Του Μελέτη Ρεντούμη
Εκεί που όλοι περίμεναν με την έλευση του νέου έτους, ν’αποτελέσει πραγματικά κομβικό σημείο με την χώρα ν’ ανακάμπτει και να γίνονται σοβαρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για την ανάπτυξη, τελικά όχι μόνο επικρατεί πλήρης στασιμότητα σε όλα τα ζητήματα, αλλά σταδιακά επανέρχεται ο κίνδυνος του Grexit με ορατό το ενδεχόμενο να ζήσουμε μέρες του 2015 με την περιβόητη διαπραγμάτευση που κατέληξε και στο 3ο Μνημόνιο που ισχύει σήμερα.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται να μην μπορεί ή να μην θέλει να κλείσει την αξιολόγηση πιεζόμενος από το πολιτικό κόστος που ούτως ή άλλως ο ίδιος έχει διογκώσει με την έλλειψη στρατηγικής και τις παλινωδίες που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση τα τελευταία δύο έτη.
Ο κ. Τσίπρας, αρνείται λοιπόν να νομοθετήσει μέτρα μετά το 2018, που αποτελεί την λήξη του τρέχοντος προγράμματος, με το σκεπτικό ότι υπερβαίνει την θητεία της παρούσας κυβέρνησης.
Αυτό προφανώς και δεν ευσταθεί γιατί με το ίδιο σκεπτικό, δεν θα έπρεπε η χώρα να δεσμεύεται με κανένα στόχο ή καμία επένδυση ακόμα και αν αφορά χιλιάδες θέσεις εργασίας, που θα υπερβαίνει τον εκλογικό κύκλο.
Γι’ αυτό άλλωστε ψηφίζονται οι κυβερνήσεις και υπήρχε η λογική της αυτοδυναμίας. Για να μπορούν εκπροσωπώντας τον ελληνικό λαό να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις εξετάζοντας όλα τα δεδομένα προς όφελος του ελληνικού λαού.
Η πικρή αλήθεια όμως της δύσκολης κατάστασης που έχει περιέλθει η κυβέρνηση και ο Α. Τσίπρας προσωπικά με την επιμονή για νέα μέτρα από το ΔΝΤ, είναι η πλήρης έλλειψη εφαρμογής μεταρρυθμίσεων καθώς και εξορθολογισμού των δαπανών.
Η κυβέρνηση έχει ήδη υπογράψει ότι τα πλεονάσματα του 3.5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια και μετά το 2018, θα προέλθουν κατά 80% από μειώσεις μισθών και συντάξεων, γεγονός μη βιώσιμο για την οικονομία, την κοινωνία και τους καταναλωτές.
Αν τα προηγούμενα δύο χρόνια είχαν γίνει βασικά πράγματα, όπως η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, κυρίως του Ελληνικού, του Αστέρα Βουλιαγμένης, των περιφερειακών αεροδρομίων, η πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η συμφωνία με την COSCO παράλληλα με μια αποτελεσματικότερη και πιο ευέλικτη δημόσια διοίκηση χωρίς τις συνεχείς προσλήψεις συμβούλων και μετακλητών, τότε η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν καν να μπει στη συζήτηση νομοθέτησης επιπλέον μέτρων, καθώς με πλεόνασμα 3.5% μέχρι το 2018, η χώρα θα είχε το περιθώριο να βγει δοκιμαστικά στις αγορές και να καλύπτει βραχυπρόθεσμα τις ανάγκες της.
Αυτή τη στιγμή το μόνο μέτρο που έχει εφαρμοστεί στην ελληνική οικονομία είναι η υπερφορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων, η προσαύξηση στον ΕΝΦΙΑ και η διαρκής μείωση των συντάξεων μέσω κατάργησης της προσωπικής διαφοράς.
Με βάση τα παραπάνω, ο πολιτικός χρόνος του κ. Τσίπρα λιγοστεύει επικίνδυνα και το γνωρίζει πολύ καλά, γι’ αυτό και επεξεργάζεται τα παρακάτω σενάρια για την επόμενη μέρα:
- Να μην κλείσει την αξιολόγηση και να προχωρήσει άμεσα σε εκλογές και να δραπετεύσει.
- Να νομοθετήσει τα μέτρα των 4.5 δις ευρώ αλλά ν’απαιτήσει αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών το οποίο ενδεχομένως πάλι να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές.
- Να παίξει άμυνα με τους θεσμούς, αναμένοντας τις προθέσεις του προέδρου Τραμπ απέναντι στο ΔΝΤ, ώστε να επιτύχει μια μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.
- Να προτείνει στην Φ. Γεννηματά και στην Δημ. Συμπαράταξη μια συγκυβέρνηση με ευρεία συμμετοχή, πολλά υπουργεία αλλά και διοίκηση σε δημόσιους οργανισμούς για να συνεχίσει την κυβερνητική του πορεία.
Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι εικασίες και κανείς δεν γνωρίζει τι τελικά θα επιλέξει ο πρωθυπουργός που δείχνει μια χαρακτηριστική αναποφασιστικότητα όσον αφορά την στρατηγική τόσο του κόμματός του όσο και της ίδιας της κυβέρνησης.
Το σίγουρο είναι ότι για μία ακόμη φορά, η χώρα φαίνεται εγκλωβισμένη από τα γεγονότα και τις εξελίξεις, χωρίς εκείνη να σχεδιάζει, να υλοποιεί και να εφαρμόζει αυτά που πραγματικά πρέπει να γίνουν ώστε να έρθει η ανάπτυξη.
Οι επόμενες εβδομάδες αναμένονται ιδιαίτερα κρίσιμες για το που θα κινηθεί η διαπραγμάτευση με στόχο ν’αποφύγει η χώρα μια νέα παρατεταμένη κρίση και ύφεση.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός