Του Γ. Λακόπουλου
Στις παραμονές των ευρωεκλογών του 2015, λίγο μετά από ένα ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα, κάποιος τον ρώτησε – σε μια συζήτηση που είχαν στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών: “Τι λένε οι Ρώσοι;”. Η απάντηση ήταν: “ Περιμένουν εμάς και τη Λεπέν”.
Ασφαλώς δεν υποδήλωνε κάποια συνάφεια με την ακροδεξιά Γαλλίδα. Εννοούσε απλώς ότι ο Πούτιν δεν έκρυβε ότι αν ηττηθούν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα από την Αριστερά -ενδεχομένως και στην Ισπανία- και στη Γαλλία από την Ακροδεξιά , αποδυναμώνεται η ευρωπαϊκή ηγεσία και αυτό θα τον εξυπηρετούσε στις ευρω-ρωσικές διαπραγματεύσεις.
Δεν ξέρουμε αν αυτή η θεώρηση του Ρώσου προέδρου για τις ευρωπαϊκές πολιτικές εξελίξεις ελήφθη υπόψη από τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, όταν πράγματι ο ίδιος νίκησε το πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας και έγινε Πρωθυπουργός.
Από πολλούς όμως εικάζεται ότι η εκτίμηση για την αποδυνάμωση του κοινοτικού κέντρου συνέβαλε στην -ολέθρια και για τον ίδιο- απόφαση να εμπιστευθεί την διαπραγμάτευση της κυβέρνησής του με τους εταίρους στον Βαρουφάκη που ήδη του έλεγε: “Μας παίρνει να τους πιέσουμε”.
Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσει στον δραματικό Ιούλιο του 2015, που τον καταδιώκει ακόμη. Ενώ τον Φεβρουάριο του 2015 μπορούσε να κλείσει μια συμφωνία πολύ καλύτερη από αυτήν που αρνήθηκε να κλείσει Σαμαράς -και με την καθυστέρηση- οδηγήθηκε σε μια πολύ χειρότερη. Σ’ αυτό το σημείο ήταν σωστή η σχετική επισήμανση του Βαγγέλη Βενιζέλου. Κατά κάποιο τρόπο αυτό το καμπανάκι χτυπάει δημοσίως και ο ψύχραιμος Γ. Χουλιαράκης.
Από την εκλογική επικράτηση Τσίπρα πάντως ούτε η ευρωπαϊκή ηγεσία κλονίσθηκε -ούτε ο Πούτιν ωφελήθηκε. Αντίθετα μετά τη στροφή που έκανε το καλοκαίρι του 2015, και το Μνημόνιο που υπέγραψε, ο ίδιος ήλθε πιο κοντά στους Ευρωπαίους, αλλά και τους …Αμερικανούς- και απομακρύνθηκε αντιστοίχως από τους Ρώσους.
Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα
Θα έλεγε κανείς ότι οι εξελίξεις εκείνης της περιόδου, -αλλά και οι περιορισμένες επιπτώσεις του Brexit που επακολούθησε -θα έπειθαν οριστικά τον Πρωθυπουργό ότι η επένδυση στην ενδεχόμενη εξασθένιση της κοινοτικής συνοχής, λόγω πολιτικών ανακατατάξεων στις χώρες μέλη, δεν εξυπηρετούν την Ελλάδα- αλλά ούτε και τον ίδιο στην πορεία υλοποίησης του Μνημονίου.
Παρόλα αυτά πρόσωπα που έχουν συνομιλήσει το τελευταίο διάστημα με τον ίδιο -όχι απαραιτήτως από το κόμμα του- ισχυρίζονται ότι διέκριναν στις αναλύσεις του την πεποίθηση ότι τον συμφέρει η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Για την ακρίβεια θεωρεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη θα διαμορφώσουν ευνοϊκότερο περιβάλλον για τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. Γι’ αυτό προσπαθεί να τους μεταθέσει διαρκώς την ευθύνη και ο ίδιος να εμφανίζεται ως επισπεύδων -και ας διαψεύδεται.
Οι ίδιοι παράγοντες συμπεραίνουν ότι στη διαμόρφωση αυτής της άποψής του Πρωθυπουργού -που ισοδυναμεί με την επιστροφή στην άνοιξη του 2015 σε ό,τι αφορά την ανάγνωση του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη – συνέβαλαν και οι υπερβολικές αξιώσεις των Θεσμών που δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν από καμία κυβέρνηση. Έτσι προσπαθεί να κερδίσει χρόνο παίζοντας “κατενάτσιο”.
Όπως του αποδίδεται, θεωρεί ότι μπορεί να ωφεληθεί αν αναμείνει τα αποτελέσματα στις εκλογικές αναμετρήσεις της Ολλανδίας και της Γαλλίας – όποια και αν είναι -προτού πάρει τις οριστικές αποφάσεις του για τη συνέχεια του Μνημονίου.
Γι’ αυτό το λόγο υποσχέθηκε στους εταίρους να υιοθετήσει τις απόψεις τους για μέτρα που θεμελιώσουν την επιτυχή ολοκλήρωση του Μνημονίου, αλλά με χρονοδιάγραμμα που θα συμφωνηθεί στη συνέχεια. Αν οι συνομιλητές του έχουν δίκιο στις εκτιμήσεις τους, η αξιόλογη δεν θα κλείσει στην επόμενη Συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ στις 20 Μαρτίου, αλλά μετά τον Μάιο.
Όσοι έχουν καλή γνώστη των πραγμάτων στην Ευρώπη σημειώνουν ότι αυτή η θεώρηση της διαπραγμάτευσης συνιστά πολιτικό σφάλμα μεγαλύτερο από όσα έγιναν το 201, επειδή ο χρόνος είναι η κρισιμότερη παράμετρος στην υλοποίηση του Μνημονίου και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Από αυτή την αποχή είναι ο βασικός αντίπαλος του Πρωθυπουργού: αν χάσει τους στόχους του 2017 η οικονομία καταρρέει και μαζί της και ο ίδιος. Αντίθετα, όσο νωρίτερα και πληρέστερα εμφανισθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη που επιδιώκει, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητές του να αντιστρέψει το πολιτικό κλίμα.
Για πολλούς αναλυτές η κατάσταση στην Ελλάδα δεν συνδέεται με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και η ελληνική κυβέρνηση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο αν προεκταθεί η διαδικασία ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Πρακτικά ο Πρωθυπουργός εφόσον επιμείνει σ’ αυτή την τακτική -ενδεχομένως επηρεασμένος από λανθασμένες εισηγήσεις- επιστρέφει στον αστερισμό των αδιεξόδων που ο ίδιος δημιούργησε στον εαυτό του την άνοιξη του 2015.
Από μια άποψη βρίσκεται στη θέση του Σαμαρά με την πέμπτη αξιολόγηση τον Δεκέμβριο του 2014, όταν εκείνος προτίμησε να την τινάξει στον αέρα, προσβλέποντας σε ευνοϊκές εξελίξεις για αυτόν -η περίφημη “δεξιά παρένθεση”- μετά τις εκλογές που αναπόδεικτα θα ακολουθούσαν .
Ο τότε αρχηγός της ΝΔ άλλωστε φρόντισε να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο να συμπράξει ο Τσίπρας σε εκλογή προέδρου με συμφωνημένη μεταγενέστερη ημερομηνία εκλογές- όπως είχε αρχίσει να συζητείται- προτείνοντας τον …αντιπρόεδρο του κόμματός του για το αξίωμα. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Η σημερινή ανομολόγητη επιδίωξη της αναβολής που αποδίδεται στον Πρωθυπουργό διαγράφει από την εξίσωση της αξιολόγησης την κρίσιμη παράμετρο του χρόνου και δημιουργεί τις συνθήκες που τον οδήγησαν σε ήττα στην πρώτη φάση της πρωθυπουργίας του- η οποία μεγάλωσε όταν ….κέρδισε το Δημοψήφισμα- που ήλπισε να χάσει, κατά τον Βαρουφάκη, για να δικαιολογήσει τη στροφή.
Επιπλέον, αν τα πράγματα οδηγηθούν εξ αιτίας του σε πρόωρη εκλογική αναμέτρηση -δηλαδή πριν την ολοκλήρωση του Μνημονίου- ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα χάσει και τα ερείσματά του στον ευρωπαϊκό χώρο,- στα οποία επενδύει για το απώτερο μέλλον.