Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
«Ους έθρεψε το μάνα, εκκίνησαν την πτέρναν κατά του ευεργέτου».
Από τα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής
Κάποιοι νομίζουν ότι η σκηνοθεσία του «ανθρώπινου λάθους» από την προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη οργανώθηκε ως κατεπείγουσα προτεραιότητα και προβλήθηκε από τον ίδιο γιατί το ζητούμενο ήταν η συγκάλυψη των ευθυνών για τη σύγκρουση των τρένων.
Λάθος: το ζητούμενο ήταν οι εκλογές.
Όταν συνέβη ήδη δεχόταν πυρά από, της αντιπολίτευση ως «ο χειρότερος Πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης, ο Τσίπρας είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τα παλιά του ακροατήρια και οι κάλπες -που είχαν προγραμματιστεί για μια δυο Κυριακές πριν από το Πάσχα του 2023 έδειχναν «γκαστρωμένες» – ακόμη και με τα δεδομένα της δημοσκοπικής συνδρομής που είχε εξασφαλίσει από νωρίς.
Η σκηνοθεσία απέδωσε, έστω και αν χρειάσθηκε να μετακινήσει τις εκλογές για τον Μάιο. Παρά την απλή αναλογική θριάμβευσε, ο Τσίπρας βγήκε από τη μέση και η έννοια «αντιπολίτευση» μονταρίστηκε σε μέτρα του, ώστε να αλωνίζει έκτοτε με τις δάφνες του -βάσιμου- ισχυρισμού ότι «δεν έχει αντίπαλο».
Αλλά στην πολιτική ο αντίπαλος για έναν Πρωθυπουργό δεν είναι πάντα τα «απέναντι» πολιτικά κόμματα. Μπορεί να είναι και οι δυνάμεις που συνήργησαν στην ανάδειξή του -και εκ των πραγμάτων κρατούν την τύχη του στα χέρια τους. Ειδικά αν είναι Μητσοτάκης: ήτοι αν επικράτησε όχι με το πολιτικό του εκτόπισμα αλλά με βάση την υποστήριξη που του προσέφεραν- με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα- οι ισχυροί των ΜΜΕ και του χρήματος.
Έναν υπαινιγμό να κάνουν και ο «νικητής» αισθάνεται αποσταθεροποιημένος. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί δημιούργημα τους. Υπάρχει στο δημόσιο χώρο ως κατασκευή τους – ή καλύτερα ως εργαλείο των επιδιώξεών τους.
Γιατί ένα απλό δημοσίευμα αποσυντόνισε την κυβέρνηση
Από το 1980 και εντεύθεν, μόνο τρεις Πρωθυπουργοί δεν υπέκυψαν στην ευκολία της επικράτησης με ξένα κόλλυβα: ο Ανδρέας Παπανδρέου ο Κώστας Καραμανλής και Αλέξης Τσίπρας. Και οι τρεις, όμως, ηττήθηκαν στην τελική αναμέτρηση με το μιντιακό και οικονομικό σύμπλεγμα που χειραγωγεί την πολιτική ζωή της χώρας.
Στον αντίποδα υπάρχουν άλλοι τρεις πολιτικοί που αναδείχθηκαν από αυτό το σύμπλεγμα, αλλά στο τέλος θυσιάσθηκαν από το ίδιο για έναν απλό λόγο: το κόστος υποστήριξής τους ήταν βαρύτερο από το κόστος της εγκατάλειψής τους.
Ο Κώστας Σημίτης και οι δυο Μητσοτάκηδες -με τις αναλογίες της συγκυρίας του ο καθένας-αναδείχθηκαν από το αυτό που στην πορεία ονομάσθηκε «διαπλεκόμενα συμφέροντα» , ή «νταβατζήδες» κατά τον ιστορικό χαρακτηρισμό του νεότερου Καραμανλή -που μάλλον μίλησε ως μετεμψύχωση του παλαιότερου σ’ αυτό το θέμα. Μείον τα «καντήλια»…
Αυτός ο πρόλογος είναι απαραίτητος για να απαντηθεί ένα ιδιότυπο ερώτημα που απασχολεί πολλούς αυτές τις μέρες: γιατί ένα απλό δημοσίευμα για τα Τέμπη, αποσυντόνισε την σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη τόσο δυσανάλογα– ενώ τα στοιχεία της ίδια υπόθεσης ακριβώς τέτοιο καιρό πριν από ένα χρόνο δεν την άγγιζαν καν; Η απάντηση υπάρχει σε μια ανάρτηση:
«Οι πανομοιότυπες δηλώσεις υπουργών κατά οικονομικών συμφερόντων, που υποτίθεται θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση, προκαλούν τους πάντες. Αχάριστοι και αμετροεπείς, χωρίς αίσθηση του μέτρου. Επί πέντε χρόνια απόλαυσαν πρωτοφανή υποστήριξη και προβολή και στην πρώτη κριτική εξεγέρθηκαν…».
Επειδή ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρακούσης που την υπογράφει, ως πρώην επιτελής του Συγκροτήματος με δυο διαφορετικές ιδιοκτησίες, πήρε μέρος στη ηγετοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που τον έφτασε ως την Πρωθυπουργία- απέναντι στον απείθαρχο Τσίπρα, η αποκωδικοποίηση όσων αναφέρει βάζει στο θέμα των ημερών στη σωστή βάση του: αυτό που βλέπουμε είναι ριμέικ μιας γνωστής υπόθεσης: στην πολιτική αυτοί που σε αναδεικνύουν κρατάνε και το μέλλον σου στα χέρια τους.
Ο Κώστας Μητσοτάκης – αποσυνάγωγος της Μεταπολίτευσης που στρατολογήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τη διαμόρφωση της «προεδρικής πλειοψηφίας του» χρησιμοποιήθηκε το 1984 ως εκλεκτός ενός συγκεκριμένου κύκλου παραγόντων για να περιοριστεί η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς του Ανδρέα Παπανδρέου, εν όψει των εκλογών του 1985.
Απέτυχε, αλλά η στήριξή του συνεχίσθηκε με στόχο να διατηρήσει το ίδιο σύστημά προνόμια σε δυο τομείς: την ενημέρωση που επρόκειτο να διευρυνθεί με την «ελεύθερη» ραδιοφωνία και τηλεόραση και τη κατανομή των κοινοτικών πόρων. Και στους δυο ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δεν σκόπευσε να δεχθεί συνδιαχείριση με κανέναν. Η συνέχεια έμεινε στη Ιστορία ως «βρόμικο 89» και έφερε στην κυβέρνηση τον Μητσοτάκη- με δεξί χέρι την κόρη του.
Σύντομα όμως, όσοι τον ανέδειξαν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη βουλιμία του και στράφηκαν εναντίον του. Ο Αντώνης Σαμαράς, ως ανερχόμενο πουλέν τους δεν είχε πρόβλημα να εκφράσει την πολιτική ανωμαλία του ακολούθησε. Η κυβέρνηση έπεσε από μέσα και μαζί η πρώτη απόπειρα της οικογένειας Μητσοτάκης να θέσει υπό έλεγχο ΝΔ, ζώντος του ιδρυτή της, κατέρρευσε. Η δεύτερη που εκδηλώθηκε με την Ντόρα Μπακογιαννη, είχε τη μορφή καρικατούρας και δεν ευδοκίμησε: η κομματική βάση επιβράβευσε τον ανατροπέα.
Η αχαριστία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Η τρίτη εκδηλώθηκε με την απρόβλεπτη επιδίωξη του Βενιαμίν της οικογένειας να ηγηθεί της ΝΔ – προκαλώντας μειδιάματα στην Καραμανλική ακόμη ΝΔ, αλλά και στην αδελφή του που δεν τον στήριξε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εσωκομματική υποστήριξη από τον Αντώνη Σαμαρά -που αφού εξόντωσε δυο Μητσοτάκηδες, έθεσε υπό την προστασία του τον τρίτο.
Αλλά η θαλπωρή του του προέφερε είχε ως χορηγό τη… γάτα Ιμαλαϊων. Για την ακρίβεια το μιντιακό και οικονομικό σύστημα που δεν κατάφερε να πείσει – με την ειδική αποστολή που ανέλαβε το 2014 ο Σταύρος Ψυχάρης- τον Αλέξη Τσίπρα να συνέπραξε μαζί τους. Ως Πρωθυπουργός πάνω στα συντρίμμια του Γ. Παπανδρέου.
Η αδυναμία «διαχείρισης» του Τσίπρα από τη μιντιοκρατία, οδήγησε τις συζητήσεις στις συναναστροφές των Βορείων Προαστείων στο συμπέρασμα: «Αυτό δεν πρέπει να μας ξανασυμβεί». Ήτοι όπως το συνόψιζε ο-ατυχήσας ως εκπρόσωπος τους- Βαγγέλης Βενιζέλος «να οδηγηθεί ο Τσίπρας σε στρατηγική ήτα» και επένδυσε ιδεολογικά ο Μάκη Βορίδης «επειδή οι ιδέες της Αριστεράς είναι ελαττωματικές».
Η αποστροφή του «κατεστημένου» στην ιδέα ενός ακόμη Πρωθυπουργού που δεν συμμορφώνεται «προς τα υποδείξεις» λειτούργησε υπέρ του νεότερου Μητσοτάκη: τον έφερε στην ηγεσία της ΝΔ και στο ρόλο του αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έστω και αν ο Σαμαράς, τον θεωρούσε προσωρινό και αναλώσιμο και ο Τσίπρας πίστευε ότι τον έχει του χεριού του.
Αυτό που δεν περίμεναν ήταν ο επαγγελματισμός του: επένδυσε στο πολιτικό μάρκετινγκ μισθώνοντας έναν πανάκριβο Αμερικανό γκουρού τα φαιάς προπαγάνδας, έκανε συμφωνίες με τους επιχειρηματίες ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και εξαγόρασέ μέρος του προσωπικού τους. Η επικράτησή του απέναντι στον ερασιτεχνισμό του Τσίπρα- με τον ΣΥΡΙΖΑ βαρίδι στα πόδια του- ήταν θέμα της πρώτης κάλπης. Για τους ίδιους λόγους και της δεύτερης.
Αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται: από οικογενειακή παράδοση αλλά και υπερεκτίμηση των δυνάμεών του, στη δεύτερη τετραετία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να δαγκώσει περισσότερο από όσο μπορεί να μασήσει.
Πιστεύοντας ότι ελέγχει τη ροή του Χρήματος, την Ενημέρωση, τη Δικαιοσύνη, τους Θεσμούς και την… Αντιπολίτευση(!), προβαίνει σε κινήσεις που έχουν στόχο την αναπαραγωγή της κυριαρχίας του με τη μορφή οικογενειακού καθεστώτος.
Είναι σαν να τα βάζει με το πλυντήριο με τους «29 κατασκευαστές πλυντηρίων». Οι δυνάμεις που τον ανάδειξαν ως ετερόφωτο, τον αντιμετωπίζουν σαν αυτό που είναι: έργο των χειρών τους- και των ΜΜΕ τους.
Δεν ωφελεί την κοινοβουλευτική Δημοκρατία να απειλείται εκλεγμένος πρωθυπουργός από δυνάμεις εκτός πολιτικής. Αλλά αυτό το ήξερε ο Μητσοτάκης όταν εναπόθεσε τις φιλοδοξίες του σ’ αυτές τις δυνάμεις. Οπότε προετοίμασε μόνος του το τέλος του. Τον καταπίνει το εγχείρημα του.
Τι επακολουθεί το περιγράφει εναργώς ο Καρακούσης: ο Μητσοτάκης «επί πέντε χρόνια απόλαυσε πρωτοφανή υποστήριξη και προβολή», αλλά αποδεικνύεται« αχάριστος» και «χωρίς αίσθηση του μέτρου». Οπότε θα πληρώσει το τίμημα κατά τα εγκώμια της πορείας προς τον Γολγοθά του.
Απλώς, κατά τους πολιτικούς παρατηρητές, το κόστος θα καταβληθεί μετά τις Ευρωεκλογές. Σα να λέμε ότι θα σταυρωθεί μετά την Ανάσταση….