Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη
Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Σωτηρέλη
Αυτές τις ημέρες ξεκίνησε το ταξίδι του το βιβλίο-δοκίμιο του Καθηγητή Γιώργου Σωτηρέλη με τίτλο«Ποια Αριστερά; Ανιχνεύοντας την προοδευτική ταυτότητα στην Ευρώπη της κρίσης». Διαβάζοντάς το, έχω την εντύπωση ότι αντικρύζω νοητά την ίδια εικόνα που μόλις τώρα βλέπω από το Γραφείο μου: η πλατεία καταπράσινη και ζωντανή, λίγο πιο κάτω τα ρεύματα του Ευρίπου και στο βάθος το αδιάβατο Καντήλι. Αυτή η κλειστή εικόνα ταυτόχρονα και συνειδητά μου φαίνεται σαν ένας νέος ανοικτός ορίζοντας που υποδέχεται την δειλά αναμενόμενη άνοιξη. Έτσι και το δοκίμιο του Γιώργου Σωτηρέλη, μέσα στον κλειστό ορίζοντα της παραπαίουσας και χειραγωγημένης εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, έρχεται να ανοίξει ένα μεγάλο παράθυρο περίσκεψης, προβληματισμού και θετικής πρότασης για ένα νέο αφήγημα ιδεολογικής και πολιτικής προοπτικής που ενώ χαράσσεται σε πραγματικές και ιστορικά τεκμηριωμένες αλήθειες εν τούτοις είναι και ρηξικέλευθο και αναγεννητικό. Αυτό το εγχείρημα, με απλές σκέψεις και πολιτικούς προβληματισμούς να κτίζεις μία νέα προσέγγιση, είναι αποτελεσματικό.
Στην σύγχρονη Ελλάδα της παρακμής, ιδεολογικές και πολιτικές προσεγγίσεις που θεμελιώθηκαν στην ιστορική πραγματικότητα του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα μη δυνάμενες να προσαρμοστούν σε νέους καιρούς αλλά και να αξιοποιήσουν αναγεννητικά το σοκ της ραγδαίας και τραγικής αλλά και πολύπλευρης κρίσης απαξιώθηκαν και διαστρεβλώθηκαν. Αναφέρομαι στην διαχείριση του δημοκρατικού σοσιαλισμού από το διαδοχικά μεταλλασσόμενο ΠΑΣΟΚ, την ταυτότητα και την αυτογνωσία της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και την χειραγώγησή της στον «προκάτ», λεγόμενο «μεσαίο χώρο» που προσδοκά αυτάρεσκα τον ρόλο του μπαλαντέρ, ενώ την ίδια στιγμή ακόμα και ως τέτοιος αυτοαναιρείται γιατί αυτοπεριορίζεται ιδεολογικά και πολιτικά στις κατευθύνσεις που χαράζει η επίσης πολυδιάστατη Δεξιά, τουλάχιστον στην μετριοπαθή της έκφανση.
Η προσέγγιση του Σωτηρέλη δεν ξεκινά ούτε περιορίζεται στα συντρίμια του ελληνικού δημοκρατικού σοσιαλισμού. Πηγάζει από τις ιστορικές αφετηρίες της Ευρωπαϊκής Αριστεράς όπου η σοσιαλδημοκρατία έχει βαθιές ιστορικές και ιδεολογικές ρίζες ούσα η βασική της συνιστώσα σε όλο το διάβα του περασμένου αιώνα. Στέκεται κριτικά στην μεταστροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς το κέντρο και την υποταγή στις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις, υποταγή που την ξέκοψε από τις ιστορικές ρίζες και τις κοινωνικές δυνάμεις που απετέλεσαν στο παρελθόν την ψυχή της. Υποστηρίζει σωστά ότι σήμερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν έχει άλλο δρόμο παρά μόνο εκείνο της ανανέωσης μέσα από την επανασύνδεση με την μήτρα που την γέννησε. Αυτή η επανάκαμψη δεν θα επιτευχθεί βεβαίως με όρους παλαιολιθικής και ρομαντικής αναπόλησης που με μαθηματική ακρίβεια θα εντείνουν την εσωστρέφειά της αλλά αντίθετα με όρους αναζήτησης νέων προσεγγίσεων για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού και ιδεολογικού αφηγήματος προκειμένου να χαραχθεί δρόμος διεξόδου από την πολιτική και κοινωνική κρίση που έχει φέρει την Ευρώπη στα πρόθυρα της διάλυσης. Τούτο σημαίνει πρωτίστως έναν νέο προσδιορισμό των κοινωνικών δυνάμεων που θα εκφράσει η νέα ευρωπαϊκή προοδευτική πρόταση, λαμβάνοντας σταθερά υπόψη τη σημερινή θέση των κοινωνικών δυνάμεων στην ταξική αντιπαλότητα και λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις μεταβολές τόσο στον κόσμο της εργασίας όσο και στον κόσμο του κεφαλαίου.
Η αναζήτηση της Νέας, σύγχρονης και Πλουραλιστικής Αριστεράς είναι ο μίτος που φέρνει τον συγγραφέα στη διαπίστωση ότι αυτή η Νέα Ευρωπαϊκή και συνεπώς και Ελληνική Αριστερά πρέπει και μπορεί να αναδειχθεί μέσα από τρεις ιστορικές μήτρες: Την σοσιαλδημοκρατία, τη δεξαμενή πολιτικής σκέψης του ευρωκομμουνισμού και στην νεότερη αλλά εξίσου σημαντική δεξαμενή της Πολιτικής Οικολογίας.
Αυτή η πρόταση δεν φαίνεται σήμερα να προκρίνεται στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αντιθέτως οι κομματικοί εκπρόσωποι του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν επικεντρώνονται στην αναζήτηση και την χάραξη του στρατηγικού δρόμου που οδηγεί σε μία σταθερή και ευδόκιμη προοδευτική διακυβέρνηση ούτε επιδιώκουν με όρους ιδεολογικοπολιτικής στρατηγικής την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων μέσα από την επαναφορά της πολιτικής στην κοινωνία. Νοιάζονται μόνο για την επιβίωσή τους στη διαχείριση της εξουσίας, γιαυτό εξάλλου βαδίζουν με ορίζοντα την τρέχουσα και κάθε επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Παράλληλα, μη αναζητώντας την διαμόρφωση και κυρίως την εμπέδωση της προοδευτικής ιδεολογικοπολιτικής στρατηγικής ανατροφοδοτούν από την άλλη πλευρά την αντιπαράθεση με την εθνικολαϊκιστική πλειοψηφία με μονοσήμαντα επιχειρήματα που πηγάζουν από την στρατηγική της Δεξιάς, βολοδέρνοντας στην«σιγουριά» του «μεσαίου χώρου».
Η αναζήτηση του Γιώργου Σωτηρέλη δεν περιορίζεται στον σημερινό συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων της ελληνικής παρακμιακής πολιτικής σκηνής. Βασίζεται στη διατήρηση, και μάλιστα με όρους νέους αλλά και εντονότερους, της ιστορικής αντίθεσης Δεξιάς- Αριστεράς, αναδεικνύοντας όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά της αντίθεσης στο πεδίο της σημερινής ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πραγματικότητας. Δεν περικλείνεται στα ιστορικά όρια της ελληνικής περίπτωσης και δεν αγνοεί την εξέλιξή της στην φάση της μεταδικτατορικής Δημοκρατίας. Ούτε ασφαλώς επαφίεται στη δίνη που διαμορφώθηκε στα χρόνια της μνημονιακής επιτήρησης. Αντίθετα, διαπερνώντας με επιχειρήματα και χωρίς υπεκφυγές την εμπειρία της ελληνικής Αριστεράς, όπως αυτή ως χώρος προσδιορίζεται από τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, καταλήγει στο άνοιγμα ενός παραθύρου πολιτικής και ιδεολογικής πρότασης.
Αυτό το εγχείρημα είχε πάντως εξαρχής να αντιμετωπίσει τα εγχώρια στερεότυπα. Στην Ελλάδα ο όρος “Αριστερά” μονοπωλήθηκε από τα “κομμουνιστογενή κόμματα” ενώ η δημοκρατική σοσιαλιστική Αριστερά προέκυψε, ως ηγεμονική πλειοψηφία, μέσα από την κομματική μήτρα του Κέντρου – για να γυρίσει σε αυτήν πάλι τα τελευταία χρόνια της παρακμής- έτσι μόνο στην Ελλάδα ευδοκίμησε ο όρος «Κεντροαριστερά» ως απότοκος της μετεμφυλιακής πραγματικότητας. Με όρους όμως Ευρώπης, όπου εξάλλου ιστορικά ήταν η μήτρα των ιδεολογιών της Αριστεράς, η σοσιαλδημοκρατία, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός υπήρξε η βασική συνιστώσα της Αριστεράς που δημιούργησε εξάλλου την «χρυσή εποχή» του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, ρίζωσε τη πλουραλιστική δημοκρατία και ουσιαστικά στέριωσε την Ενωμένη Ευρώπη. Μετέπειτα, ο ευρωκομμουνισμός, με πρωταγωνιστή το PCI και τον αείμνηστο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, εμπλούτισε την ευρωπαϊκή αριστερά με το πνεύμα της δημοκρατικής εναλλακτικής διεξόδου και γέννησε προοδευτικές ριζοσπαστικές ιδέες που δοκιμάστηκαν στο καμίνι της πράξης, στο περιβάλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τέλος, οι δυνάμεις τηςπολιτικής οικολογίας πρόσφεραν στην Ευρωπαϊκή Αριστερά την μία νέα προσέγγιση για την ποιότητα ζωής και την βιώσιμη ανάπτυξη ωθώντας όλο το πολιτικό εποικοδόμημα σε πράσινες πολιτικές προσεγγίσεις.
Μετά το «τέλος της ιστορίας» στην Ελλάδα, τραγικό τέλος στη δίνη της παρακμής, οι κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας και οι άνθρωποι που βγήκαν στο περιθώριο της οικονομικής ζωής χρειάζονται ένα νέο, σύγχρονο και με προοπτική ηγεμονίας συσχετισμό δυνάμεων για να επανέλθει η πολιτική στην κοινωνία και να αναγεννηθεί η Δημοκρατία και μαζί της η Ελλάδα.
Οι προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας οφείλουν να έχουν αφήγημα, πρόταση και βούληση αγώνα για να σπρώξουν αυτές τον τροχό της «νέας ιστορίας». Δεν θα το πετύχουν με μοιρολόγια, υστεροβουλίες και καθεστωτικούς υπολογισμούς, δεν θα το πετύχουν αποσβολωμένες στο εικονοστάσι του παρελθόντος τους. Θα το πετύχουν με νέες ιδέες, σταθερές ιδεολογικές και πολιτικές βάσεις, και με προσανατολισμό Ευρωπαϊκό, Δημοκρατικό και απελευθερωτικό για τον κόσμο της εργασίας και της παραγωγής. Στην Ευρώπη που η διχόνοια, η διάλυση, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός στρώνουν το χαλί για την επάνοδο των φαντασμάτων οι δυνάμεις της σοσιαλιστικής Αριστεράς φαίνεται ότι με αργούς ρυθμούς πλην όμως με περίσκεψη ψάχνουν τον δρόμο της ιστορικής τους αποστολής, να ξανασηκώσουν την κοινωνία όρθια σε μία Ευρώπη Δημοκρατική, Κοινωνικά Δίκαιη και Συμμετοχική.
Σε αυτή την διεργασία, η Νέα Πλουραλιστική Αριστερά που προτείνει εύστοχα ο Γιώργος Σωτηρέλης έχει και θέση και χρέος να οδηγήσει τον τροχό της ιστορίας. Στην Ελλάδα ας φροντίσουμε να μην μείνουμε πάλι χαμένοι στις ιστορικές μας αντιφάσεις και στον ιδεολογικοπολιτικό επαρχιωτισμό μας.