Του Γ. Λακόπουλου
Όποιος έχει μάτια βλέπει: μια εφημερίδα κι ένας βουλευτής της ΝΔ με ακραίες απόψεις πυροβολούν συστηματικά την επιτροπή «Ελλάδα 2021»- και την επικεφαλής της Γιάννα Αγγελοπούλου.
Στον πόλεμο μετέχουν κατά περίπτωση και άλλοι παράγοντες, όπως τρεις μεγαλοδημοσιογράφοι με εντελώς διαφορετική ταυτότητα -ενδεχομένως και κίνητρα-και με διαμετρικά αντίθετες σχέσεις με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οι αφορμές αυτής της εμπόλεμης κατάστασης είναι προσχηματικές: η αρθρογραφία μελών της Επιτροπής για ιστορικές φυσιογνωμίες της ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Καποδίστριας -ή ο Καραϊσκάκης πρόσφατα. ΄
Συνηθισμένες -αν όχι απολύτως εύλογες ιστορικές προσεγγίσεις– μετατρέπονται σε αιτίες εφόδων κατά της Αγγελοπούλου και της Επιτροπής της.
Το αυτονόητο δικαίωμα ανθρώπων της επιστήμης, ή της τέχνης και ιστορικών να καταθέσουν τη γνώμη τους αξιοποιείται με την συνήθη «εθνοκαπηλεία». Οπως την χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη στον ελληνικό χώρο η ακροδεξιά για να τροφοδοτεί την εσωτερική πόλωση.
Αυτός ο τρόπος απευθύνεται σε ανακλαστικά άλλων εποχών, είτε πρόκειται για την «υπεράσπιση» του Μεγάλου Αλέξανδρου, είτε για την αντίθεση στην αξιολόγηση των πολιτικών απόψεων του Καποδίστρια, και την σημασία της δολοφονίας του Λαμπράκη.
Κάποια στιγμή θα αρπαχτούν και με όποιον μιλήσει άσχημα για τον Μεταξά. Τα μόνο ιστορικά κείμενα που γίνονται δεκτά είναι του Παπαρρηγόπουλου.
Τό αστείο είναι ότι όσοι ρίχνουν πάλι νερό στο μύλο της όξυνσης για ανούσιους λόγους, εμφανίζονται και ως πολέμιοι του διχασμού. Η μεγαλομανιακή δήλωση «ως βουλευτής του Ελληνικού κοινοβουλίου έχω εκ του Συντάγματος υποχρέωση να μην επιτρέψω τον διχασμό» προκαλεί μειδιάματα, όταν προέρχεται από κάποιον που σταδιοδρομεί στο δημόσιο χώρο με διχαστικές -και ενίοτε κακόγουστες-παρεμβάσεις.
Προφανώς ο «πόλεμος του 2021» για το 1981, δεν αρχίζει και τελειώνει σε όσους εμφανίζονται στο προσκήνιο ως « εθνικοί επόπτες» της Επιτροπής που ορίσθηκε να διοργανώσει τις εκδηλώσεις για την 200ετηρίδα.
Όσοι βάλουν κατά της Γιάννας για εκτροπή από την «καθαρότητα» του επαναστατικού αφηγήματος, έχουν εμφανή κίνητρα και αφανή υποκίνηση.
Κάτω από την κορυφή του παγόβουνου υπάρχει η διάθεση συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών κύκλων να εκτραπεί η Επιτροπή από τον σκοπό της και τελικά να αποτύχει.
Ωστόσο ο ρόλος της Επιτροπής και το έργο της δεν ορίζεται από την Αγγελοπούλου και την Επιτροπή, αλλά από τον ιδρυτικό νόμο της. Ρητά της αναθέτει, μεταξύ άλλων, να αναδείξει «τις αξίες του ελληνικού Έθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα“.
Ανάδειξη , εν προκειμένω , δεν σημαίνει μονοσήμαντη η παρακμιακή αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα από ξεπερασμένες οπτικές . Η ιστορική επιστήμη έχει προσθέσει να αξιολογικά εργαλεία. Πλέον γεγονότα, πρόσωπα και περιστατικά, που δεν «κουμπώνουν» απαραίτητα με όλες της πλευρές της μυθολογίας της 25ης Μαρτίου 1821.
Έλληνες και ξένοι ιστορικοί έχουν αναδείξει τα τελευταία χρόνια πλευρές της Ελληνικής Επανάστασης και των πρωταγωνιστών της που έμεναν για αιώνες θαμμένες ως «εθνικά μυστικά», ή αφορίζονταν ως αντεθνικές θέσεις.
Οι θρύλοι ενός λαού δεν είναι ιστορία. Π.χ. τα περί “κρυφού σχολειού” έχουν ακυρωθεί ιστορικά, από επιστημονική άποψη. Θα την πέσουν στην Αγγελοπούλου αν το αναφέρει ένα μέλος της Επιτροπής; Ή αν κάποιος ισχυριστεί ότι ο Παλαιολόγος δεν “μαρμάρωσε” ακριβώς;
Θα ξαναφορέσουν περικεφαλαία οι ψηφοθήρες βουλευτές της ΝΔ αν κάποιος σημειώσει ότι η Ελλάδα δεν έγινε κράτος στην Αγία Λαύρα- που έχει το συμβολισμό της- αλλά στο Ναβαρίνο; Ή θα βάλουν πιπέρι στο στόμα σε όποιον ιστορικό αναφέρει ότι οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης έβγαζαν τα μάτια τους για τα οφίτσια και την οδήγησαν σε αποτυχία;
Το είδος και η σύνθεση της Επιτροπής που φέρει την υπογραφή του Πρωθυπουργού είναι συστατικό του σκοπού της και της λειτουργίας της.
Οποιαδήποτε παρέκκλιση θα ερμηνευθεί ως συνθηκολόγηση με την εγχώρια ακροδεξιά και θα θέσει σε αμφισβήτηση όχι μόνο το κύρος της Επιτροπής, αλλά και την αξία της Επετείου, εντός και εκτός της χώρας.
Θα δεχθεί η κυβέρνηση- και η αξιωματική αντιπολίτευση, η το Κιναλ- να μετατραπεί η Επέτειος των 200 χρόνων, σε φυτώριο εκκόλαψης νεου ακροδεξιού μορφώματος, με εθναμύντορες, ψευτοπατριώτες και αδιάβαστους;
Στις μέρες μας τα ιστορικά γεγονότα δεν προσφέρονται για πάρτι μισαλλόδοξων. Είναι ευκαιρίες για εθνική ανασύνταξη, συλλογικό αν στοχασμό και κίνηση προς το μέλλον. Με τους όρους του παρόντος και του μέλλοντος όχι του παρελθόντος.
Για να δημιουργήσει η Επιτροπή τις προϋποθέσεις ανάδειξης του εορτασμού των 200 χρονών ως βατήρα για τις μελλοντικές εθνικές επιδιώξεις μιας χώρας που βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της κοινοτικής Ευρώπης δεν πρέπει να μείνει καθηλωμένη στην Τουρκοφοβία, αλλά να λειτουργήσει μακριά από παρεμβάσεις εγκάθετων. Με μόνο οδηγό το «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές» του εθνικοή ποιητή.
Σ’ αυτό το πλαίσιο αποτελούν πνευματική υστέρηση και επιστημονική οπισθοδρόμηση οι εξωφρενικές θεωρίες για δήθεν «προσβολή» στους «ήρωες της επανάστασης” και τις φυσιογνωμίες των ιδρυτικών πράξεων του νεότερου ελληνικού κράτους , από κριτικές αναφορές στη ζωή και τη δράση τους.. Οι ήρωες ενός λαού προσβάλλονται μόνο από όσους τους καπηλεύονται για να κάνουν πολιτική καριέρα.
Όσοι επιτίθενται στην Επιτροπή με σκοπό την συρρίκνωση του έργου της σε άγονη πατριδολαγνεία -όπως προωθεί επί δεκαετίες η, ανιστόρητη, ελληνική ακροδεξιά – εκμεταλλεύονται το κενό έργου που χαρακτηρίζει ως τώρα την Επιτροπή.
Ουσιαστικά ο εορτασμός της επετείου -με τη σημασία που αναδείχθηκε στη Βουλή κατά την πανηγυρική και ομόφωνη εγκατάσταση της Επιτροπής- έπρεπε ήδη να «τρέχει» με την λογική της αντίστροφης μέτρησης. Δηλαδή από τις 25 Μαρτίου 2020 να υπάρχουν γεγονότα, πρωτοβουλίες και δράσεις, που θα κορυφωθούν τον επόμενο Μάρτιο..
Αντ’ αυτού παρατείνεται η περίοδος της προετοιμασίας και έτσι η Επιτροπή μένει εκτεθειμένη σε επιθέσεις σκοπιμότητας από τυχάρπαστους, σκοταδιστές και διατεταγμένους. Με ασήμαντες αφορμές όπως είναι η προσωπική αρθρογραφία στελεχών της και κάποιες αναρτήσεις στο Διαδίκτυο.
Από αυτή την άποψη η απάντηση είναι: έργο, περισσότερο έργο.