Δημοψήφισμα – μπαμπούσκα: ποιο είναι το πραγματικό ερώτημα;

Του Γιώργου Λακόπουλου

Συχνά στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Από αυτή την άποψη η προσφυγή στο δημοψήφισμα που επέλεξε η κυβέρνηση δεν είναι απαραιτήτως μια αθώα δημοκρατική επιλογή, ούτε μια λυτρωτική εξέλιξη.
Δημιουργεί νέα πολιτικά δεδομένα, αλλά και εγείρει ερωτήματα για τα οποία οι απαντήσεις εκκρεμούν αυτή τη στιγμή. Από αυτή την άποψη, όταν θα κατακαθίσει η σκόνη του αιφνιδιασμού, θα προκύψει ότι είναι μια πρωτοβουλία η οποία περιπλέκει τα πράγματα, για συγκεκριμένους λόγους.

Πρώτο. Η απόφαση για το δημοψήφισμα ισούται με αποτυχία της κυβερνητικής τακτικής όχι μόνο στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, αλλά γενικότερα. Η κυβέρνηση διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών και την εμπιστοσύνη της Βουλής για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας, διαμορφώνοντας όρους εξόδου από την κρίση, εντός της Ευρωζώνης και με σεβασμό στους συμβατικούς όρους συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.
Πέντε μήνες από τότε, προκύπτει ότι δεν τα κατάφερε. Αλλά το δημοψήφισμα δεν θα τη βοηθήσει σε κάτι. Ούτε τις αγορές θα ανοίξει, ούτε τις μόνες χώρες που μπορούν να τη δανείσουν θα υποχρεώσει να το κάνουν χωρίς όρους, ούτε την κρίση εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί στην Ευρώπη θα αντιμετωπίσει, ούτε από την απομόνωση θα τη βγάλει.

Είναι μια πρωτοβουλία εσωτερικού χαρακτήρα, που ενέχει ωστόσο κινδύνους διχασμού της κοινωνίας και επικίνδυνων συγκρούσεων σε μια στιγμή που απαιτείται ενότητα. Ίσως αποδειχθεί και άλλοθι αντιευρωπαϊκής υστερίας, από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις, σε μια περίοδο που η Ευρώπη είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας της χώρας. Είναι δηλαδή μια κίνηση που μπορεί να διευρύνει το χάσμα με την Ευρώπη, στην οποία όμως η Ελλάδα ανήκει οργανικά και αδιαπραγμάτευτα.
Δεύτερο. Οι χειρισμοί που έγιναν μέχρι σήμερα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση προβάλλει την απόφασή της, δημιουργούν την υπόνοια ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν επιλογή στην οποία αναγκάστηκε να προσφύγει, αλλά η τελευταία φάση ενός σχεδιασμού που προϋπήρχε.

Από αυτή την άποψη δεν είναι πρόσκληση προς τους πολίτες να πάρουν θέση επί της διαπραγμάτευσης, αλλά τμήμα μιας ιδιαίτερης ατζέντας του ετερόκλητου κυβερνητικού συνασπισμού που αμφισβητεί την προοπτική των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αλλά ακόμη και αν δεν είναι άλλοθι για αντιευρωπαϊκές επιδιώξεις, καταλήγει μεθόδευση για να μην αναλάβει η κυβέρνηση τις ευθύνες της με τις αποφάσεις της. Ζητάει από τους πολίτες να απαντήσουν σε ένα ερώτημα το οποίο περιέχει και την απάντησή του, χωρίς να έχουν υπόψη τους όλα τα δεδομένα.

Τρίτο. Όπως και αν διατυπωθεί το ερώτημα στο δημοψήφισμα και ταυτόχρονα όποια και αν είναι η πλειοψηφούσα απάντηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί λύση στο πραγματικό πρόβλημα της χώρας, ούτε επιλύει τις διαφορές στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους. Απλώς από τη μια εντείνει την καχυποψία των εταίρων, διευκολύνει όσους θέλουν την αποπομπή της χώρας και ταυτόχρονα δημιουργεί στο εσωτερικό συνθήκες κομματικών συγκρούσεων με απρόβλεπτη συνέχεια.

Είναι ένα δημοψήφισμα που μοιάζει με μπαμπούσκα: μέσα σε κάθε ερώτημα κρύβεται ένα άλλο και σ’ αυτό ένα επόμενο και τελικά κανείς δεν ξέρει ποιο από όλα είναι το ουσιώδες και το πραγματικό.

Συνεπώς, τι θα μπορούσε να απαντήσει ο πολίτης; Ερωτάται για την αποδοχή ή απόρριψη ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας; Για την παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη; Ή για την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Ο Μιτεράν έλεγε ότι στα δημοψηφίσματα οι πολίτες απαντούν σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό για το οποίο ερωτώνται. Εν προκειμένω, θα τοποθετηθούν στο ερώτημα, θα εκδηλώσουν τη διάθεσή τους για την κυβέρνηση ή θα τοποθετηθούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Κανείς δεν μπορεί να ψηφίσει ότι θέλει λιτότητα, αλλά και κανείς δεν θέλει να τον βάζουν να κρίνει με μια τέτοια διαδικασία για τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη. Ούτε να κρίνει την κυβέρνηση σε ένα δημοψήφισμα, στο οποίο ακόμη και αν απορρίψει την εκδοχή που προωθεί η κυβέρνηση, η ίδια θα παραμείνει στην εξουσία.

Θέλει καθαρά ερωτήματα για να δώσει καθαρές απαντήσεις – και μόνο τέτοιο ερώτημα δεν θα τεθεί στο δημοψήφισμα.

Τέταρτο. Το δημοψήφισμα ως δημοκρατική διαδικασία και πολιτική ουσία ευνοεί τη Δημοκρατία, αλλά βλάπτει και τη διαδικασία και την ουσία – με την έννοια ότι δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα προβλήματα της χώρας.
Ούτε τα τρέχοντα, όπως είναι η χρηματοδότησή της, ούτε τα βαθύτερα όπως είναι η υπερχρέωση, η παραγωγική ερημοποίηση, η θεσμική υστέρηση, η καθυστέρηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.

Αυτό όμως δεν δείχνει να απασχολεί την κυβέρνηση. Η ρητορική των υπουργών αμέσως μετά την απόφαση έδειχνε περισσότερο διάθεση για διεύρυνση κρίσης με την Ευρώπη και ρήξη που μπορεί να οδηγήσει σε απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή οικογένεια – κάτι που δεν φαίνεται να δυσαρεστεί κάποια μέλη του Υπουργικού Συμβούλιου.

Πέμπτο . Αναπόφευκτα η προσφυγή στο δημοψήφισμα δημιουργεί ερωτήματα για τη στρατηγική της κυβέρνησης. Ή αλλιώς αναδεικνύει το ερώτημα: “πού το πάει;” Αν ήθελε την κρίση του λαού για το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, γιατί δεν έθεσε σε δημοψήφισμα τη δική της πρόταση; Αν η κυβέρνηση είναι η μια πλευρά, ποια είναι η άλλη;

Όπως τίθεται το δημοψήφισμα, είναι εσωτερική υπόθεση και δεν παράγει κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα για κανέναν. Αν προκριθεί το “όχι”-στις προτάσεις των εταίρων- υπέρ του οποίου τάσσεται η κυβέρνηση, γιατί οι άλλες κυβερνήσεις θα αλλάξουν στάση, αφού ήδη έχουν τοποθετηθεί στις ελληνικές θέσεις, έτσι όπως τις εξέφραζε η κυβέρνηση; Γι’ αυτούς η κυβέρνηση ήταν εκπρόσωπος του ελληνικού λαού και η ετυμηγορία του σε ένα ερώτημα δεν αλλάζει κάτι.

Θα αποφασίσουν, π.χ., να δώσουν νέα δάνεια στη χώρα επειδή έτσι αποφάσισαν οι πολίτες της, ακόμη και αν δεν συμφωνούν οι δικοί τους; Όταν μετατίθεται ένα ζήτημα στους πολίτες μιας χώρας, αυτομάτως μετατίθεται και στους πολίτες των άλλων. Και όποιος ξέρει το κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη για την Ελλάδα αυτή την περίοδο, μόνο ευτυχής δεν μπορεί να είναι…

Αν η απάντηση είναι “ναι”, η κυβέρνηση -που έχει πάρει θέση υπέρ του “όχι”- θα έχει αποδοκιμαστεί και άρα θα είναι υποχρεωμένη να προσφύγει σε εκλογές, στις οποίες θα πρέπει να υπερασπιστεί μια επιλογή που θα έχει ήδη κριθεί.

Ο επίλογος δείχνει να είναι ανατριχιαστικός, εκτός και αν στις επόμενες ημέρες η κυβέρνηση πείσει για το αντίθετο.

Το δημοψήφισμα εξυπηρετεί μόνο όσους επιθυμούν κλιμάκωση της ρήξης με τους εταίρους ως την τελική έξοδο της χώρας, γιατί αντιλαμβάνονται τη διακυβέρνηση με τρόπο που δεν συνάδει με κοινοτική χώρα και δεν θέλουν τους περιορισμούς που επιβάλλει η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Αν όμως μιλάμε για ρήξη με έναν υπερεθνικό οργανισμό στον οποίο η ελληνική συμμετοχή είναι δεσμευτική και έχει επικυρωθεί από τη Βουλή και τον ελληνικό λαό, η κυβέρνηση βρίσκεται εκτός λαϊκής εντολής. Δεν έχει απολύτως καμιά εξουσιοδότηση από τους πολίτες να αμφισβητήσει τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.

Είναι η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας και έχει δικαίωμα να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Αν όμως δεν μπορεί και θέλει να προσφύγει στους πολίτες για τη συνέχεια, όφειλε να προκηρύξει εκλογές με διακυβεύματα εφ’ όλης της ύλης. ‘Οχι να κρύβεται πίσω από το δημοψήφισμα για ένα θέμα με θολό και αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.