Του Γ. Λακόπουλου
Η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου έκανε μια συγκεκριμένη καταγγελία για μια αποτρόπαια πράξη εναντίον της, κατονομάζοντας στη Δικαιοσύνη και τον άνθρωπο στον οποίο αναφέρεται.
Αναλαμβάνει την ευθύνη της χωρίς περιστροφές – και οι αναφορές κάποιων σε «καθυστέρηση» είναι ανόητες.
Είναι εύλογο να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να ενδιαφερθούν τα ΜΜΕ, για τα οποία -πολύ ορθά- δεν απαιτούνται τελεσίδικες δικαστικής αποφάσεις προκειμένου να αναδείξουν ένα θέμα. ΄
Από εκεί και πέρα είναι θέμα δικής τους ευθύνης απέναντί στο κοινό τους ο χειρισμός της υπόθεσης.
Ως εδώ δεν συμβαίνει κάτι περίεργο. Συμβαίνει όμως κάτι ενοχλητικό, αν όχι επικίνδυνο, για ευνομούμενη χώρα: οι παρεμβάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη -μετά συζύγου μάλιστα- και της Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Η ειδησεογραφία κατέγραψε ότι ο Πρωθυπουργός “είχε επικοινωνία” με την καταγγέλουσα. Δεν ξέρουμε με ποια ιδιότητα και τι ειπώθηκε στη συνομιλία του.
Δεν ξέρουμε ούτε αν εξέφρασε τη λύπη του ότι ο άνθρωπος τον οποίο καταγγέλλει η αθλήτρια είναι προβεβλημένο στέλεχος του κόμματός του.
Η μακροσκελής δήλωσή του άφησε άναυδους όσους σέβονται τους θεσμούς και την απόδοση Δικαιοσύνης : «Η απόφαση της Σοφίας Μπεκατώρου να καταγγείλει με τόλμη τη σεξουαλική βία που υπέστη ως έφηβη αθλήτρια αποτελεί πράξη με βαρύ κοινωνικό φορτίο».
Λίγο αργότερα δημοσιεύθηκε -με περισσότερη ευθύνη και προσοχή είναι αλήθεια- ότι τη Δευτέρα «η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου θα δεχθεί στο Προεδρικό Μέγαρο την Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου.».
Ως νομικός η αρχηγός του ελληνικού κράτους , τουλάχιστον έχει την πρόνοια να προφυλάξει τον εαυτό της. Τα υπόλοιπα θα κριθούν από το περιεχόμενο που δώσει η ίδια σ’ αυτή τη συνάντηση.
Πάντως και οι δυο πολιτειακοί παράγοντες έκαναν αρνητική , ή έσττω βεβιασμένη, χρήση του αξιώματός τους. Οποιοδήποτε άλλος δικαιούται να αντιδράσει, ακόμη και εν θερμώ. Ή κατά την κρίση του και τα αισθήματά του. Οι ίδιοι ως φορείς συγκεκριμένων αξιωμάτων όχι.
Προτού διαλευκανθεί μια υπόθεση έσπευσαν να εισπράξουν -και να δημιουργήσουν- δημοσιότητα. Ως μη όφειλαν σ’ αυτή τη φάση της υπόθεσης. Ειδικά ο Μητσοτάκης.
Εμφανίζεται να ξέρει τι συνέβη πριν από 23 χρόνια στην αθλήτρια. Αλλά ως Πρωθυπουργός δεν πρέπει να δώσει τον πρώτο λόγο στη Δικαιοσύνη; Ή ακόμη να ακουστεί και ο καταγγελθείς;
Ξέρει κανέναν άλλο τρόπο διαλεύκανσης; Εισηγείται να θεσπιστεί κατάλογος κατηγοριών για τις οποίες δεν είναι αρμόδια η Δικαιοσύνη, αλλά η κυβέρνηση;
Τι θα πει, ως υπεύθυνος πολιτικός, αν από τη δικαστική έρευνα δεν προκύψει η ενοχή του; Ότι τον δίκασε ο ίδιος και βρήκε ένοχο;
Τι είδους δαιμόνια εισάγει στο δημόσιο βίο και τη Δικαιοσύνη; Τι ακριβώς πιστεύει για τον εαυτό του έναντι της ελληνικής κοινωνίας από το ρόλο που του ανέθεσε;
Να μην κρυβόμαστε: Συνιστά πλήγμα για το νομικό πολιτισμό της χώρας ότι ο πρωθυπουργός της κάνει μικροπολιτική με μια σοβαρή καταγγελία, αποφαινόμενος για το περιεχόμενό της.
Όπως προ ημερών αποφάνθηκε ότι δεν ενέχονται πολιτικοί στο σκάνδαλο Νοβάρτις-, τη στιγμή που γι’ αυτό το σκάνδαλο ερευνάται υπουργός του και έχει ασκηθεί δίωξη για πρώην υπουργό.
Αν αυτά συνιστούν δημόσια λειτουργία Πρωθυπουργού, μάλλον σε επικίνδυνη χώρα ζούμε.