλέξη Τσίπρα του 2023.

Το θέμα δεν ήταν αν μπορούν να συγκαλέσουν ένα κομματικό όργανο – την Κοινοβουλευτική Ομάδα, την Κεντρική Επιτροπή, ή ακόμη και συνέδριο – και να «ανανεώσουν την εμπιστοσύνη» στο πρόσωπό τους.

Ήταν θέμα θεσμικού σεβασμού στη λαϊκή ετυμηγορία στο σύνολό της – και προστασίας του κόμματος του από ενδοσκοπήσεις.

Αυτή η παράδοση ισχύει και την Κυριακή για τους επικεφαλής των τριών μεγαλύτερων κομμάτων. Η υστέρηση από τους στόχους, που οι ίδιοι έθεσαν, θα είναι ήττα που επισύρει απόσυρση.

Ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «ευρωεκλογές ήταν, δεν χάλασε ο κόσμος», ο Κασσελάκης να προβάλει «θα κριθώ στις βουλευτικές εκλογές» και ο Ανδρουλάκης «έχω καλύτερη επίδοση από τους προκάτοχους μου».

Κέρδισαν; Και τα σκυλιά δεμένα. Έχασαν; Φεύγουν.

Στοιχειώδες Γουότσον…

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR