Του Σωκράτη Αργύρη
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
– Ζαν-Πωλ Σαρτρ
Επειδή πολύ συζήτηση γίνεται στην Ευρώπη και όχι μόνο, για τις απόψεις του Τραμπ ως προς την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας που θα ακολουθήσει στην δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, καλό θα είναι να δούμε πού στηρίζεται και τα εκφράζει.
Όπως έχει γράψει ο Θουκυδίδης:
” … Όσο καταλαβαίνετε αμέσως ποιά θα είναι η συνέχεια της επιχειρηματολογίας, τόσο καθυστερείτε στο να προβλέπετε τις πραγματικές συνέπειες που θα έχουν τα όσα σας λένε. [3.38.7] Θα έλεγε κανείς ότι είστε σε αναζήτηση ενός άλλου κόσμου από εκείνον στον οποίον ζούμε και ότι δεν μπορείτε να κρίνετε σύμφωνα με την πραγματικότητα. Σας παρασύρει η ευχαρίστηση που προκαλούν τα ωραία λόγια και μοιάζετε περισσότερο με ανθρώπους που παρακολουθούν μια συζήτηση σοφιστών, παρά με πολίτες που συσκέπτονται για τα ζητήματα της πολιτείας.”
Η γεωπολιτική αποτελεί μια μέθοδο μελέτης της εξωτερικής πολιτικής ώστε να γίνει κατανοητή, να εξηγηθεί και τελικά να μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά των διεθνών πολιτικών δρώντων μέσα από γεωγραφικές μεταβλητές. Καθ’ όσον η γεωπολιτική ως μια θεωρία χωρικών αλληλεξαρτήσεων και ιστορικής αιτιότητας, αναλύει και συσχετίζει σταθερούς και μεταβλητούς γεωγραφικούς παράγοντες καταλήγοντας σε συμπεράσματα κατανομής της ισχύος στον διεθνή χώρο.
Μέχρι τώρα η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στηριζόταν ανάμεσα στη «ρήση Spykman» με την οποία ο αμερικανός γεωπολιτικός αντιδιέστειλε την ανάλυσή του από αυτή του Mackinder που είναι η εξής:
«Όποιος ελέγχει την περίμετρο κυριαρχεί στην Ευρασία. Όποιος κυριαρχεί στην Ευρασία ελέγχει τις τύχες του κόσμου».
γιατί αν και ο Βρετανός γεωγράφος Xάλφορντ Μάκιντερ, δεν έκανε ποτέ χρήση του όρου «Γεωπολιτική», [σαν επιστημονικός όρος εισήχθη το 1899 από τον Σουηδό πολιτικό και πολιτικό επιστήμονα Rudolf Kjellén, μαθητή του γεωγράφου Friedrich Ratzel] θεωρείται, ωστόσο, ο ιδρυτής και επιφανέστερος εκπρόσωπος της Αγγλοσαξωνικής Σχολής της Γεωπολιτικής, έλεγε:
“Αυτός ο οποίος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί στην καρδιά της γης. Αυτός ο οποίος κυβερνά στην καρδιά της γης κυριαρχεί την παγκόσμιο νήσο. Αυτός ο οποίος κυβερνά την παγκόσμιο νήσο κυριαρχεί στον κόσμο».
Επίσης στηρίζεται και στο έργο “Mεγάλη Σκακιέρα” όπου το 1997 ο Zbigniew Brzezinski είχε παρουσιάζει το τολμηρό καί προκλητικό γεωστρατηγικό όραμα του για την εξασφάλιση της αμερικανικής υπεροχής και κατά τον 21ο αιώνα.
Ως κεντρικό στοιχείο της ανάλυσής του είναι το πώς οι HΠA θα ασκήσουν πολιτική ισχύος στη συμπαγή ευρασιατική εδαφική έκταση που αποτελεί την πατρίδα του μεγαλύτερου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού και το χώρο όπου βρίσκονται οι περισσότεροι φυσικοί πόροι και αναπτύσσεται η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα. Eκτεινόμενη από την Πορτογαλία μέχρι τον Bερίγγειο πορθμό και από τη Λαπωνία μέχρι τη Mαλαισία, η Eυρασία αποτελεί τη «μεγάλη σκακιέρα» πάνω στην οποία η πρωτοκαθεδρία της Aμερικής είτε θα αναγνωριστεί είτε θα αμφισβητηθεί τα επόμενα χρόνια απότρίτεςχώρες. Tο καθήκον της Aμερικής είναι, υποστηρίζει ο Brzezinski, να χειριστεί τις συγκρούσεις και τις σχέσεις στην Eυρώπη, την Aσία και τη Mέση Aνατολή, έτσι ώστε να μην εμφανιστεί καμιά αντίπαλη υπερδύναμη ικανή να απειλήσει τα συμφέροντα των HΠA.
Ο Brzezinski στο βιβλίο του χωρίς περιστροφές, τάσσεται υπέρ της τριχοτόμησης της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε μια Συνομοσπονδία που θα αποτελείται από τη «Ρωσία», τη «Σιβηρία» και τη «Δημοκρατία της Απω Ανατολής». Με την ειλικρίνεια ενός καθολικού Πολωνού, ο οποίος δεν λησμονεί τη συμβολή της Αγίας Πετρούπολης στους διαμελισμούς της πατρίδας του, πριν από 200 χρόνια, σχεδιάζει τον επί της χειρουργικής κλίνης ακρωτηριασμό της Ρωσίας. Αυτό είναι και το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου του Brzezinski. Η διαφορά του με τη Ρωσία δεν είναι ιδεολογική, είναι διαφορά γεωπολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής αυτός είναι ο κύριος εισηγητής της ιδέας της κατά προτεραιότητα προσδέσεως της Ουκρανίας στη Δύση.
Στο βιβλίο του Zbigniew Brzezinski «Η μεγάλη σκακιέρα» («The Grand Chessboard»), με υπότιτλο «η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές» ορίζει ως σκακιέρα την Ευρασία, που περιλαμβάνει την η πρώην Σοβιετική Ενωση με τις γειτονικές της ασιατικές χώρες (Κίνα, ινδική υποήπειρος, Ινδοκίνα) και Ευρώπη. Ο Brzezinski είναι πιστός στην αντίληψη του Mackinder, ο οποίος πριν από έναν αιώνα υποστήριζε πως όποιος ελέγχει το κέντρο της Ευρασίας (Ρωσία) ελέγχει τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία, Αφρική), ελέγχει τον κόσμο.
Ο Brzezinski δείχνει επίσης αύξουσα σημασία στην Ινδία, ως υποστυλώματος της αμερικανικής πολιτικής στη Νότιο Ασία και στη σημασία του Ιράν και την ανάγκη επανενσωμάτωσης του στη διεθνή κοινότητα. Ο Brzezinski είναι, σε αντίθεση με τον Ρεπουμπλικάνο Henry Kissinger, υπέρ του προσεταιρισμού του περσικού κράτους. Με το μάτι στους ενεργειακούς πόρους της Κασπίας αντιλαμβάνεται ότι το συμφέρον των ΗΠΑ δεν εξυπηρετείται από τη διαιώνιση της εχθρότητας με το Ιράν. Οι ΗΠΑ δεν πρέπει να αποξενώσουν την Τουρκία, υποστηρίζει, τουλάχιστον ώσπου να εξομαλυνθούν οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Τεχεράνης και αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην Τεχεράνη παρά στην Αγκυρα. Θεωρεί όμως ότι η αποτελεσματική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία επιβάλλει τη συνέργεια των δύο. Κατανοώντας ότι, αν υποτεθεί πως Τουρκία και Ιράν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως ζεύγος, τούτο θα συμβεί εις βάρος της σημασίας της πρώτης, ψάχνει, όχι πολύ πειστικά, να σχεδιάσει τρόπους στερεώσεως της μεταξύ τους σχέσεως (πετρελαιοαγωγοί Κασπίας – Ιράν – Τουρκίας κλπ.). Ολα αυτά έχουν μια γεύση από CENTO και ίσως ανομολόγητα προεξοφλούν μια μεταξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία.
Αλλά ο Brzezinski ως Δημοκρατικός, διατυπώνει και άλλες ενδιαφέρουσες απόψεις. Η γόνιμη εμπειρία του, από την ηγετική συμμετοχή του στην κάποτε περίφημη Τριμερή Επιτροπή (Trilateral Commission) είναι φανερή: με ικανή δόση θάρρους και ρεαλισμού υποστηρίζει τη διαδικασία τής ολοένα βαθύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πολύ ώριμα, διατείνεται ότι η μη προώθηση της ενοποίησης της Ευρώπης, με πυρήνα τις Γαλλία – Γερμανία, θα επιφέρει συμφορές στη σταθερότητα της Ευρασίας και στα αμερικανικά συμφέροντα.
Υπάρχουν όμως και άλλα ενδιαφέροντα, και στασιαζόμενα, στοιχεία στο βιβλίο του πολωνοαμερικανού καθηγητή. Η αντίληψη για τις τρεις αξονικές περιοχές του κόσμου (Β. Αμερική, Δ. Ευρώπη, ΝΑ Ασία). Από την περιοχή της Δ. Ευρώπης αποκλείει την Ελλάδα, μόνη από τα κράτη – μέλη της ΕΕ, ενώ βεβαίως περιλαμβάνει την Πολωνία, τις τρεις βαλτικές δημοκρατίες και τα αψβουργικά εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Με άλλο κριτήριο, όχι λιγότερο αυθαίρετο, ομιλεί για την «Ατλαντική Ευρώπη», την οποία θεωρεί ως το δημοκρατικό προγεφύρωμα στην Ευρασία. Εδώ περιλαμβάνονται η Ελλάς, η Τουρκία, οι τρεις δημοκρατίες του Νοτίου Καυκάσου, ακόμη η Λευκορωσία και η Ουκρανία και, τι άλλο, αποκλείεται η Ρωσία.
Από την άλλη υπάρχει ακόμα ζωντανό το Δόγμα Μονρόε.
Μπορεί το Δόγμα Μονρόε να συμπλήρωσε την 201η επέτειό του και βιώνει μία αναζωπύρωση. Πρόκειται για μία αρχή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, που έχουν ασπαστεί αρκετοί πρόεδροι ανά τις δεκαετίες, και δηλώνει ότι η Ουάσιγκτον θα αντιταχθεί στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στο δυτικό ημισφαίριο από δυνάμεις εκτός αυτού.
Οι Ρεπουμπλικανοί ζητούν την αναζωογόνηση του δόγματος για να στοχεύσει στην αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στη Λατινική Αμερική και το προσφέρουν ως δικαιολογία για μια πιθανή στρατιωτική επίθεση των ΗΠΑ σε εγκληματικές οργανώσεις στο Μεξικό, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Policy.
Ακολουθούν ουσιαστικά το παράδειγμα του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χαιρέτισε το Δόγμα Μονρόε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στην πρώτη θητεία του.
Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις 2 Δεκεμβρίου 1823, από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέιμς Μονρόε, κατά τη διάρκεια του ετήσιου μηνύματός του προς το Κογκρέσο — αν και σύμφωνα με τους ιστορικούς, το επίμαχο απόσπασμα γράφτηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Τζον Κουίνσι Άνταμς.
Η εξωτερική πολιτική των Μονρόε περιείχε δύο βασικές αρχές. Η πρώτη ήταν η δημιουργία αυτού που αποκαλούσαν «ξεχωριστές σφαίρες» μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής. Η δεύτερη ήταν η επιβεβαίωση της αντίθεσης των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές προσπάθειες ανακατάκτησης και τις εδαφικές φιλοδοξίες στη Λατινική Αμερική και στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό.
Στην αρχή, η ιδέα δεν ήταν δόγμα, ούτε η νεοσύστατη δημοκρατία των ΗΠΑ μπορούσε να την υποστηρίξει με δύναμη. Η ομιλία του Μονρόε θεωρήθηκε περισσότερο ως δήλωση αλληλεγγύης ενάντια στην απειλή των Ευρωπαίων κατακτητών. Οι ηγέτες της ανεξαρτησίας στις πρώην ισπανοαμερικανικές αποικίες την εξέλαβαν ως έκφραση υποστήριξης στον σκοπό τους.
Από την αρχή, το Δόγμα Monroe είχε μυριάδες έννοιες. Πριν συνδεθεί ανεπανόρθωτα με το «μεγάλο ραβδί» του Προέδρου των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ, χρησίμευε ως καθρέφτης, αντανακλώντας τις ελπίδες και τους φόβους των νέων χωρών της Αμερικής στις διεθνείς σχέσεις.
Παρόλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, ορισμένοι φιλελεύθεροι της Λατινικής Αμερικής είδαν το Δόγμα Μονρόε ως μια ευκαιρία να δημιουργήσουν μια περιφερειακή τάξη βασισμένη όχι σε δυναστικά συμφέροντα και ίντριγκες μεγάλων δυνάμεων, αλλά μάλλον στο κράτος δικαίου και την αλληλεγγύη.
Αντί να βλέπουν το δόγμα Μονρόε ως μία άδεια προς τις ΗΠΑ για επεκτατισμό, οραματίστηκαν ένα κοινό πεπρωμένο για το δυτικό ημισφαίριο, που έδινε τέλος στους πολέμους του Παλαιού Κόσμου. Το δόγμα επανεμφανίστηκε ως έκκληση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να δράσουν κατά των γαλλικών και ισπανικών εισβολών στην Αμερική.
Οι φιλελεύθεροι ηγέτες αναγνώρισαν ότι το μέγεθος και η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών θα έκαναν τη θέση τους στο ημισφαίριο ξεχωριστή, αλλά υποστήριξαν ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνών έπρεπε να γεφυρωθούν με τη δημοκρατική αλληλεγγύη, την πολυμερή διπλωματία και το διεθνές δίκαιο. Η ειρήνη δεν θα γινόταν μέσω μυστικών συνθηκών σε βάρος των μικρών κρατών, αλλά μέσω διαιτησίας και διαβουλεύσεων.
Οι Λατινοαμερικανοί όμως επικαλέστηκαν το Δόγμα Μονρόε σε αυτό το πλαίσιο για να επικρίνουν τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη διάσημη πλέον Διάσκεψη του Βερολίνου από το 1884 έως το 1885, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μοιράστηκαν την αφρικανική επικράτεια υπό το αυτοαποκαλούμενο καθήκον να διαδώσουν τον δυτικό πολιτισμό. Οι Λατινοαμερικανοί φοβήθηκαν ότι αυτή η εγκεκριμένη αυτοκρατορική επέκταση θα μπορούσε να φτάσει και στις ακτές τους.
Η Διάσκεψη του Βερολίνου ξεκίνησε τις εργασίες της στις 15 Νοεμβρίου 1884 και συνεχίστηκε μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 1885.
Με την υποστήριξη των Βρετανών και με πρωτοβουλία της Πορτογαλίας, ο Ότο φον Βίσμαρκ, καγκελάριος της Γερμανίας, προσκάλεσε εκπροσώπους 11 ευρωπαϊκών εθνών, δηλαδή εκτός της Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, το Βέλγιο, την Δανία , την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ιταλίας, την Ολλανδία, την Ρωσική Αυτοκρατορία, την Σουηδία-Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, καθώς την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και τις ΗΠΑ να συμμετάσχουν στη Διάσκεψη του Βερολίνου του 1884, για να επεξεργαστούν μια κοινή πολιτική για την αφρικανική ήπειρο.Οι 14 χώρες έστειλαν εκπροσώπους για να συμμετάσχουν στη Διάσκεψη του Βερολίνου για να υπογράψουν την Πράξη της Διάσκεψης όπου δημιουργείται το δόγμα των «σφαιρών επιρροής», σύμφωνα με το οποίο ο έλεγχος μιας ακτής σήμανε, επίσης, επέκταση του ελέγχου και στην ενδοχώρα, σε μια απεριόριστη σχεδόν απόσταση. Το δόγμα της «αποτελεσματικής κατοχής» εξασφάλιζε ότι ο διαμελισμός της Αφρικής θα πραγματοποιούνταν χωρίς πόλεμο μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν το δικαίωμα να αρνηθούν ή να αποδεχθούν μελλοντικά τα συμπεράσματα της Διάσκεψης.
Όμως το 1884 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Άρθουρ Τσέστερ [ προηγουμένως ήταν δικηγόρος στην Νέα Υόρκη. Για δύο υποθέσεις του ήταν διάσημος. Η μία επιβεβαίωνε ότι κάθε σκλάβος που ερχόταν στην Νέα Υόρκη αυτομάτως θα ήταν ελεύθερος. Η άλλη έληξε τον φυλετικό διαχωρισμό στα μετρό. Έγινε Προέδρος μετά τη δολοφονία του εκλεγμένου Προέδρου Τζέιμς Γκάρφιλντ και έτσι ο ως τότε αντιπρόεδρος Άρθουρ Τσέστερ τον αντικατέστησε] εντούτοις αναγνωρίζει τα δικαιώματα του Λεοπόλδου στο Κονγκό. Τον επόμενο χρόνο οι εδαφικές αξιώσεις του αδίστακτου βασιλιά αναγνωρίζονται στη Διάσκεψη του Βερολίνου ως προσωπική του περιουσία.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Βενεζουελάνοι το επικαλέστηκαν για να ζητήσουν την υποστήριξη των ΗΠΑ στη διαμάχη τους με τη Βρετανία για τα σύνορα Βενεζουέλας – Γουιάνας.
Αν και στη Λατινική Αμερική, το δόγμα πρόσφερε στις χώρες την προστασία των ΗΠΑ (είτε ζητήθηκε είτε όχι), διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα της Ουάσιγκτον να ορίσει τι είδους ενέργειες θεωρούνται απειλητικές, καθώς και το δικαίωμα να αποφασίσει πώς θα απαντήσει σε αυτές. Ο εγγενής πατερναλισμός προς την περιοχή σύντομα συμπληρώθηκε από την απόλυτη μονομέρεια και τον παρεμβατισμό.
Ωστόσο, η αναζωπύρωσή του αποκαλύπτει πως εξακολουθεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά ακροατήρια.
Παρόλο που η κυβέρνηση Μπάιντεν απέφυγε να επικαλεστεί ρητά την αρχή -πιθανότατα συνειδητοποιώντας ότι οι αναφορές θα προκαλέσουν αντιδράσεις από τους Λατινοαμερικανούς – οι προειδοποιήσεις του Λευκού Οίκου για το αυξανόμενο αποτύπωμα της Κίνας στο δυτικό ημισφαίριο θυμίζουν έντονα το συγκεκριμένο δόγμα.
Βέβαια μη ξεχνάμε και την άποψη του S. Huntington που μεταξύ άλλων, στο γνωστό βιβλίο του γράφει, η θρησκεία δεν είναι το «όπιο του λαού» αλλά αντίθετα η «βιταμίνη των αδυνάτων», παραθέτοντας τη φράση του Γάλλου ακαδημαϊκού, Régis Debray, πρώην συντρόφου του Τσε,
«Στον ανατέλλοντα κόσμο της εθνοτικής και πολιτισμικής σύγκρουσης, η δυτική πίστη στην παγκοσμιότητα της δυτικής κουλτούρας παρουσιάζει τρία προβλήματα: είναι λαθεμένη, είναι ανήθικη και είναι επικίνδυνη. Το γεγονός ότι είναι λαθεμένη αποτελεί την κεντρική θέση αυτού του βιβλίου […] Η πίστη ότι οι μη δυτικοί λαοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν δυτικές αξίες, θεσμούς και κουλτούρα είναι ανήθικη λόγω των όρων που θα χρειάζονταν να εξασφαλιστούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος […] Η δυτική παγκοσμιότητα είναι επικίνδυνη για τον κόσμο, γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν μεγάλο διαπολιτισμικό πόλεμο ανάμεσα σε κράτη πυρήνες∙ είναι επικίνδυνη για τη Δύση γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει στην ήττα της».
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αναζητώντας μέσα από ετερόκλιτα πολιτισμικά θραύσματα την ενότητα και το νόημα του κόσμου, προσέκρουε συνεχώς στις συρρικνώσεις του πολιτισμού που γέννησε ο καπιταλισμός, ο οποίος, σύμφωνα με τη θεώρησή του, επιδεινώνεται καταστροφικά με την πρόοδο της τεχνολογίας και το προβάδισμα του εμπορεύματος έναντι του ανθρώπου.
Ετσι η ανθρωπότητα θα ζήσει και πάλι αυτό που είπε ο Θουκυδίδης:
… οἵτινες εἰώθατε θεαταὶ μὲν τῶν λόγων γίγνεσθαι, ἀκροαταὶ δὲ τῶν ἔργων…
[συνηθίζετε να είστε θεατές των λόγων και ακροατές των πράξεων]