Του Μάνου Στεφανίδη
Η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου τελειώνει, συνωμοσίες εξυφαίνονται από διεθνή οικονομικά συμφέροντα εναντίον μιας χώρας – πειραματόζωου που κυβερνάται από ανάξιους ενώ ηγεσία και πολίτες κοιμούνται ακόμη τον μικροαστικό τους νήδυμο αναλωνόμενοι σε πόζες, ζήλιες, ανταγωνισμούς και υφάκια εξουσίας. Με την απόλυτη καταστροφή ante portas και με το ζεύγμα ανάρχιδων και σταρχιδιστών να παραμένει αήττητο. Κυριάκος και Αλέξης αγωνιούν περισσότερο για την πρωθυπουργία παρά για την τύχη της χώρας. Παιδιά αμφότεροι του κιτς της Μεταπολίτευσης μπερδεύουν το τραγικό με το γελοίο χωρίς συνείδηση ιστορίας.
… “Σοκολατάκια και πολύ τους πάει! ” όπως τραγουδούσαν ο Γιάννης Νεγρεπόντης και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης από την εποχή της Χούντας στα “Μικροαστικά” τους. Αυτό είναι το ουσιαστικό πρόβλημα μας, όσο το σκέφτομαι βαθύτερα. Σε βάθος χρόνου. Η φρικώδης κληρονομιά της Δικτατορίας που σφράγισε το κιτς της Μεταπολίτευσης. Κακοχωνεμένες ιδέες του Μάη του ’68 με δεκαετή καθυστέρηση που τώρα ξεβράζονταν στην αρειμάνια πασοκίλα των eighties. Όλα επιτρέπονταν επαναστατικώ δικαίω και λαϊκώ δικαιώματι…
Ο λαός των ποντικών και των λαδέμπορων της Κατοχής, αδελφωμένος με τους τσαλακωμένους αριστερούς του μετεμφυλιακού κράτους, αποκαθαιρόταν στο Λοιμοκαθαρτήριο του Αντρέα και άμωμος από αδελφικό αίμα πλέον, μπορούσε να απολαύσει το “Τσοβόλα, δώστα όλα! ” ή τον χρηματιστηριακό παράδεισο του Σημίτη. Συχνά λιαζόμενος – ο περιούσιος λαός – στις παραλίες και απολαμβάνοντας μακάρια το φρέντο, την ήσσονα προσπάθεια αλλά και το μέγιστο κέρδος. Δύο σε ένα! Τα πακέτα Ντελόρ να είναι καλά και ο λαϊκός καπιταλισμός του Χριστουδουλάκη. Λεφτά, δάνεια μεν απλήρωτα δε, υπήρχαν.
Ένας αφόρητος μικροαστισμός σαν λίγδα από την οποία δεν ξέφευγε κανείς, μια μικροαστικίλα, σχεδόν θεσμική, είχαν διαβρώσει σαν υγρασία τα στεγανά και τα έμπεδα αυτής της χώρας μετατρέποντας τους παλιούς προλετάριους, τους άλλοτε περιθωριακούς αλλά και ηρωικούς βιοπαλαιστές της σκληρής καθημερινότητας, σε νεόπλουτους μικροαστούς. Σε εισοδηματίες γαντζωμένους στο γιώτα χι τους, το διαμέρισμα, κατά προτίμηση ρετιρέ, το εξοχικό, την ιδεολογικοποιημένη κυριακάτικη έξοδο στα Βλάχικα της Βάρης ή τα πρανή της Πάρνηθας για παϊδάκια που προσδοκούσαν τα πάντα από ένα κράτος πατερούλη. Και το κόμμα για τα περαιτέρω.
Άτομα χωρίς κανέναν εσωτερικό κραδασμό που ζούσαν σαν ζόμπι μόνο για το φαίνεσθαι, για το κατέχειν και όχι για το είναι, για το υπάρχειν. Που η μόνη τους μεταφυσική εξαντλούνταν αλλά και επιβεβαιωνόταν από το καθημερινό, το επιούσιο κέρδος. Με τον κωστοπουλισμό να αποτελεί τηλαυγή ιδεολογία και την Μύκονο δικαίωση του σοσιαλιστικού οράματος. Με τις συντάξεις από τα πενήντα κεκτημένο δικαίωμα και συνδικαλιστική νίκη. Με την πλήρη ανατροπή αιτίων και αποτελεσμάτων, σχέσεων και σκοπών.
(Σημείωση: Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια τηλεοπτική εικόνα που με στοίχειωσε από τις αρχές του 2000 όταν σε αναμετάδοση από τις Πρέσπες η ΕΡΤ παρουσίαζε αγκαλιασμένους τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Γιάννο Παπαντωνίου, τον Γιώργο Λιάνη και άλλους ανάλογους αστέρες να τραγουδάνε συγκινημένοι και αθώοι το “Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη”! Ήταν η στιγμή που τα “Μικροαστικά” του Κηλαηδόνη που ανέφερα πιο πάνω, είχαν γίνει τώρα το ρέκβιεμ μιας ολόκληρης κοινωνίας, η ιλαροτραγωδία σας προαναγγελθείσης ήττας. Της ήττας της ευμάρειας).
Άρα, κατανοώ απόλυτα το γιατί αυτά τα μίζερα ανθρωπάκια που ευκαιριακά κατέχουν την εξουσία εξαργυρώνοντας αγώνες άλλων ή υποκλέπτοντας αξιολύπητα ρόλους αριστερών, επαναστατών, κοινωνικών ανατροπέων κλπ. παίρνουν φυσικά και αθώα το κρατικό, προεδρικό αεροπλάνο και πηγαίνουν εκδρομή το Σαββατοκύριακο στο Παρίσι. Ακριβώς όπως ο μπαμπάς τους, δεκαετίες πριν, έπαιρνε το κουρσάκι μάρκας Ντάτσουν ή Όπελ καντέτ και τους πήγαινε week-end στην Αίγινα ή το Λουτράκι ενώ κατά την επιστροφή έκαναν μια στάση στα Δερβενοχώρια για μπριζόλες και γίδα βραστή. Tale quale που έλεγαν και οι Λατίνοι κλασικοί στους οποίους ως γνωστόν έχουν εντρυφήσει ο πρωθυπουργός και το στενό του περιβάλλον. Το κιτς της Χούντας και η κουλτούρα της ανδρεϊκής μεταπολίτευσης είναι εδώ, είναι παρόντα, είναι η μόνη πολιτιστική κληρονομιά που μας ενώνει και μας ταυτοποιεί. Ένα ρέκβιεμ που παίζεται με ζουρνάδες, μπαγλαμά και ντέφι ( για το κέφι της παρέας, πάνω και πρώτα απ´ όλα )!
Κύριο γνώρισμα του μικροαστισμού που καταγγέλλω είναι η μοχθηρία, είναι η ζήλεια γι’ αυτό που μας ξεπερνάει, είναι το αδιαπραγμάτευτο μίσος για τον ανυπόφορο διπλανό σου επειδή ακριβώς είναι αυτός που σου δείχνει την δική σου βαθιά μειονεξία. Την υπαρξιακή σου υστέρηση. Είπαμε … Σοκολατάκια και πολύ τους πάει... Ό,τι διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά των τελευταίων δεκαετιών αυτής της κοινωνίας είναι ο παχύρευστος, υδαρής φθόνος για τον καλύτερο, είναι η εδραίωση της μετριοκρατίας με κάθε τίμημα, είναι το μίσος της αριστείας, είναι η ζήλεια για την ευμάρεια του άλλου που σε ένα ψευδοαριστερό φαντασιακό συνιστά αδίκημα. Θέλετε απόδειξη όλης αυτής της παρανοϊκής αντιφάσης;
Επειδή δηλώνουμε αριστεροί, θέλουμε να καταστρέψουμε τα ακριβά, ιδιωτικά σχολεία, εκεί δηλαδή που πηγαίνουν τα παιδιά των μεγαλοαστών και της πλουτοκρατίας. Όμως, τι περίεργο, σ’ αυτά τα ίδια σχολεία στέλνουμε και εμείς ξεδιάντροπα τα δικά μας παιδιά. Ενώ απ’ την άλλη πλευρά κοπτόμαστε για τη δημόσια εκπαίδευση την οποία όμως σταθερά και ανάλγητα υποβαθμίζουμε. Συμβαίνει το ίδιο και με τις εκκλήσεις για ενίσχυση των αποθεματικών των ελληνικών τραπεζών την ίδια στιγμή που εμείς, οι πρωτοκλασάτοι της εξουσίας έχουμε δολίως, το ουδόλως ευκαταφρόνητο, κομπόδεμα μας στην αλλοδαπή. Αηδία. Θέλετε άλλη απόδειξη παράνοιας, διπλοπροσωπίας και περιφρόνησης του λαϊκού αισθήματος; Του κοινού νοός και της επαφής με την ζοφερή γύρω μας πραγματικότητα;
“Στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.” Γι’αυτό μια ιδέα θα ήταν, να φύγουμε Σαββατοκύριακο για το Παρίσι. Αρκεί να μην έχει κλείσει προς ιδίαν χρήσιν το αεροσκάφος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μπορεί να πρέπει να παραστεί σε περιφορά ιεράς Εικόνος στο Σουφλί.
* Το θεωρώ μέγιστη υποκρισία να θεωρείται βεβήλωση της μνήμης του Λουκιανού η γνωστή, πικρή γελοιογραφία του Χαντζόπουλου. Η οποία με αφορμή ένα τραγούδι διεκτραγωδεί μια κατάντια. Αλλά είπαμε: Ανάρχιδοι, σταρχιδιστές και επιπλέον υποκριτές και φοβικοί της όποιας κριτικής.