Του Γ. Λακόπουλου
Τέσσερις εκλεγμένοι πρωθυπουργοί, ένας εξωκοινοβουλευτικός και δύο υπηρεσιακοί. Τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα, τρία μνημόνια και άλλα τόσα κολοσσιαία δάνεια. Αυτός ο απολογισμός της κρίσης έκανε την πολιτική συμπεριφορά του πληθυσμού της χώρας να κυμανθεί από τη μια πλευρά του εκκρεμούς ως την άλλη μέσα σε πέντε χρόνια. Και τώρα που βρίσκεται; Τώρα απλώς σχεδόν έπαψε να ταλαντεύεται. Μένει αναποφάσιστος πάνω από το χάος που δημιούργησαν οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις από το 2009 ως τις αρχές του 2015 οπότε ο αριστερός επιχρωματισμός της εκτελεστικής εξουσίας το μετέτρεψε σε σκότος και έρεβος.
Αυτή τη στιγμή τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Όλα. Η οικονομία, η διεθνής παρουσία της χώρας, η κοινωνία, η ζωή των νοικοκυριών, οι θεσμοί, τα κόμματα, η πολιτική ζωή, η ψυχολογία των ανθρώπων.
Τυχαίο; Καθόλου. Ο Γ. Παπανδρέου υπήρξε μοιραίος, ο Λουκάς Παπαδήμος παρένθεση, οι ΣαμαροΒενιζέλοι τραγικοί και ο Τσίπρας τα είχε όλα, τα έχασε και τώρα τα διεκδικεί ξανά με τρόπο, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος ότι δεν θα τα ξαναχάσει.
Από τους πρωθυπουργούς της κρίσης είναι πλέον ο μόνος επί σκηνής, αλλά κάνει ότι μπορεί για πέσει βαρύς επί της κεφαλής του ο πέλεκυς. Να χάσει από έναν αντίπαλο που απλώς ευτελίζει την πολιτική με το ύφος μαχαλόμαγκα που εισάγει στο δημόσιο λόγο. Εκτός αν δεχθούμε αυτό που λέει ένας υπουργός του Τσίπρα: «Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του είναι ο εαυτός του»…
Από την πρώτη στιγμή που πήρε τα πράγματα στα χέρια του ήταν. Σχημάτισε τη χειρότερη δυνατή κυβέρνηση που είχε …δύο γραμμές και δύο πολτικές. Υιοθέτησε τις χειρότερες δυνατές υποδείξεις που τον οδήγησαν σε λάθος επιλογές πολιτικής και στόχων. Έδωσε ρόλο και θεσμικά αξιώματα σε πρόσωπα των οποίων το προφίλ τα κατέτασσε ανάμεσα στην άγνοια, τον τυχοδιωκτισμό και τον ψυχίατρο. Πήγε να διαλέξει και λάθος σφαίρα επιρροής και αν δεν το κατάφερε να ανάβουμε κερί στον Πούτιν που δεν το δέχθηκε. Ακολούθησε λάθος διαπραγματευτική τακτική στην Ευρώπη και τελικά έστησε λάθος κάλπες. Κάνοντας τόσα λάθη- τα περισσότερα τα παραδέχεται πλέον ο ίδιος σε δημόσιες κρίσεις ειλικρινείας- ό,τι έμεινε στο παιχνίδι το οφείλει στους αντιπάλους του: είναι τόσο λίγοι που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν αντίπαλο δέος απέναντί του -πλην την αλάνικης ρητορικής του Μεϊμαράκη σ’ αυτές τις εκλογές.
Ύστερα από μια αποτυχημένη διακυβέρνηση και μία διαπραγμάτευση που δαπάνησε όλο το πολιτικό κεφάλαιο της χώρας και εξανέμισε την εμπιστοσύνη της στην Ευρωζώνη για να φτάσει εκεί που αναπόφευκτα θα πήγαινε από την αρχή, ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί δεύτερη ευκαιρία –την οποία με κάποιο περίεργο συλλογισμό ο ίδιος ονομάζει πρώτη.
Την δικαιούται; Θεωρητικά θα έπρεπε. Με έξι μήνες διακυβέρνησης δεν μπορεί να ευθύνεται για σαράντα χρόνια κομμάτια και θρύψαλα. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γιατί απέτυχε να αντιμετωπίσει το παρελθόν. Μπορεί, όμως, να τον κατηγορήσει γιατί έχει αποτύχει ήδη να αντιμετωπίσει το μέλλον.
Πως και με ποιους θα το κάνει; Με τα πρόσωπα που έβαλε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας; Με τη διασφάλιση της επανεκλογής μέσω της λίστας όσων επέδειξαν τραγικό έλλειμμα διακυβέρνησης σε ό,τι ανέλαβαν και τώρα διεκδικούν εκ νέου χαρτοφυλάκια; Για ποιον άλλον εκτός από τον Γιάννη Πανούση– που έχει την παρρησία και την εντιμότητα να του λέει δημοσίως ότι απλώς ανακύκλωσε τα ίδια πρόσωπα- μπορεί να υπερηφανεύεται; Απέναντι στην κοινωνία -όχι απέναντι στην Κουμουνδούρου που εξακολουθεί να τον τραβάει από το μανίκι -απλώς τα χέρια άλλαξαν. Μήπως με τους αραχτούς κοτζαμπάσηδες του περιβάλλοντός του απέναντι στις οποίους τρέμει μην του καταλογίσουν …δεξιά παρέκκλιση;
Αν πάρει νέα εντολή θα κυβερνήσει με τη νέα γενιά βαριδιών – ήτοι την προσωπική του φράξια των 53 που τον καθοδηγούν απολύτως; Ή μήπως με την χωρίς ντροπή διαφήμιση της «έντιμης» συνεργασίας του με τον Καμμένο;
Με στοιχειώδη τήρηση κάποιων κανόνων διακυβέρνησης ο Τσίπρας δεν χρειαζόταν να ζητήσει δεύτερη ευκαιρία. Θα την είχε αυτοδικαίως, αν είχε κινηθεί με την κοινή λογική ενός κοινοτικού πρωθυπουργού.
Εν μέρει την έχει ακόμη -εκ των πραγμάτων. Αλλά την καίει προτού την πάρει από την αρχή της προεκλογικής περιόδου διαπράττοντας, ένα ατόπημα, ένα λάθος και ένα παράλογο.
Το ατόπημα είναι ότι απειλεί να αφήσει τους άλλους να εφαρμόσουν το Μνημόνιο που έφερε ο ίδιος.
Το λάθος είναι ότι υπόσχεται ένα …αντιμνημόνιο κόντρα στο Μνημόνιο αν είναι ο ίδιος στα πράγματα. Δηλαδή υπόσχεται να επαναλάβει όσα έγιναν στο διάστημα Ιανουάριου- Ιούλιου- παρ’ ότι -όπως προειδοποίησε ο Γιούνγκερ- δεν θα έχει καν τη ευκαιρία.
Το παράλογο είναι ότι συνεχίζει την αντιευρωπαϊκή ρητορική κατασκευάζοντας φανταστικούς εχθρούς –χώρες, πρόσωπα και θεσμούς- που δεν υπάρχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στρέφοντας την κοινωνία κατά της Ευρώπης με την κατάρα ότι τον υποχρέωσε να υπογράψει ένα Μνημόνιο που δεν ήθελε -λες και υπάρχει πολιτικός που θα το ήθελε– κόβει το μόνο κλαδί στο οποίο μπορεί ακόμη να κάθεται.
Καθώς ο καλός Θεός της πολιτικής είναι ακόμη με το μέρος του Αλέξη Τσίπρα του δίνει με το ντιμπέιτ την ευκαιρία να αλλάξει εικόνα, ρητορική και υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Αν δεν το αξιοποιήσει, ο πιο ταλαντούχος πολιτικός της εποχής θα εξελιχθεί σε ‘Τσάλετζερ’-το διαστημικό λεωφορείο που εξαερώθηκε αμέσως μετά τη θεαματική εκτόξευση του στο ακρωτήριο Κανάβεραλ τον Ιανουάριο του 1986. Έτσι η Αριστερά, την οποία εκπροσωπεί, για δεύτερη φορά μετά τη Βάρκιζα θα έχει να συζητάει για άλλα εβδομήντα χρόνια τι πήγε λάθος. Είναι απλό: Η ίδια πήγε λάθος...
.