Ο τρίτος γύρος- και τρίτη νίκη;- της διαπλοκής και η αφασία της κοινωνίας

Του Γ. Λακόπουλου

Για τις ανάρμοστες σχέσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, στον Κώστα Μητσοτάκη οφείλουμε τον όρο «διαπλεκόμενα συμφέροντα» – καθόλα έγκυρο καθώς ο ίδιος είχε γνώση και εμπλοκή. Αλλά στον Κώστα Καραμανλή οφείλουμε την πιο εύστοχη σύνοψη της άλωσης του πολιτικού συστήματος από τους ισχυρούς του χρήματος: «νταβατζήδες».

«Διαπλεκόμενοι» ή «νταβατζήδες» είναι ένας κύκλος επιχειρηματιών οι οποίοι επέβαλαν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους στις κυβερνήσεις με την οικονομική τους δύναμη και με την ισχύ της τηλεόρασης που κατέλαβαν κατ’ ουσίαν με ρεσάλτο.

Για τον Τύπο δεν μιλάμε, είναι δικαίωμα καθενός να εκδίδει εφημερίδα με όποιο περιεχόμενο θέλει. Οι τηλεοπτικές συχνότητες όμως είναι περιουσία του κράτους και δεν νοείται να χρησιμοποιούνται για τη λεηλασία του και την εξανδραποδισμό του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

Η διακυβέρνηση Παπανδρέου δεν ήταν αγγελική. Και σκάνδαλα υπήρξαν και κακοδιαχείριση και κομματισμός, ως απάντηση στον διαρκή κομματισμό της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Αλλά αυτό που κρίθηκε δια του Μητσοτάκη δεν ήταν η απονομή Δικαιοσύνης και η καλή λειτουργία του κράτους. Ήταν η εκχώρηση δικαιώματος συγκυβέρνησης σε επιχειρηματίες.

Πάντα υπήρχαν τριβές και εμπλοκές πολιτικών, επιχειρηματιών και ΜΜΕ. Συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Αλλά στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση, αυτό άρχισε να συστηματοποιείται και να παίρνει ακραίες μορφές επιβολής του χρήματος και της μιντιακής ισχύος στη θεσπισμένη Πολιτεία – που απώλεσε ακόμη και το δικαίωμα ελέγχου, καθώς αλώθηκε εκ παράλληλου και τμήμα της Δικαιοσύνης από τους ίδιους παράγοντες.

Αυτός ο κύκλος επιχειρηματιών δεν εξασφάλιζε απλώς προνομιακή πρόσβαση στους δημοσίους πόρους -τους οποίους στερούσε από την κοινωνία και μετέτρεπε σε υπερκέρδη που φυγάδευε στο εξωτερικό- αλλά αξίωνε να έχει και λόγο στη διακυβέρνηση, υπαγορεύοντας στην εκλεγμένη κυβέρνηση επιλογές και αποφάσεις ακόμη και για την πορεία της χώρας. Στα διαλείμματα παρίσταναν τους θεματοφύλακες του «αστικού συστήματος»! Σε μια χώρα που δεν έχει «εθνική αστική τάξη, αλλά μεταπράτες» σύμφωνα με όλους τους αναλυτές.

Η βλάβη για την κοινωνία ήταν προφανής καθώς πέραν της στέρησης πόρων η διαπλοκή είναι φυτώριο διαφθοράς, σήψης και ακύρωσης του δημοκρατικού χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Αντί για εκπρόσωποι του λαού και θεματοφύλακες του δημόσιου συμφέροντος οι βουλευτές εξελίσσονται σε εκπροσώπους ιδιωτικών συμφερόντων… εναντίον του.

Οι τρεις γύροι

Όσες φορές κυβερνήσεις και κυρίως πρωθυπουργοί αρνήθηκαν να υποκύψουν οι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες τους κήρυξαν τον πόλεμο. Και ως τώρα τους νίκησαν.

Η πρώτη φορά ήταν η περίοδος 1986-89 μπροστά στην απελευθέρωση της ραδιοτηλεόρασης και μετά την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προσώπων και αγαθών στην Ευρώπη με την Ενιαία Πράξη -που υπέγραψε ο Ανδρέας Παπανδρέου, εξέλιξη απείρως σημαντικότερη από την ΟΝΕ.

Υπήρχε ένα πρόβλημα για τους βουλιμικούς κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες που ήθελαν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τα πάντα στη χώρα – και κυρίως τις κρατικές προμήθειες. Πρωθυπουργός ήταν ο Παπανδρέου, πολιτικός στον οποίο, όπως και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή προηγουμένως, δεν τολμούσε επιχειρηματίας να κάνει υποδείξεις. Αργότερα σε άλλους έδιναν «οδηγίες».

Έτσι αυτός ο κύκλος επιχειρηματικών συμφερόντων στοιχήθηκε πίσω από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που χρησιμοποίησε αδίστακτες μεθόδους κατά του -ασθενούντος πλέον- Ανδρέα Παπανδρέου, κάνοντας πολιτική ακόμη και με την προσωπική ζωή του.

Η διακυβέρνηση Παπανδρέου δεν ήταν αγγελική. Και σκάνδαλα υπήρξαν και κακοδιαχείριση και κομματισμός, ως απάντηση στον διαρκή κομματισμό της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Αλλά αυτό που κρίθηκε δια του Μητσοτάκη δεν ήταν η απονομή Δικαιοσύνης και η καλή λειτουργία του κράτους. Ήταν η εκχώρηση δικαιώματος συγκυβέρνησης σε επιχειρηματίες.

Κανείς άλλος πρωθυπουργός ως τότε -δηλαδή ο Κώστας Καραμανλής, ο Γιώργος Ράλλης και ο Ανδρέας Παπανδρέου- δεν συζητούσε κατ’ ιδίαν με οικονομικούς παράγοντες την άσκηση διακυβέρνησης, πόσο μάλλον αλλά θέματα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η Κερκόπορτα που επέτρεψε στην οικονομική εξουσία να θέσει υπό έλεγχο τον δημόσιο βίο. Τελικά το πλήρωσε και ίδιος και μάλιστα με το νόμισμα που είχε χρησιμοποιήσει το 1965 κατά του κόμματός του. Άσχετα αν μετά θάνατον τον… αποκαθιστούν.

Η επόμενη αναμέτρηση έγινε πολύ αργότερα με την επικράτηση του νεότερου Καραμανλή το 2004. Ουσιαστικά ήταν η πρώτη απόπειρα της πολιτικής εξουσίας να απαλλαγεί από τον βρόγχο των επιχειρηματικών κύκλων που είχαν πλέον στήσει κράτος και βασίλειο στον δημόσιο βίο.

Είχε μεσολαβήσει η περίοδος Σημίτη στην οποία οι επιχειρηματικοί κύκλοι πήραν τον απολυτό έλεγχο της οικονομικής πορείας της χώρας και φυσικά, του δημόσιου, του τραπεζικού και του κοινοτικού χρήματος. Ο Σημίτης υπήρξε Κερκόπορτα και για την άλωση του ΠΑΣΟΚ από συγκεκριμένα εξωπολιτικά κέντρα, που το αντιμετώπισαν σαν… ιδιόκτητο πεδίο δράσης τους, στο οποίο μπορούσαν να επιλέγουν ακόμη και ηγεσία.

Ο Καραμανλής πήγε να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα με τη νομοθεσία για τον «βασικό μέτοχο», που θα αφαιρούσε το όπλο της τηλεόρασης από τους προμηθευτές του δημοσίου, αλλά έχασε, δεχόμενος πλήγματα και εκ των έσω στα πλαίσια ενός πολέμου ηθικής και πολιτικής του εξόντωσης… που συνεχίζεται! Ο όρος «νταβατζήδες» όμως αποτελεί ιστορική συνεισφορά του. Μόνο κάποιος με πολιτικό θάρρος, ακέραιο χαρακτήρα και χωρίς καμία εξάρτηση μπορούσε να περιγράψει τόσο ανάγλυφα το πρόβλημα.

Τα συμφέροντα προσπάθησαν να προσεγγίσουν
τον Τσίπρα και όταν αυτός αρνήθηκε του κήρυξαν
τον πόλεμο υποβοηθούμενοι και από τα λάθη του ιδίου

Αυτό το πρόβλημα αναδεικνύεται στον τρίτο γύρο της αναμέτρησης ανάμεσα στην πολιτική και το χρήμα και άρχισε με τον Αλέξη Τσίπρα. Η Αριστερά θεωρητικά ήταν ο καταλληλότερος φορέας εξυγίανσης της πολιτικής και απεξάρτησης της από την οικονομική εξουσία. Άλλωστε δεν είχε βάψει τα χέρια της ως τότε.

Στην αρχή προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν και να του προσφέρουν την υποστήριξη τους, για να τον εκμαυλίσουν, όπως είχαν κάνει με τον Γιώργο Παπανδρέου και κάνουν σήμερα με τον νεότερο Μητσοτάκη.

Όταν αρνήθηκε, του κήρυξαν τον πόλεμο υποβοηθούμενοι και από τα λάθη του ιδίου, πρώτα σε ό,τι αφορά τη γενική πορεία της χώρας και στη συνέχεια στην εύλογη απόπειρα να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο. Για λόγους άστοχων χειρισμών των υπουργών του και του ιδίου έχασε την πρώτη μάχη και αποδυναμώθηκε. Τώρα τα ελέγχουν όλα.

Ποιος κυβερνάει;

Το πλεονέκτημα του Τσίπρα σε σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Καραμανλή, είναι ότι η διαπλοκή δεν έχει -ορατές τουλάχιστον- προσβάσεις στο κόμμα του. Δεν κινδυνεύει να δεχθεί χτυπήματα από μέσα, καθώς οι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες δεν φαίνεται να έχουν ιδιωτικούς στρατούς στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.

Η επόμενη αναμέτρηση έγινε πολύ αργότερα με την επικράτηση του νεότερου Καραμανλή το 2004. Ουσιαστικά ήταν η πρώτη απόπειρα της πολιτικής εξουσίας να απαλλαγεί από τον βρόγχο των επιχειρηματικών κύκλων που είχαν πλέον στήσει κράτος και βασίλειο στον δημόσιο βίο.

Αυτό κάνει τον Τσίπρα δύσκολο αντίπαλο. Αλλά ταυτόχρονα επιστρατεύει εναντίον του όλο και πιο ισχυρά όπλα. Πρώτα την ίδια την τηλεόραση που μένει πάντα στα χέρια όσων την είχαν ήδη με τον γνωστό τρόπο και μετά την αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο νεότερος Μητσοτάκης στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών συντάχθηκε με τους διαπλεκόμενους, όπως είχε κάνει και ο Γιώργος Παπανδρέου στην υπόθεση του βασικού μέτοχου. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αυτό τελικά αποβαίνει σε βάρος τους.

Παίζουν το παιχνίδι των «νταβατζήδων» ακόμη και σε εθνικά κρίσιμα ζητήματα -όπως είναι σήμερα οι σχέσεις με τους δανειστές και η ανάγκη ρύθμισης του χρέους- με αντάλλαγμα την προβολή χωρίς καμία κριτική. Σε πρώτη φάση φαίνεται να κερδίζει ο πολιτικός, αλλά στην ουσία δένεται χειροπόδαρα. Όταν μάλιστα θα του ζητήσουν πράγματα που δεν μπορεί να κάνει θα τον εξοντώσουν.

Ο Τσίπρας δείχνει να το καταλαβαίνει. Αλλά η επικοινωνιακή υπεροχή των αντίπαλων του είναι ευρεία. Δεν τον πλήττουν μόνο σε όλα τα μέτωπα της πολιτικής του -που είναι η μνημονιακή πολιτική την οποία υποστηρίζουν και οι ίδιοι!- αλλά αντιστρέφουν και την εικόνα καθώς ενώ ελέγχουν πλήρως την ενημέρωση, τον κατηγορούν πως επιδιώκει να… αλώσει τα ΜΜΕ.

Αυτό το «παιχνίδι» δεν είναι Survivor να αδιαφορούμε και να ψηφίζουμε «προτεινόμενους» από συγκεκριμένα συμφέροντα

Προβάλλουν είτε την περίπτωση Καλογρίτσα -που είναι διαχρονική αμαρτία φτωχοδιαβόλου– και τώρα τον Σαββίδη, που δεν βαρύνεται με τίποτε (και στην ουσία αποτελεί «ανακάλυψη» του Σαμαρά και του Καμένου) και πάντως δεν έχει σχέση με τον Τσίπρα και το κόμμα του. Φάνηκε άλλωστε και στην οιονεί απόσυρσή του από τη διεκδίκηση του ΔΟΛ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως αν δεν αλλάξει κάτι στους κυβερνητικούς χειρισμούς, οδηγούμαστε στην τρίτη νίκη της διαπλοκής. Θα αξιοποιήσει τις αδυναμίες της κυβέρνησης Τσίπρα για να τον εξοντώσει και να επαναφέρει τα πράγματα στην προγενέστερη κατάσταση κυριαρχίας της μέσω του Κυριακού Μητσοτάκη. Και σε ό,τι αφορά τη χώρα ας πάει και το παλιάμπελο.

Το θέμα είναι ότι αυτό το «παιχνίδι» δεν είναι κάτι σαν το Survivor να το παρακολουθούμε ανυποψίαστοι στην οθόνη. Να αδιαφορούμε και να ψηφίζουμε τους «προτεινόμενους» από συγκεκριμένα συμφέροντα. Βοά ο κόσμος για κάποιους που εκλέγονται με σπόνσορες…

Αφορά ζωτικές δραστηριότητες της χώρας, την οικονομία της και τη θεσμική λειτουργία της, την ποιότητα της ενημέρωσης και την χρήση των πόρων που προορίζονται για την κοινωνία. Συν τον ρόλο της στις εξελισσόμενες κοινοτικές διεργασίες. Χωρίς διαφάνεια και κανόνες δεν την «παίζουν οι Ευρωπαίοι».

Εν τέλει αφορά την επιβίωση της Ελλάδας. Αυτή η επιβίωση δεν πρόκειται να διασφαλιστεί αν η κοινωνία δεν βγει από την αφασία της και οι πολίτες δεν θέσουν στον εαυτό τους το παλιό ερώτημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή: Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;