Συνέντευξη του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Η κυβερνητική πρωτοβουλία για διεξαγωγή δημοψηφίσματος την προσεχή Κυριακή είναι συμβατή με το Σύνταγμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση προσφεύγει στη λαϊκή ετυμηγορία πάσχει σε δύο σημεία: στη διατύπωση του ερωτήματος και στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια.
Σε αυτές τις κρίσιμες διαπιστώσεις καταλήγει ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, σε συνέντευξή του στον Γ. Λακόπουλο.
Ερώτηση: Κύριε καθηγητά, παρέχει το Σύνταγμα δυνατότητα δημοψηφίσματος σαν αυτό που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός;
-Απάντηση: Κατά την άποψή μου κατ΄ αρχάς είναι συνταγματικά θεμιτό ένα τέτοιο δημοψήφισμα και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα δεν ευσταθούν. Και τούτο διότι αυτές παραβλέπουν ότι μετά από την αναθεώρηση του 1986 στο Σύνταγμά μας προβλέπονται δύο είδη δημοψηφίσματος:
Το πρώτο αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα και προκηρύσσεται τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση της κυβέρνησης και έγκριση με τουλάχιστον 151 ψήφους, δηλαδή από την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Το δεύτερο αφορά ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, και τυπικά προκηρύσσεται επίσης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού προηγηθεί πρόταση από τουλάχιστον 120 βουλευτές (δύο πέμπτα της Βουλής) και έγκριση από τουλάχιστον 180 βουλευτές (τρία πέμπτα της Βουλής).
Είναι προφανές ότι η πρόταση του πρωθυπουργού αναφέρεται στην πρώτη μορφή δημοψηφίσματος, καθώς επικαλείται όντως κρίσιμο εθνικό θέμα, για το οποίο δεν ισχύει ο περιορισμός ως προς τα δημοσιονομικά, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τη σημερινή αντιπολίτευση, η οποία δυστυχώς υποτάσσεται και αυτή με τη σειρά της στη γοητεία του συνταγματικού λαϊκισμού (όπως ακριβώς έκαναν, όταν ήταν στη θέση της, και οι νυν κυβερνώντες…), βαφτίζοντας ό,τι δεν της αρέσει αντισυνταγματικό…
Ερώτηση: Συνεπώς η κυβέρνηση κινείται εντός του Συνταγματικού πλαισίου;
Απάντηση: Ωστόσο, η πρόταση της κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε, παρουσιάζει δύο άλλα νομικά προβλήματα, τα οποία συνδέονται εκ των πραγμάτων με την ως άνω συνταγματική προσέγγιση:
Πρώτον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν υπάρχει πράγματι μια τελική πρόταση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εν είδει τελεσιγράφου (take it or leave it), η οποία πράγματι θα μπορούσε να τεθεί θεμιτά, από τη σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, προς έγκριση. Αν αποδειχθεί ή έστω αν δηλωθεί ότι επρόκειτο για ένα σχέδιο ανοιχτό σε αλλαγές, η κυβέρνηση θα ευρεθεί συνταγματικά εκτεθειμένη, διότι ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα πρέπει να είναι σαφής, σύντομος και καθορισμένος (όπως προβλέπεται και στο άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου 4023/2011, που ρυθμίζει τα του δημοψηφίσματος), ώστε να μην καταλείπεται κανένα περιθώριο παραπλάνησης των ψηφοφόρων και φαλκίδευσης της ψήφου τους.
Δεύτερον, μια συνταγματικώς αποδεκτή αλλά και στοιχειωδώς επαρκής, από θεσμική άποψη, διεξαγωγή ενός τέτοιου δημοψηφίσματος δεν είναι σε καμία περίπτωση συμβατή με την ασφυκτική ημερομηνία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Πράγματι, ούτε οι διαδικασίες που προβλέπονται για την προετοιμασία του αλλά ούτε και ο διάλογος που απαιτείται για ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα (από κόμματα και φορείς της κοινωνίας των πολιτών, όπως προβλέπεται από τον ανωτέρω νόμο) είναι δυνατόν να «χωρέσουν» μέσα σε πέντε μόλις ημέρες που απομένουν μεταξύ της έκδοσης του σχετικού προεδρικού διατάγματος και της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου.
Μια τέτοια βεβιασμένη και πρόχειρη διαδικασία είναι προφανές ότι υπονομεύει εκ των πραγμάτων την αξία της λαϊκής συμμετοχής και κινδυνεύει να εξελιχθεί σε παρωδία και αυτό ελπίζω να το λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της η Ολομέλεια της Βουλής…
Ερώτηση: Ας αφήσουμε τα συνταγματικά ζητήματα και ας μπούμε στην ουσία. Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν ένα τέτοιο δημοψήφισμα να υπηρετήσει τη λαϊκή κυριαρχία;
Απάντηση: Στα ζητήματα αυτά νομίζω ότι η λογική του «άσπρου – μαύρου» δεν βοηθά διόλου τον δημόσιο διάλογο. Το δημοψήφισμα δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιείται αλλά ούτε και να υπερτιμάται, αναγορευόμενο σε πανάκεια.
Ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας, εφόσον εφαρμοσθεί σωστά κατά τα προαναφερθέντα, κατ’αρχήν πράγματι μπορεί να συμβάλει στον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με συγκεκριμένες συμμετοχικές διαδικασίες.
Το επιχείρημα ότι η λαϊκή κυριαρχία εξαντλείται στην ανάδειξη των βουλευτών και ότι ο λαός δεν μπορεί να εκφράζει άποψη ούτε καν για εξαιρετικά κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια ολιγαρχική προσέγγιση, που υποτάσσει την πολιτική στη «διαλεκτική των τεχνικών της εξουσίας», για να παραφράσω τον ποιητή.
Ωστόσο, για να υπηρετηθεί πράγματι η λαϊκή κυριαρχία, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος πρέπει να περιβάλλεται με συγκεκριμένες εγγυήσεις ως προς τη γνησιότητα έκφρασης της λαϊκής βούλησης, ώστε να μη χρησιμοποιείται προσχηματικά και πολύ περισσότερο να μην εντάσσεται σε μια λογική θεσμικού λαϊκισμού ή (ενδο)κομματικών σκοπιμοτήτων, που οδηγούν ευθέως στην καταχρηστική αξιοποίηση του θεσμού, προκειμένου να εκμαιευθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, κατά παράκαμψη του Συντάγματος.
Στο σημείο δε αυτό δεν αντέχω στον πειρασμό να παρατηρήσω ότι αυτοί που υπερακοντίζουν σήμερα στο θέμα του δημοψηφίσματος, προβάλλοντάς το σαν απαραίτητη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, είναι οι ίδιοι που είχαν καταγγείλει αντίστοιχη σχετική πρόταση, που είχε διατυπωθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου σε παρεμφερείς πολιτικές συνθήκες, και αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, μια μικροπολιτική και ευκαιριακή αντιμετώπιση του θεσμού.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ιδιαίτερα ότι σε ένα δημοψήφισμα σαν αυτό που προτείνει η κυβέρνηση δεν νοείται η τακτική του Πόντιου Πιλάτου. Η κυβέρνηση πρέπει να λάβει σαφή θέση υπέρ ή κατά και να εξηγήσει πώς θα διαχειρισθεί τόσο την απόρριψη της «πρότασης» των θεσμών –που είναι προφανές ότι οδηγεί σε χρεοκοπία εντός ή εκτός ευρώ– όσο και την τυχόν αποδοχή της, που οδηγεί αναπόφευκτα, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, στην παραίτησή της.