Του Σωκράτη Αργύρη
Σκέψεις πάνω σε μία έκθεση τέχνης
Η αρχική θρησκεία των Βανδάλων ήταν πολυθεϊστική, όπως συνέβαινε με πολλές άλλες γερμανικές φυλές εκείνης της εποχής. Πίστευαν σε θεότητες που σχετίζονταν με τη φύση, τον πόλεμο και την καθημερινή ζωή. Οι θεοί τους ήταν συνήθως συνδεδεμένοι με φυσικά φαινόμενα ή πολεμικές αξίες, και οι λατρείες τους περιλάμβαναν θυσίες και τελετουργίες.
Ωστόσο, μετά την επαφή τους με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την επιρροή του Χριστιανισμού, οι Βάνδαλοι ασπάστηκαν τη χριστιανική πίστη. Στην αρχή, ακολούθησαν τον Αρειανισμό, μια αίρεση του Χριστιανισμού που αρνιόταν την πλήρη θεότητα του Ιησού Χριστού και πίστευε ότι ο Χριστός ήταν κατώτερος από τον Θεό Πατέρα. Ο Αρειανισμός είχε μεγάλη εξάπλωση σε διάφορους γερμανικούς λαούς, καθώς και στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και οι Βάνδαλοι τον υιοθέτησαν κατά τον 4ο αιώνα, όταν έγιναν Χριστιανοί.
Οι Βάνδαλοι, όπως και άλλοι αρχαίοι λαοί, συχνά έσπαζαν αγάλματα ή κατέστρεφαν καλλιτεχνικά έργα για διάφορους λόγους. Ένας βασικός λόγος ήταν η θρησκευτική ή πολιτική συμβολή αυτών των έργων. Τα αγάλματα συχνά αντιπροσώπευαν θεότητες, βασιλιάδες ή θρησκευτικές εικόνες που οι Βάνδαλοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να καταστραφούν για να καταπολεμηθεί η ειδωλολατρία ή οι πολιτικοί εχθροί τους. Η καταστροφή αυτών των έργων ήταν μια πράξη συμβολικής επικράτησης ή ακόμα και εκδίκησης.
Επίσης, η καταστροφή αγαλμάτων μπορούσε να αποτελέσει και μέσο κοινωνικής ή στρατιωτικής αντεπίθεσης, είτε για να αποδυναμωθεί το ηθικό του αντιπάλου είτε ως ένδειξη καταστροφής των πολιτιστικών τους επιτευγμάτων. Αυτή η πρακτική συχνά συνδέεται με περιόδους καταστροφής ή αναταραχής, όπως οι λεηλασίες κατά τη διάρκεια των επιθέσεων των Βανδάλων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 5ο αιώνα.
Περί Ιερού και βέβηλου
Παρόμοια πρέπει να δούμε πώς ο Μιρτσέα Ελιάντε, Ρουμάνος φιλόσοφος και ιστορικός των θρησκειών, ορίζει τη φύση του ιερού και της θρησκευτικής εμπειρίας. Στο έργο του, «Ιερό και Βέβηλο», το ιερό δεν είναι απλά ένας θρησκευτικός ή μεταφυσικός χώρος, αλλά μια θεμελιώδης διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας και αντίληψης, που υπερβαίνει τα όρια της καθημερινής ζωής και οδηγεί τον άνθρωπο σε επαφή με το υπερβατικό ή το θεϊκό, δηλαδή αναφέρεται σε δύο αντίθετες, αλλά αλληλένδετες έννοιες που σχετίζονται με την ανθρώπινη εμπειρία του χρόνου, του χώρου και της πνευματικότητας.Ο Ελιάντε θεώρησε το ιερό ως κάτι που δημιουργεί μια «διάσταση του άλλου», που εκφράζεται μέσα από το σύμβολο, το μύθο και τη θρησκευτική πρακτική. Η έννοια του ιερού, σύμφωνα με τον Ελιάντε, δεν είναι μόνο η αναγνώριση ενός θεϊκού, υπερβατικού στοιχείου, αλλά και η δυνατότητα του ανθρώπου να ξαναβρεί τον «εαυτό του» σε αυτή τη διάσταση. Ανέφερε ότι το ιερό δημιουργεί έναν κόσμο «διαφορετικό» από τον καθημερινό, έναν κόσμο που περιέχει τον μύθο, τα σύμβολα και τη θρησκευτική λειτουργία, και ο οποίος επιτρέπει στον άνθρωπο να αντιληφθεί την πραγματικότητα με έναν διαφορετικό τρόπο.Ενδεικτικά, η έννοια του ιερού στον Ελιάντε σχετίζεται με την εξής θεμελιώδη αντίθεση: το ιερό και το κοινό, το καθημερινό, το φυσικό. Το ιερό δεν ανήκει στην καθημερινή ζωή, αλλά την υπερβαίνει και δημιουργεί έναν νέο τύπο πραγματικότητας, όπου το φαινόμενο και το ουσιώδες συνυπάρχουν με έναν τρόπο που δεν είναι αντιληπτός σε φυσιολογικές συνθήκες.Αναφέρεται επίσης στο ιερό ως κάτι που είναι «εκτός του χρόνου», δηλαδή ο άνθρωπος όταν συμμετέχει σε μια θρησκευτική τελετουργία ή επικοινωνεί με το ιερό, υπερβαίνει τον κοινό χρόνο και ζει μια επανασύνδεση με μια πιο αυθεντική, «πρωταρχική» πραγματικότητα. Αυτό το στοιχείο του «άχρονου» συνδέεται με τη θρησκευτική εμπειρία που αναβιώνει μυθικές εποχές ή καταστάσεις.Για τον Ελιάντε, λοιπόν, το ιερό είναι όχι μόνο ένα πεδίο μεταφυσικό, αλλά και ένα ζωτικό στοιχείο της ανθρώπινης συνείδησης, το οποίο επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει τα όρια του καθημερινού και να συναντήσει το υπερβατικό, το αιώνιο και το θεϊκό.
Αντίθετα, το «βέβηλο» σχετίζεται με τον εκκοσμικευμένο, καθημερινό κόσμο, τον κόσμο που είναι αποκομμένος από την ιερότητα και από τις βαθύτερες πνευματικές πραγματικότητες. Ο Ελιάντε χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κόσμο του ιερού, είτε λόγω της εξέλιξης του πολιτισμού είτε λόγω της ανθρώπινης τάσης να «βεβηλώνει» ό,τι είναι ιερό και να το μετατρέπει σε κάτι κοινό, οικείο και καθημερινό.Το ιερό λοιπόν συνδέεται με την αρχέγονη, μεταφυσική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ το βέβηλο αντιπροσωπεύει τον εκφυλισμό αυτής της αίσθησης της ιερότητας στον σύγχρονο κόσμο.
Περί Συμβόλων και Εικόνων
Σχετικά η συμβολική σκέψη είναι ομοούσια με το ανθρώπινο πλάσμα: προηγείται από τη γλώσσα και από το διαλογισμό. Οι εικόνες, τα σύμβολα, οι μύθοι, δεν είναι ανεύθυνα δημιουργήματα της ψυχής. Ανταποκρίνονται σε μια ανάγκη και εκπληρώνουν μια λειτουργία: αποκαλύπτουν τις πιο μυστικές μορφές της ουσίας του όντος. Ώστε, η μελέτη τους μας βοηθάει να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο, τον άνθρωπο χωρίς άλλους προσδιορισμούς, αυτόν που δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί από τις ιστορικές συνθήκες.Το υποσυνείδητο προμηθεύει ασταμάτητα το σύγχρονο άνθρωπο με αμέτρητα σύμβολα, και κάθε σύμβολο έχει να μεταφέρει ένα συγκεκριμένο μήνυμα, να φέρει εις πέρας μια συγκεκριμένη αποστολή, η οποία σκοπεύει στο να προστατεύσει ή να επαναφέρει την ψυχική του ισορροπία. Το σύμβολο δεν καθιστά μόνο τον κόσμο «ανοικτό», αλλά εγγυάται στον άνθρωπο και την πρόσβασή του στο σύμπαν. Τα σύμβολα ξυπνούν το προσωπικό βίωμα και το μετατρέπουν σε πνευματική πράξη, σε μια μεταφυσική αντίληψη του κόσμου. Μπροστά από ένα οποιοδήποτε φανερό σύμβολο του κοσμικού χώρου και της κοσμολογικής ζωής, ένας άνθρωπος βρίσκει την πρόσβαση στην ύψιστη πνευματικότητα, επειδή, κατανοώντας το σύμβολο, είναι σε θέση να ζήσει παγκόσμια. Η θρησκευτική θεώρηση του κόσμου και η ιδεολογία της επιτρέπουν στον άνθρωπο να αξιολογήσει όλο αυτό το προσωπικό του βίωμα και να το «ανοίξει» προς το παγκόσμιο.
Περί Έργων Τέχνης και Erwin Panofsky
Ο Έρβιν Πανόφσκι είναι γνωστός και για τη συνεισφορά του στον τομέα της τέχνης. Πρόκειται για ένα Γερμανό θεωρητικό της τέχνης, ο οποίος έχει ασχοληθεί με τη μελέτη της τέχνης, τη φιλοσοφία και την αισθητική.
Στο δοκίμιο του «Εικονογραφία και Εικονολογία: Μία Εισαγωγή στην μελέτη της Τέχνης της Αναγέννησης», ο Erwin Panofsky επισημαίνει τη σημασία της εικονογραφίας και της εικονολογίας για την κατανόηση των έργων τέχνης, ιδιαίτερα αυτών της Αναγέννησης.
Ο Πανόφσκι ανέπτυξε τη θεωρία της εικονολογίας, η οποία εστιάζει στην «βαθύτερη» σημασία των έργων τέχνης πέρα από την απλή εικόνα τους, και αναδεικνύει τη σύνδεση της τέχνης με την πολιτιστική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Πανόφσκι διακρίνει τρία επίπεδα ανάλυσης για τη μελέτη των εικόνων: την Εικονογραφία, την Εικονολογία και την Αναλυτική διάσταση.Εικονογραφία: Η αναγνώριση και η κατηγοριοποίηση των οπτικών μοτίβων και συμβόλων στις εικόνες. Αυτό περιλαμβάνει τη μελέτη του περιεχομένου του έργου, όπως τα θέματα και τα πρόσωπα που απεικονίζονται και προσπαθεί να τα συνδέσει με γνωστά θέματα από την ιστορία, τη θρησκεία ή τη μυθολογία.
Εικονολογία: Στο δεύτερο επίπεδο, η ανάλυση πηγαίνει πιο βαθιά, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα έργα με βάση τα συμφραζόμενα της πολιτιστικής, κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας της εποχής. Η εικονολογία εξετάζει το «νόημα» πίσω από το έργο, την ιδεολογία που επικοινωνεί και τις πολιτισμικές αξίες που αναπαριστά.Αναλυτική διάσταση: Ο Πανόφσκι τονίζει τη σημασία της συνδυασμένης προσέγγισης αυτών των επιπέδων ανάλυσης για την πλήρη κατανόηση των έργων τέχνης. Η ανάλυση του έργου τέχνης δεν περιορίζεται μόνο στην επιφάνεια ή στη συγκεκριμένη αναγνώριση των εικονιστικών στοιχείων, αλλά απαιτεί μια εμβάθυνση στην ιδεολογία και τα συμφραζόμενα της εποχής του.Επίσης πρέπει να γίνει μελέτη της αντίληψης και της υποκειμενικής εμπειρίας του θεατή. Πώς το έργο επηρεάζει την αντίληψη του κοινού και ποιες συναισθηματικές ή διανοητικές αντιδράσεις προκαλεί.
Η προσέγγιση δηλαδή του Πανόφσκι υπογραμμίζει τη σημασία του συνδυασμού της μορφολογικής ανάλυσης με την ιστορική και φιλοσοφική διάσταση του έργου τέχνης, για να κατανοηθεί πλήρως η σημασία του.
Περί Γκόγια
Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco Goya), επίσημος ζωγράφος της Ισπανικής Αυλής και ένας από τους πιο σημαντικούς Ισπανούς ζωγράφους και χαράκτες, έχει ασχοληθεί με τη θρησκεία και τη θρησκευτική θεματολογία κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας, αν και η προσέγγισή του ήταν συχνά αμφισβητική και κριτική.
Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco Goya) ήταν επίσης μάρτυρας, δηλαδή έζησε την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και της κοινωνικής, πολιτικής αναταραχής που αυτή προκάλεσε στην Ευρώπη, αν και η αντίδρασή του στα γεγονότα είναι πιο έμμεση και σύνθετη από ότι σε άλλους καλλιτέχνες της εποχής. Παρόλο που δεν είχε άμεση εμπλοκή στις επαναστατικές διαδικασίες της Γαλλίας, επηρεάστηκε βαθιά από τις αλλαγές που προκάλεσε η επανάσταση.
Όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση το 1789, ο Γκόγια, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες της εποχής, φάνηκε να βλέπει με θετικό μάτι τις αρχικές εξελίξεις. Ο καλλιτέχνης ήταν μέρος μιας κοινωνίας που ήλπιζε σε μια νέα πολιτική και κοινωνική τάξη, η οποία θα έφερνε την ελευθερία και τη δικαιοσύνη για όλους. Αυτό αποτυπώθηκε σε έργα του, όπως το «El sueño de la razón produce monstruos» (” Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα”), το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφορά στη σύγκρουση του φωτισμένου λόγου με τη βαρβαρότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά και με την πολιτική κατάσταση στην Ισπανία και την Ευρώπη γενικότερα.
Ωστόσο, καθώς η Γαλλική Επανάσταση εξελισσόταν, και η βία της «Τρομοκρατίας» (1793-1794), με τις μαζικές εκτελέσεις και τις ακραίες πολιτικές πρακτικές των Ιακωβίνων, ο Γκόγια άρχισε να αποστασιοποιείται από τις επαναστατικές εξελίξεις. Η ωμότητα και η φρίκη των γεγονότων τον επηρέασαν και η απογοήτευσή του από την επανάσταση εμφανίζεται σε κάποια από τα πιο σκοτεινά του έργα. Στη σειρά «Las Pinturas Negras», που δημιούργησε λίγο αργότερα, αποτυπώνονται τα ανησυχητικά συναισθήματα που προκλήθηκαν από την πολιτική αναταραχή και τη βία του 19ου αιώνα.
Η Γαλλική Επανάσταση είχε μεγάλη επιρροή στην Ισπανία, ιδίως όταν οι Γάλλοι επαναστάτες κατάφεραν να καταλάβουν τη χώρα. Ο Γκόγια, που υπήρξε στενός παρατηρητής της πολιτικής σκηνής, απεικονίζει στην τέχνη του τις συνέπειες αυτών των αλλαγών, όπως φαίνεται στη σειρά χαρακτικών «Η καταδίωξη του λαού» (Los Desastres de la Guerra), η οποία δείχνει τη φρίκη και τα δεινά του πολέμου, προκαλώντας το κοινό να αναλογιστεί τις ανθρώπινες καταστροφές που προκάλεσε η πολιτική αστάθεια, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ισπανία.
Η στάση του Γκόγια επίσης απέναντι στη θρησκεία χαρακτηρίζεται από κριτική και αποδοκιμασία, καθώς ο ίδιος είχε βιώσει και παρατηρήσει τη δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας και την υποκρισία που αυτή ενδεχομένως εξέφραζε. Στο έργο του «Πορτρέτα των Καθολικών Εκκλησιών», ο Γκόγια δεν διστάζει να αποδώσει την Εκκλησία και τη θρησκεία σε παραμορφωμένες και τρομακτικές μορφές, ενσωματώνοντας στοιχεία υπερβολής και κριτικής. Με τον τρόπο αυτό, ο καλλιτέχνης ήθελε να αναδείξει τις καταχρήσεις εξουσίας και την καταπίεση που ασκούνταν από τους θεσμούς αυτούς, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου η Εκκλησία είχε σημαντική επιρροή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ισπανίας.
Η τέχνη του Γκόγια αποκαλύπτει την ανησυχία του για τη διαφθορά της θρησκευτικής εξουσίας και την ηθική και πνευματική παρακμή της κοινωνίας της εποχής του, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την εξερεύνηση του σκοτεινού και του υπερφυσικού στοιχείου.
Επίσης τα έργα του Γκόγια που σχετίζονται με τη Γαλλική Επανάσταση είναι γεμάτα από έντονα συναισθήματα, σκοτάδι και μια βαθιά αίσθηση απογοήτευσης. Η ισχυρή αλληγορία, η σάτιρα και η κοινωνική κριτική που εμφανίζονται στις σειρές του, όπως τα «Καπρίτσια» και τα «Δεινά του Πολέμου», αντανακλούν τη δική του έντονη αμφιβολία για τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιφέρει αληθινή πρόοδο μέσω της βίας και της ανατροπής.
Ο Γκόγια δεν αποδέχτηκε απλώς τις ακραίες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά εξέφρασε και τον αποτροπιασμό του για τη βία και την καταπίεση που συνόδευε αυτές τις επαναστάσεις. Τα έργα του αντικατοπτρίζουν την ένταση της εποχής, αλλά και τη βαθιά του ανησυχία για την ανθρώπινη φύση, η οποία, ενώ επιθυμεί την ελευθερία και την ισότητα, μπορεί επίσης να προκαλέσει τεράστια δεινά και να αναπαράγει τις αδικίες με άλλους τρόπους.
Με αυτόν τον τρόπο, η τέχνη του Γκόγια παρέμεινε εξαιρετικά σχετική με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του και συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση των συνεπειών της Γαλλικής Επανάστασης και της επανάστασης γενικότερα.
Για την Έκθεση «Francisco Goya, Los Caprichos» στην Εθνική Πινακοθήκη
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα χαρακτικά της σειράς «Los Caprichos» παρουσιάζονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Με τον τότε διευθυντή Μαρίνο Καλλιγά, το μουσείο αγόρασε τη συλλογή που είναι εκτυπωμένη το 1803, το 1962 και την παρουσίασε για πρώτη φορά το 1971 και αργότερα το 2008.Τα «Καπρίτσια» (ή «Los Caprichos») είναι μια από τις πιο γνωστές και αμφιλεγόμενες σειρές χαρακτικών του Ισπανού ζωγράφου και χαράκτη Φρανθίσκο Γκόγια. Δημιουργήθηκαν το 1797 και το 1798 και περιλαμβάνουν 80 χαρακτικά, τα οποία αναδεικνύουν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, της κοινωνίας και της πολιτικής της εποχής του.Η σειρά «Τα Καπρίτσια» παρουσιάζει μια σειρά κοινωνικών και ηθικών κριτικών, με κυρίαρχα θέματα την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τη θρησκευτική υποκρισία, την πνευματική ασθένεια και τις ανισότητες της εποχής του. Ο Γκόγια δεν διστάζει να απεικονίσει τη φρίκη της ανθρώπινης φύσης με σαρκασμό και μαυρίλα, δημιουργώντας εικόνες γεμάτες αποδόσεις της ανθρώπινης δυστυχίας και των κοινωνικών παθών.Συχνά ο Γκόγια χρησιμοποιεί φανταστικά στοιχεία και συμβολισμούς, τα οποία αποτυπώνουν τις πολιτικές και κοινωνικές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, στα χαρακτικά του υπάρχουν γιγαντιαία ζώα που πατούν τους ανθρώπους ή ανθρώπινες μορφές που εκτελούνται με σφοδρότητα, παραπέμποντας σε εικόνες κοινωνικής αδικίας και πολιτικής βίας.
Η σειρά αυτή είχε ως στόχο να προκαλέσει το κοινό και να το κάνει να σκεφτεί τις αδυναμίες και τις καταπιεστικές πτυχές της κοινωνίας του 18ου / 19ου αιώνα. Ήταν μια κριτική τόσο προς τις αρχές της Εκκλησίας, όσο και προς τη βασιλεία και την αριστοκρατία. Οι χαρακτικές αυτές ήταν μια μορφή αντίστασης στην κυρίαρχη τάξη, η οποία, για τον Γκόγια, ήταν γεμάτη από υποκρισία, διαφθορά και υπερβολή.
Τα «Καπρίτσια» είχαν σημαντική επιρροή στην τέχνη της εποχής και συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ρομαντισμού. Η αδυσώπητη κριτική τους προς την κοινωνία και η δυνατότητα που είχαν να προκαλούν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις τα καθιστά έργα που αντέχουν στον χρόνο.Η σημαντικότητα των «Καπρίτσιων» έγκειται στο γεγονός ότι δείχνουν τον Γκόγια ως έναν καλλιτέχνη που πέρα από την καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας, προσέφερε μια βαθύτερη κριτική για την ανθρώπινη κατάσταση και τις αδυναμίες της κοινωνίας, με έναν τρόπο που δεν ήταν συνηθισμένος για την εποχή του.Με την έντονη κριτική τους και τη σφοδρότητα των απεικονίσεων τους, τα χαρακτικά αυτά παραμένουν διαχρονικά και εξαιρετικά σημαντικά για την κατανόηση της τέχνης και της ιστορίας του 18ου αιώνα.Αν και η είσοδος στην γενική έκθεση στην Πινακοθήκη είναι €10, το μόνο που διαπιστώνουμε είναι ότι η επίσκεψη στο υπόγειο της Πινακοθήκης στην συμπληρωματική έκθεση «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου – Ενδιάμεσος Χώρος» είναι δωρεάν για το κοινό.Δηλαδή ότι δεν πληρώνεις, παίρνεις…