Του Γ. Λακόπουλου
Είναι το ερώτημα των ημερών: Πώς κατάφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ένα πρόβλημα πολιτικής ευθύνης μιας υπουργού του – για όσα συμβαίνουν στο χώρο της αρμοδιότητάς της- το μετέτρεψε σε ταβάνι που έπεσε και τον πλάκωσε;
Συγκάλεσε μια συνεδρίαση της Βουλής για άλλο θεμα από αυτό που απασχολεί την κοινωνία. Και στις τρεις – χαμηλού επιπέδου- αγορεύσεις του παραβίασε όλους τους κανόνες της πολιτικής ηθικής, της κοινοβουλευτικής τάξης, της κοινής λογικής, της κυβερνητικής αξιοπιστίας, της δημοκρατικής λειτουργίας και πρωτίστως της προσωπικής του αυτοπροστασίας.
Όφειλε να μιλήσει για την υπόθεση Λιγνάδη που συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Να εξηγήσει πώς στο διάολο η κυβέρνηση του έμπλεξε – και όταν του έδωσε κρατική θέση και όταν τον τσίμπησε η Δικαιοσύνη-με ένα τύπο , για τον οποίο και μόνο το ένα δέκατο από όσα του καταλογίζουν να ισχύει, πρέπει να χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο όσοι έτυχε να τους δώσουν έστω και το χέρι τους. Πόσο μάλλον όσοι τον διόρισαν.
Ποιος του έβαλε την ιδέα να οργανώσει στη Βουλή επιχείρηση αποπροσανατολισμού, επιτιθέμενος στους μόνους που δεν έχουν ευθύνη για όσα συμβαίνουν;
Να λέει ότι το κίνημα me too ξεκίνησε… επειδή είναι αυτός πρωθυπουργός , ότι δέχεται “επίθεση χυδαιότητας” στο Διαδίκτυο και γι’ αυτό ευθύνεται ο…ΣΥΡΙΖΑ και ότι ο Τσίπρας πρέπει να απολογηθεί για τις αναρτήσεις του Πολάκη και όσα γράφει ο Βαξεβάνης.
Αυτά είναι το θέματα των ημερών; Εκεί εντοπίζει το πρόβλημα ως υπεύθυνος Πρωθυπουργός; Στο φαινόμενο Μενδώνη -Λιγνάδη το μόνο μεμπτό που βρήκε είναι ότι η «καλή» υπουργός χαρακτήρισε τον Λιγνάδη «επικίνδυνο άνθρωπο»;
Για τον Πολάκη να το συζητήσουμε. Είναι βουλευτής και όταν ξεφεύγει δεν αφήνει ανέπαφο το κόμμα του.
Αν και εδώ που τα λέμε αν δεν υπήρχε ο Μητσοτάκης να ζητάει κάθε τόσο τη διαγραφή του, θα είχαν λύσει το πρόβλημα στην Κουμουνδούρου.
Κακώς ή κακώς, κανένας κανένας πολιτικός αρχηγός δεν θα επιβάλει κυρώσεις ε στέλεχός του, όταν το ζητάει ο αντίπαλος του.
Αλλιώς ο Μητσοτάκης θα έπρεπε να τιμωρήσει τη μισή ΝΔ- του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου.
Ο Βαξεβάνης όμως πού κολλάει σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων; Αν δεχθούμε ότι ένα «τουίτ» ήταν ατυχές- που ήταν- είναι αυτό πολιτικό επιχείρημα πρωθυπουργού απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Με ποια λογική είπε στον Τσίπρα ότι έχει ευθύνη για ό,τι γράφει ένας δημοσιογράφος και πρέπει να τον αποδοκιμάσει;
Εκτός αν κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια: όσα γράφονται για τον Τσίπρα στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες τα υπαγορεύει ο ίδιος σε όσους τα υπογράφουν. Μαζί με τα εμετικά που γράφουν βουλευτές του και στελέχη του για τους Συριζαίους. Αν είναι έτσι, ας απολογηθεί.
Υπάρχει όμως μια κατηγορία δημοσιογράφων που μπορεί να υποστηρίζουν μια πολιτική και αυτόν που τον εκφράζει, αλλά δεν θα δεχόταν ποτέ υπαγορεύσεις. Για ό,τι γράφουν έχουν οι ίδιοι την ευθύνη. Είναι ψιλά γράμματα αυτά για τη μιντιακή αντίληψη της ΝΔ;
Ο Κώστας Βαξεβάνης είναι διακριμένος δημοσιογράφος, με ένσημα και διεθνείς βραβεύσεις στην ερευνητική δημοσιογραφία. Για πολλά χρόνια, οι αποκαλύψεις τους δημιουργούσαν επικαιρότητα. Συχνά έφτανε εκεί που τα «κατεστημένα» ΜΜΕ δεν πλησίαζαν καν. Ή πλησίαζαν από την άλλη πλευρά.
Έχει τα συνήθη μειονεκτήματα-και πλεονεκτήματα -των ανθρώπων του Τύπου, σε σχέση με το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς:
Συχνά πέφτει έξω και κάνει λάθη, βλέπει με μονομέρεια κάποια πράγματα, υποτιμά ή υπερτιμά όψεις τής επικαιρότητας, έχει και ο ίδιος τις εμμονές του. Αλλά όπως δείχνει η δουλειά του έχει στόφα δημοσιογράφου και όχι υπάλληλου και το πρόσημο του επαγγελματικού απολογισμού του είναι θετικό -με τα κριτήρια του χώρου της ενημέρωσης.
Εκδίδει μια μαχητική εφημερίδα – με διακριτό πολιτικό προσανατολισμό. Θα μιλούσαμε για ένα από τα πια αξιόλογα μεταπολιτευτικά εγχειρήματα στο χώρο του Τύπου, αν δεν είχε μονόπλευρη κατεύθυνση στο ρεπορτάζ της και στο σχολιασμό της.
Σε κάθε περίπτωση αν είναι μια καλή εφημερίδα ή όχι είναι υπόθεση του ιδίου και των αναγνωστών του. Κρίνεται όπως όλα τα ΜΜΕ: από το κοινό, κάθε μέρα στο περίπτερο. Και στο πληκτρολόγιο πλέον. Όποιος δεν τη βρίσκει καλή δεν την διαβάζει.
Το Documento είναι μια ενδιαφέρουσα εφημερίδα- είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές επιλογές της της είτε όχι.
Έχει καλούς δημοσιογράφους με κουλτούρα ρεπόρτερ, με επαγγελματικό ήθος , ευπρέπεια στα κείμενά τους και αίσθηση της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας.
Η επίθεση απαξίωσης της συγκεκριμένης εφημερίδας από τον Πρωθυπουργό- ο οποίος μάλιστα παρανόμως την έχει βλάψει και με άλλους τρόπους ως τώρα- προσβάλλει και αδικεί μια ομάδα εργαζομένων στο χώρο της ενημέρωσης, που απλώς κάνουν τη δουλειά τους.
Αν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι παραβιάζουν το νόμο, το κρίνει η Δικαιοσύνη στην οποία προσφεύγει όποιος θίγεται. Όπως συμβαίνει με όλους τούς πολίτες. Αλλά όπως όλοι ξέρουν, ο Βαξεβάνης στα δικαστήρια συνήθως δικαιώνεται.
Η αντιδικία του Πρωθυπουργού εστιάζεται εμμονικά και επώνυμα στο πρόσωπο του εκδότη Κώστα Βαξεβάνη. Κυρίως για την προσωπική αρθρογραφία του- που ενίοτε αφορά επιχειρηματικές δραστηριότητές ή δημόσιες παρεμβάσεις της συζύγου του Πρωθυπουργού.
Και λοιπόν; Δεν βρίζει, ούτε ασχημονεί φραστικά. Παραθέτει όσα προκύπτουν από το ρεπορτάζ του και ζητάει απαντήσεις, με καυστικό τρόπο και εξαιρετική γραφή. Όποιος τις έχει γιατί να ενοχλείται από τον δημόσιο έλεγχο;
Τα κείμενα του Βαξεβάνη για τον Πρωθυπουργό και ό,τι τον αφορά έχουν δυο στοιχεία:
Πρώτον απόψεις και κρίσεις. Αυτό είναι δικαίωμα του. Είναι αυστηρός, επιθετικός και σκληρός με τον Μητσοτάκη; Επιλογή του.
Μπορεί να προκαλεί, να εξοργίζει και να μην πείθει. Αλλά κριτική κάνει, έστω και άδικη ενίοτε. Τη γνώμη το λέει- έστω από μια μόνο σκοπιά. Αλλά όπου είναι φάλτσος οποιοσδήποτε μπορεί να τον βάλει στη θέση του. Έτσι λειτουργεί η ενημέρωση.
Και η πολιτική ενίοτε αν θυμηθούμε τι καταλόγιζε στον Κυριάκο και την οικογένειά του παλιότερα ο… Άδωνις- και άλλοι που βρίσκονται στην αυλή του σήμερα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι τα πραγματικά περιστατικά. Αν γράφει ανακρίβειες ή ψεύδη, οι θιγόμενοι δικαιούνται να τον καταγγείλουν, να τον αποδοκιμάσουν και να ζητήσουν αποκατάσταση. Άλλως να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Η ποινικοποίηση της δημοσιογραφικής γνώμης από τον Πρωθυπουργό είναι ανεπίτρεπτη. Όταν μάλιστα γίνεται για να πλήξει έναν αντίπαλό του πολιτικά είναι χτύπημα κάτω από τη μέση.
Είναι άλλο να αναφέρεσαι στη συνάφεια ενός κόμματος με ένα μέσο ενημέρωσης και άλλο να καταφεύγεις -με τις μεθόδους συνωμοσιολογίας τοΥ Τραμπ- στη θεωρία ότι αρχηγός κόμματος είναι και αρχισυντάκτης μιας εφημερίδας.
Ειδικά όταν ως κυβέρνηση εξαγοράζει διαρκώς δικαιώματα αρχισυνταξίας στα ΜΜΕ με δημόσιο χρήμα.
Ο Τσίπρας δεν έχει καμία ευθύνη για όσα γράφει ο Βαξεβάνης. Και ο Βαξεβάνης μπορεί να γράφει ό,τι θέλει και να φέρει ο ίδιος την ευθύνη γι’ αυτό.
Από την τελευταία συζήτηση στη Βουλή η κοινωνία περίμενε να μάθει από τον Πρωθυπουργό ποια είναι σχέση του πρωθυπουργού και της υπουργού Πολιτισμού με τον Λιγνάδη. Όχι ποια είναι η σχέση του Τσίπρα με τον Βαξεβάνη.
Ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί να στοχοποιεί με εμμονή τα ΜΜΕ που δεν του αρέσουν ή του ασκούν κριτική. Αυτά τα κάνουν σε ανελεύθερες κυβερνήσεις.
Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του απαντούν σε ό,τι γράφει ένα ΜΜΕ. Ειδικά όταν πρόκειται για συγκεκριμένα θέματα. Αν διαπιστώσουν παραβίαση της νομιμότητας, να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.
Δεν γίνεται να τον λιβανίζει το μιντιακό στερέωμα από τη μια άκρη στην άλλη. Και άπαντες οι δημοσιογράφοι να κάνουν μπούλινγκ στον Τσίπρα. Ενίοτε με αθλιότητες και αθέμιτες μεθόδους τις οποίες το σύστημα Μητσοτάκη απολαμβάνει, αξιοποιεί- αν δεν παράγει κιόλας. Όπως δεν γίνεται να τάσσεται στο πλευρό των ΜΜΕ όταν επιτίθενται – ανοίκεια και με ψεύδη- στον Τσίπρα, αλλά να ξινίζει όταν αποδοκιμάζεται ο ίδιος.
Αν ο Πρωθυπουργός, αποδίδει στον πολιτικό του αντίπαλο του ό,τι γράφει έναν εκδότης και ένας δημοσιογράφος, υποδηλώνει ότι έχει αυταρχική νοοτροπία, έλλειψη επιχειρημάτων και πολιτικής και ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Ότι για να ξεφύγει υιοθετεί καθεστωτικές αντιλήψεις ή θέτει το κράτος στην υπηρεσία του είναι πρόβλημα Δημοκρατίας και ανεμπόδιστης λειτουργίας τής ενημέρωσης.