Του Κώστα Σημίτη*
Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις είναι κατά κανόνα δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Συγκρούονται με κατεστημένα συμφέροντα που συμφωνούν στην άρνηση και διαφωνούν σε όποια δημιουργική ανανέωση. Η Παιδεία είναι ένα παράδειγμα.
Η εκπαίδευση στην Ελλάδα πάσχει από βαρύ γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό. Οι εκπαιδευτικοί τρέχουν να καλύψουν ένα αναλυτικό πρόγραμμα που προβλέπει ακόμη και πόσες ώρες θα διδάσκονται οι άθλοι του Ηρακλέους. Χρειάζεται να ενισχυθούν η αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων και η σύνδεσή τους με την τοπική κοινωνία. Βέβαια στην Ελλάδα, όπου επικρατεί η άποψη ότι το υπουργείο καθορίζει λεπτομερειακά τα προγράμματα, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι έργο τους είναι να εκτελούν εντολές. Η αυτονομία προσκρούει σε αντιστάσεις. Αυτονομία σημαίνει ενίσχυση της υπευθυνότητας των εκπαιδευτικών και αποδοχή των αυξημένων υποχρεώσεων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς στην καθημερινή τους δουλειά. Η αυτονομία δεν αποκλείει την αξιολόγηση του σχολείου.
Όπως σε όλους τους τομείς, υπάρχουν καλοί και κακοί εκπαιδευτικοί. Η αξιολόγηση είναι αναγκαία. Υπάρχουν έντονες αντιδράσεις. Σε ένα μέτρο δικαιολογημένα – γιατί στην Ελλάδα υπάρχει πάντα έντονη η παρέμβαση της πολιτικής και διαφόρων ομάδων, μεταξύ των οποίων και τα συνδικάτα. Αλλά η ύπαρξη αξιολόγησης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι απτή απόδειξη της αναγκαιότητάς της.
Οι αποτυχίες στο σχολείο μόνο κατά ένα μέρος οφείλονται στον δάσκαλο. Οφείλονται κυρίως σε ένα μείγμα παραγόντων. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, ένα σώμα εκπαιδευτικών με κάποια σταθερότητα στο σχολείο, αλλά πολλές κατηγορίες από αναπληρωτές, περιστασιακά απασχολουμένους, ωρομίσθιους κ.ο.κ., ένα σώμα το οποίο πάει κι έρχεται από το ένα σχολείο στο άλλο, διδάσκει μαθήματα πολλές φορές ξένα ως προς τις σπουδές των μελών του.
Οι δάσκαλοι αποκτούν παιδαγωγική κατάρτιση από τις παιδαγωγικές σχολές από τις οποίες αποφοιτούν. Όχι όμως και οι καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο φιλόλογος, ο μαθηματικός, ο φυσικός που θα απασχοληθούν στην εκπαίδευση οφείλουν να έχουν σπουδάσει Παιδαγωγική παράλληλα με τις σπουδές της κύριας ειδικότητάς τους. Υπάρχει έντονη αντίσταση στην υποχρέωση παιδαγωγικής εκπαίδευσης. Αλλά οι πρακτικές που ακολουθούνται στις προηγμένες χώρες της Ένωσης το αποδεικνύουν. Οι εκπαιδευτικοί αφήνονται χωρίς μετεκπαίδευση και στήριξη στο σχολείο. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα σύστημα περιοδικής μετεκπαίδευσης και συνεχούς στήριξης του εκπαιδευτικού έργου. Ο ένας από τους δύο μήνες των θερινών διακοπών των εκπαιδευτικών θα έπρεπε να αφιερώνεται στη μετεκπαίδευσή τους.
Η μετεκπαίδευση των καθηγητών πρέπει να συνδέεται με την αξιολόγηση. Γιατί μετεκπαίδευση χωρίς αξιολόγηση σημαίνει ότι κανείς δεν θα την παρακολουθεί, και αξιολόγηση χωρίς μετεκπαίδευση θα εκφυλιστεί σε μια γραφειοκρατική διαδικασία άνευ αποτελέσματος.
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι η απουσία τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αυτό είναι ένα χρόνιο πρόβλημα που επισημαίνεται από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και των μεταρρυθμίσεων του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατό να δημιουργηθεί αξιόπιστη επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση. Στις προηγμένες χώρες της Ένωσης γίνεται σημαντική προσπάθεια ώστε όλοι οι απόφοιτοι των σχολείων να έχουν μια επιπρόσθετη επιμόρφωση.
Το λύκειο είναι πλήρως απαξιωμένο λόγω των εξετάσεων για το πανεπιστήμιο. Το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, αναγκαίο τώρα για μια αδιάβλητη επιλογή, οδηγεί στην τυποποιημένη γνώση και την αποστήθιση. Ακυρώνεται έτσι μια σημαντική βαθμίδα στην εκπαίδευση. Ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την κατάργηση των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Την επομένη όμως πληροφορηθήκαμε ότι σε ορισμένους τομείς, όπως η Ιατρική, θα εξακολουθήσουν οι Πανελλαδικές. Υποσχέσεις λοιπόν χωρίς προηγούμενη μελέτη, με κύριο στόχο την ψηφοθηρία.
Η πρόταση για εκσυγχρονισμό του συστήματος με την καθιέρωση ενός τύπου εκπαίδευσης που θα ακολουθεί το πρότυπο του International Baccalaureate, προς το οποίο προσαρμόζονται τα συστήματα των περισσότερων χωρών του κόσμου, προσκρούει δυστυχώς στην αντίσταση των συνδικαλιστών. Τα παιδιά που τελειώνουν το λύκειο υστερούν σε επίπεδο από τα παιδιά άλλων χωρών, τα οποία θα πρέπει να ανταγωνιστούν, και πάντως έχουν περιορισμένη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την ελεύθερη αγορά εργασίας της Ένωσης. Το χαμηλό επίπεδο επηρεάζει και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι φοιτητές παρακολουθούν βαριεστημένα ή δεν παρακολουθούν καθόλου, και στηρίζονται στα φροντιστήρια, με αποτέλεσμα να πέφτει κατακόρυφα το επίπεδο των πανεπιστημιακών σπουδών.
Στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο θα πρέπει ο διάλογος να παίζει σημαντικό ρόλο, ώστε να αναπτυχθούν οι κριτικές ικανότητες του νέου. Η αποστήθιση που κυριαρχεί σήμερα ως εκπαιδευτική μέθοδος διδασκαλίας δεν αναπτύσσει το πιο σημαντικό, την ικανότητα κρίσεως.
Το νέο σύστημα εκπαίδευσης στο λύκειο πρέπει να συμβάλει στην αντικατάσταση του συστήματος των Πανελλαδικών Εξετάσεων με μια αδιάβλητη επιλογή των μελλοντικών σπουδαστών, όπως συμβαίνει στις προηγμένες χώρες της Ένωσης.
Στην Ελλάδα έχουμε πάνω από τρεις δεκάδες ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μερικά υπερμεγέθη, άλλα λιλιπούτεια, σπαρμένα σε νησιά και κωμοπόλεις. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Χρειάζεται να υπάρξει μια πολιτική εξορθολογισμού και αξιολόγησης τμημάτων, αναγκαίων συγχωνεύσεων και κυρίως μια πολιτική που θα δημιουργήσει μεγάλους πανεπιστημιακούς πόλους στην επικράτεια. Θα συντονίζουν πανεπιστημιακές σχολές, ερευνητικά ιδρύματα και την ανώτατη τεχνολογική εκπαίδευση και εκτός από οικονομίες κλίμακας θα επιτύχουν και συνεργασίες κλίμακας στους διάφορους τύπους της εκπαίδευσης αλλά και με τις τοπικές οικονομίες. Λάθος αποτελεί και η διασπορά ενός πανεπιστημίου σε διάφορες πόλεις. Αποκλείει τη δυνατότητα οι φοιτητές ενός κλάδου να συμμετέχουν στην προσπάθεια ενημέρωσης για βασικά προβλήματα της κοινωνικής ζωής που διδάσκονται σε άλλους κλάδους.
Ένα ακανθώδες ζήτημα είναι η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος που επιβάλλει τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Το ζήτημα αυτό έχει δύο όψεις. Η μία είναι ότι στις χώρες με ρωμαλέα ανώτατη εκπαίδευση -όπως η Γερμανία, η Γαλλία, οι σκανδιναβικές χώρες- κύριος φορέας είναι τα δημόσια πανεπιστήμια, σε αντίθεση με χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας στις οποίες τα ιδιωτικά παίζουν τον κύριο ρόλο και αποτελούν το καινοτόμο κομμάτι. Η δεύτερη όψη είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα άναρχο και αρρύθμιστο κομμάτι ανώτατης εκπαίδευσης, μέσω ειδικής αδείας (κολέγια), με αποκλίσεις στην παρεχόμενη ποιότητα. Το πρόβλημα επομένως είναι: αφενός να μη θεωρηθεί η ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση ως πανάκεια που θα λύσει τα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης, αφετέρου να θεσμοθετηθούν διαδικασίες κάτω από τις οποίες θα μπορούν να λειτουργήσουν πράγματι αξιόπιστα ιδιωτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης.
Τα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα πρέπει να συνεισφέρουν καθοριστικά και στο πιο επείγον ζήτημα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, το οποίο είναι η ανάπτυξη. Έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης που κατέληξε στη δραστική συρρίκνωση της παραγωγής, τη μείωση των εισοδημάτων, την εξαιρετικά μεγάλη ανεργία και τη φυγή πολλών νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, χρειάζεται μια μεταστροφή. Κεντρικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι η δρομολόγηση μιας νέας ποιοτικότερης αναπτυξιακής τροχιάς, που θα οδηγήσει στη βελτίωση της θέσης του ελληνικού παραγωγικού συστήματος στον εξελισσόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής το ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα μπορεί να παίξει έναν σημαντικό αναπτυξιακό ρόλο και ως προς τις τρεις διαστάσεις της λειτουργίας του πανεπιστημιακού θεσμού: την εκπαίδευση, την έρευνα και την αποκαλούμενη «τρίτη αποστολή», δηλαδή τη σύνδεση των πανεπιστημίων, των πολυτεχνείων και των ΤΕΙ με την παραγωγή και την κοινωνία.
Ειδικότερα, στη σημερινή δυσμενή συγκυρία για τη χώρα μας, η σταθερή και σταδιακά αυξανόμενη χρηματοδότηση της ερευνητικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την καθιέρωση ενός τακτικού εθνικού προγράμματος έρευνας με συγκεκριμένες διαδικασίες, αξιολόγησης, λογοδοσίας και αποτελεσματικής διοίκησης, αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Επιπρόσθετα, απαραίτητη είναι η ενδυνάμωση της διασύνδεσης των ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων με τη βιομηχανία και ευρύτερα τον τομέα της παραγωγής.
Τα θέματα της εκπαίδευσης είναι κατά κανόνα αντικείμενο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο νόμος Διαμαντοπούλου του 2011 για τα πανεπιστήμια υπήρξε ένα σημαντικό βήμα μεταρρύθμισης, το οποίο και έγινε αποδεκτό από μια ευρεία πλειοψηφία της Βουλής. Ο σημερινός υπουργός Παιδείας δήλωσε όμως ότι «τίναξε τα πανεπιστήμια στον αέρα». Ο προηγούμενος υπουργός της σημερινής κυβέρνησης είχε ήδη φροντίσει να ακυρώσει σημαντικές ρυθμίσεις, όπως εκείνες για τους αιώνιους φοιτητές και τον τρόπο εκλογής των πρυτανικών Αρχών. Η παιδεία που παρέχεται από το εκπαιδευτικό σύστημα καθορίζει άμεσα την κριτική ικανότητα των πολιτών, τη δυνατότητα της κοινωνίας να αντιμετωπίζει και να υπερβαίνει την καθήλωση στο παρελθόν. Είναι αναγκαίος ο μετασχηματισμός του συστήματος από φορέα πιστοποίησης τίτλων σε πάροχο ουσιαστικής μόρφωσης και κατάρτισης των νέων. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να δίνουμε τη μάχη για τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση πρέπει να παρέχει παιδεία που εξασφαλίζει γνώση, κριτικό ορθολογισμό, θάρρος και πρωτοβουλία, ιδιότητες που έχει ανάγκη πάντα, αλλά ιδίως σήμερα, η χώρα.
Από την εφημερίδα Τα Νέα