Του Κώστα Βαξεβάνη
Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Γιατί όχι και υποψήφιος για Νόμπελ; Παρ όλα αυτά, η “εθνική” συνήθεια στην αυτοαπονομή σπουδαιότητας, έχει και κάποια όρια. Όταν δηλώνεις ότι είσαι υποψήφιος για Νόμπελ λογοτεχνίας, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να σε διαψεύσει κάποιος αφού δεν θα μαθευτεί ποτέ ποιοι ήταν οι υποψήφιοι στις συζητήσεις του άβατου της Σουηδικής Ακαδημίας, τότε ρισκάρεις να γελοιοποιηθείς.
Η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου γνωστοποίησε μέσω των social media στο κοινό, ότι μένει ψύχραιμη για την υποψηφιότητά της για το βραβείο Νόμπελ, ενώ συμπλήρωνε μάλιστα ότι το έχει συνηθίσει πλέον γιατί ήταν άλλες πέντε χρονιές υποψήφια. Φαντάζομαι χιλιάδες αναγνώστες κάκισαν τον εαυτό τους γιατί αγνοούσαν ότι είχαμε έναν άνθρωπό μας έτοιμο να κατακτήσει επί σειρά ετών το Νόμπελ, ενώ ακόμη περισσότεροι άρχισαν να ψάχνουν πότε είναι η απονομή για να μην χάσουν το ραντεβού με την εθνική υπερηφάνεια.
Τις επόμενες μέρες, sites, περιοδικά, δημοσιογράφοι (πρωταγωνίστησαν οι λεγόμενοι σοβαροί) συνομιλούσαν με την Έρση Σωτηροπούλου για να καταγράψουν την αγωνία της και τα συναισθήματά της, την ώρα περπατούσε στο δρόμο που είχαν ανοίξει ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Μέσα σε μια βδομάδα, τα media είχαν δημιουργήσει τη βεβαιότητα ότι έχουμε δίπλα μας μια υποψήφια για Νόμπελ, με την ίδια ευκολία που σε άλλες περιπτώσεις δημιουργούν βεβαιότητες για βιαστές, δράκους και τρομοκράτες.
Κανένας δεν αναζήτησε την αλήθεια της πληροφορίας. Για την ακρίβεια κανένας δεν άφησε την πραγματικότητα να του χαλάσει μια τόσο καλή ιστορία. Και μάλιστα για Νόμπελ.
Φυσικά η συμπαθής Έρση Σωτηροπούλου δεν πήρε το υπέρτατο λογοτεχνικό βραβείο, αφού απονεμήθηκε στην Νοτιοκορεάτισσα Han Kang. Ήταν μια ατυχία για την Ελληνίδα συγγραφέα, ή ένα αφήγημα από αυτά που που μπορείς να χαρακτηρίσεις χαριτωμένη εξαπάτηση μετά προβολής;
Αν οι δημοσιογράφοι ειδικευμένοι σε θέματα λογοτεχνίας, εξαπατήθηκαν από μια συγγραφέα που δήλωνε ότι είναι υποψήφια για Νόμπελ τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα στη δημοσιογραφία και στον τομέα αυτό. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν υποψηφιότητες που ανακοινώνονται για τα Νόμπελ λογοτεχνίας, short list (βραχεία λίστα) με υποψήφιους δηλαδή όπως συμβαίνει στα βραβεία Bookers. Στα Νόμπελ η επτασφράγιστη λίστα μένει μέσα στους τοίχους της Ακαδημίας της Στοκχόλμης και οι υποψήφιοι κάθε χρονιάς γίνονται γνωστοί μετά από πενήντα χρόνια. Με αυτή την έννοια η Έρση Σωτηροπούλου θα μπορούσε να είναι θεωρητικά υποψήφια όπως και εκατό ακόμη έλληνες λογοτέχνες. Πώς όμως η Έρση Σωτηροπούλου έφτασε στο σημείο να εκτεθεί δια της βεβαιότητας για υποψηφιότητα;
Μια απλή έρευνα στο διαδίκτυο, δείχνει ότι η υποψηφιότητα που επικαλέστηκε δεν ήταν τίποτα άλλο, από πονταρίσματα μιας στοιχηματικής εταιρείας. Το να συνδέεις όμως τον τζόγο με την υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ, είναι σα να αποκαλείς τον ιππόδρομο ανώτατα μαθηματικά επειδή έχει σχέση με τις πιθανότητες. Όσοι έγραφαν διθυράμβους για το πιθανό επερχόμενο Νόμπελ, γνώριζαν πολύ καλά ότι μιλούν για τζόκερ. Γράφει ένα site που όπως λέει είχε την αποκλειστικότητα να συνομιλήσει με την «υποψήφια»:
«Το όνομα της γνωστής πεζογράφου συναγωνίζεται κορυφαία ονόματα της λογοτεχνίας, όπως του Ιάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι και της Κινέζας Can Xue. Ειδικότερα, φαίνεται ότι η απόδοση για την Xue είναι κατά μέσο όρο 9,33:1, για τον Μουρακάμι είναι 14:1, για την Έρση Σωτηροπούλου 15:1, ενώ για την Καναδή Μάργκαρετ Άτγουντ 17:1. Και στο World Literature Forum τα στοιχήματα θέλουν την υποψηφιότητά της φαβορί.”
Το World Literature Forum, το οποίο επικαλέστηκε και ο εκδοτικός οίκος της Σωτηροπούλου για να αμβλύνει τις κακές εντυπώσεις από την «εξαπάτηση», είναι ένα Φόρουμ, όπου ο καθένας μπορεί να μπει και να γράψει ό,τι θέλει για τους συγγραφείς. Ακόμη και να τους καταστήσει υποψήφιους για Νόμπελ. Δεν έχει καμία διαφορά από ένα Φόρουμ, όπου υδραυλικοί ανταλλάσσουν απόψεις για το ποια τσιμούχα είναι καλύτερη, ανάλογα με την εμπειρία που έχουν. Σε τέτοια Φόρουμ δεν λείπουν και οι «επαγγελματίες» που κατευθύνουν τη συζήτηση και μπορούν να ισχυριστούν ότι η εταιρεία που τους πληρώνει κρυφά, φτιάχνει τις καλύτερες τσιμούχες.
Και για να προλάβω αντιδράσεις, δεν αποτελεί εκχυδαϊσμό η σύγκριση ενός Φόρουμ για το βιβλίο με ένα Φόρουμ για τις τσιμούχες. Και τα δύο αποτελούνται από ανώνυμους ή ψευδώνυμους σχολιαστές που επιμένουν ότι είναι ειδικοί σε όσα λένε. Σε κάθε περίπτωση λένε ό,τι θέλουν.
Συνεπώς ούτε υποψηφιότητες υπήρχαν, ούτε κάποια διαρροή έστω που να χρεώνεται στην Σουηδική Ακαδημία. Ήταν μια εξαπάτηση για «καλό» σκοπό, αυτόν προφανώς της προσωπικής επιβεβαίωσης ή της προώθησης του προϊόντος.
Ας αφήσουμε όμως την Έρση Σωτηροπούλου και ας πάμε στο φαινόμενο που αποκαλύπτει αυτό που έκανε η Σωτηροπούλου και όποιος άλλος συμμετείχε εκούσια ή ακούσια (σε κάθε περίπτωση επιπόλαια).
Πριν από μερικά χρόνια , μια νεαρή η Ελένη Αντωνιάδου, η οποία αυτοχαρακτηριζόταν ως επιχειρηματίας και ερευνήτριας βιοπληροφορικής, αλλά κυρίως μέλος της NASA, αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Η νεαρή πριν αποκαλυφθεί, είχε βραβευτεί από φορείς και υπουργούς (ανάμεσά τους η Άννα Διαμαντοπούλου και η Νίκη Κεραμέως), είχε εμφανιστεί ως παράδειγμα αριστείας και πολλοί ορκίζονταν ότι είχε ανακαλύψει την τεχνητή τραχεία για να σώσει άνθρωπο από τον καρκίνο. Ίσως να έπαιρνε και Νόμπελ. Η εταιρεία Matel έβγαλε κούκλα Barbie με τη μορφή της, ενώ οι ικανότητές της εμφανίζονταν ως μια πορεία ανάμεσα σε δύσκολους επιστημονικούς όρους.
Σήμερα η Ελένη Αντωνιάδου έχει αλλάξει όνομα και ζει κάπου στην Αμερική. Πώς κατάφερε να εξαπατήσει τόσους πολλούς; Φυσικά δεν το έκανε μόνη της. Η Αντωνιάδου πέρασε μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες που δημιουργούν δημοσιογράφοι, επώνυμοι και λαϊφστυλάδες για να καταλήξει στο κοινό που σχεδόν θέλει να εξαπατηθεί με ένα ωραίο παραμύθι.
Σε μια άλλη περίπτωση «Αντωνιάδου» στις ΗΠΑ, αυτή της Ελίζαμπεθ Χολμς, στήθηκε μια απάτη δισεκατομμυρίων. Η λαμπερή Χολμς, δήθεν ερευνήτρια και επιχειρηματίας, αφού εμφανίστηκε και φωτογραφήθηκε με Προέδρους των ΗΠΑ, τραγουδιστές και ηθοποιούς, άπλωσε την απάτη της με την ανάδειξή της από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Η Έρση Σωτηροπούλου, δεν έχει σχέση με όλα αυτά, αντιθέτως είναι μια πολυβραβευμένη συγγραφέας όπως φρόντισε να μας θυμίσει το εκδοτικό Παττάκης. Οι μηχανισμοί όμως που και στην περίπτωσή της, χειραγώγησαν το κοινό και την εμφάνισαν ως κάτι που δεν ήταν, είναι επικίνδυνοι. Σήμερα φτιάχνουν αθώα υποψήφιους για Νόμπελ, αύριο πρωθυπουργούς, σωτήρες ή ανθρώπους που μας λένε ότι πρέπει να φοβόμαστε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, πήραμε το Νόμπελ ανοησίας. Να το χαιρόμαστε.
ΑΠΟ ΤΟ DOCUMENTO