
Του Σωκράτη Αργύρη
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 δεν επηρέασε άμεσα τις συνθήκες ειρήνης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είχε σημαντικές γεωπολιτικές συνέπειες, καθώς σημάδεψε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την αρχή μιας νέας εποχής διεθνών σχέσεων.
Ωστόσο, είχε έμμεσο αντίκτυπο στις πολιτικές και στρατηγικές συμφωνίες που είχαν διαμορφωθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποτέλεσμα την αλλαγή ή την αναθεώρηση πολλών συμφωνιών, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και η αποδοχή της Γερμανίας ως ενιαίου κράτους.
Η Γερμανία έχει Σύνταγμα, το οποίο ονομάζεται Βασικός Νόμος της Γερμανίας (Grundgesetz), που εγκρίθηκε το 1949 και αποτέλεσε το θεμέλιο για τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Βασικό Νομοθέτημα γράφτηκε από μια Συντακτική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε από τους εκπροσώπους των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία), καθώς και από πολιτικούς της Δυτικής Γερμανίας. Η διαδικασία συγγραφής του Συντάγματος διευθύνονταν από τους Άγγλους, Αμερικανούς και Γάλλους. Προοριζόταν αρχικά ως προσωρινό σύνταγμα για τη Δυτική Γερμανία, αλλά αργότερα απέκτησε μόνιμο χαρακτήρα, και με την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, παρέμεινε σε ισχύ για όλη τη χώρα.
Το Σύνταγμα της Γερμανίας (Βασικός Νόμος) μπορεί να τροποποιηθεί, αλλά η διαδικασία για την τροποποίησή του είναι αρκετά αυστηρή και προστατεύει ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα.
Σύμφωνα με το άρθρο 79 του Βασικού Νόμου, οι τροποποιήσεις του Συντάγματος απαιτούν την έγκριση από τα δύο σώματα του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου (Bundestag και Bundesrat). Συγκεκριμένα:
Η τροποποίηση απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων τόσο στη Βουλή (Bundestag) όσο και στη Γερουσία (Bundesrat).
Ορισμένα άρθρα του Συντάγματος δεν μπορούν να τροποποιηθούν, όπως το άρθρο 1 (που αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια) και το άρθρο 20 (που καθορίζει τη δημοκρατική και ομοσπονδιακή φύση του γερμανικού κράτους). Αυτά τα άρθρα προστατεύονται από την έννοια της «ανεξαρτησίας του πυρήνα» (Ewigkeitsklausel), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να τροποποιηθούν με κανέναν τρόπο.
Επομένως, ενώ το Σύνταγμα μπορεί να τροποποιηθεί, υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί και διαδικασίες που αποσκοπούν στην προστασία των θεμελιωδών αρχών του.
Το AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) έχει εκφράσει την επιθυμία να τροποποιήσει το Γερμανικό Σύνταγμα, ιδιαίτερα σε σχέση με τα θέματα της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Το κόμμα αυτό έχει επικρίνει το υπάρχον πολιτικό σύστημα και την προσφυγική πολιτική της Γερμανίας, υποστηρίζοντας ότι το Σύνταγμα και οι πολιτικές που διέπουν τη μετανάστευση θα πρέπει να αλλάξουν για να περιοριστεί η μετανάστευση και να ενισχυθεί η εθνική κυριαρχία της Γερμανίας. Ενδεικτικά, το AfD έχει προτείνει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία διαχειρίζεται την ένταξη προσφύγων και μεταναστών, καθώς και την ενίσχυση των εξουσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ασφάλειας και δημόσιας τάξης.
Εκτός από το AfD, και άλλα κόμματα στη Γερμανία έχουν εκφράσει την επιθυμία ή την πρόθεση να τροποποιήσουν το Γερμανικό Σύνταγμα, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Die Linke (Η Αριστερά): Το κόμμα αυτό έχει υποστηρίξει ότι το Σύνταγμα θα πρέπει να τροποποιηθεί για να ενισχυθεί η κοινωνική δικαιοσύνη και να προωθηθούν κοινωνικά δικαιώματα, όπως η πλήρης προστασία των εργαζομένων, η κοινωνική ασφάλιση και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η θέση τους για την αλλαγή του Συντάγματος συνδέεται κυρίως με την αύξηση των κοινωνικών δαπανών και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Die Grünen (Οι Πράσινοι): Οι Πράσινοι έχουν επίσης εκφράσει την επιθυμία για αλλαγές στο Σύνταγμα, κυρίως σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος. Ζητούν να αναγνωριστεί ρητά η προστασία του κλίματος και των φυσικών πόρων ως θεμελιώδες δικαίωμα, ενισχύοντας έτσι τη δέσμευση της Γερμανίας στην περιβαλλοντική πολιτική. Οι Πράσινοι προτείνουν, επίσης, τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος και την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών για περισσότερη δημοκρατία και συμμετοχή.
CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές): Αν και η θέση της CDU/CSU σε σχέση με την τροποποίηση του Συντάγματος είναι πιο συγκρατημένη, υπήρξαν προτάσεις από ορισμένα μέλη τους για τροποποιήσεις στον τομέα της μετανάστευσης ή για την ενίσχυση της κρατικής κυριαρχίας και των δικαιωμάτων ασφαλείας.
Γενικά, οι προτάσεις για τροποποιήσεις στο Γερμανικό Σύνταγμα εξαρτώνται από τις πολιτικές προτεραιότητες κάθε κόμματος, αλλά όλες απαιτούν την έγκριση του Κοινοβουλίου και τη συναίνεση τουλάχιστον των δύο τρίτων των μελών του Bundestag και Bundesrat για να υλοποιηθούν.
Επίσης το Γερμανικό Σύνταγμα (Βασικός Νόμος) περιλαμβάνει κανόνες που περιορίζουν το δημόσιο χρέος. Ο συγκεκριμένος όρος εισήχθη για πρώτη φορά το 2009 και προβλέπεται στο άρθρο 109 του Βασικού Νόμου.
Αυτός ο κανόνας είναι γνωστός ως «χρηματοδοτικός περιορισμός» ή «χρέος περιορισμού» και επιδιώκει να διασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα της Γερμανίας. Ορίζει ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί να ξεπεράσει συγκεκριμένα όρια δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους. Ο πιο σημαντικός κανόνας που εισήχθη είναι:
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από το 0,35% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε ετήσια βάση.
Οι γερμανικές ομόσπονδες πολιτείες (Bundesländer) απαγορεύεται να αποκτούν νέες δανειακές υποχρεώσεις, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, και πρέπει να επιδιώκουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς από το 2020 και μετά.
Αυτός ο περιορισμός συνδέεται με την προσπάθεια της Γερμανίας να διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα και να αποφεύγει την υπερβολική αύξηση του δημοσίου χρέους, κάτι που θεωρείται σημαντικό για την οικονομική υγεία και αξιοπιστία της χώρας, καθώς και για την ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές οι δημοσιονομικές περιοριστικές πολιτικές ακολουθήθηκαν πιο αυστηρά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, με την ΕΕ να ασκεί πίεση για δημοσιονομική πειθαρχία σε όλη την περιοχή, πράγμα που το ζήσαμε και το ζούμε εδώ.
Ένα άλλο θέμα είναι ότι το Γερμανικό Σύνταγμα περιλαμβάνει περιορισμούς σχετικά με την επανεξοπλισμό της χώρας, και ειδικότερα για τις στρατιωτικές δαπάνες και τη χρήση στρατού, λόγω της ιστορίας της Γερμανίας στον 20ό αιώνα, ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν και το Σύνταγμα της Ιαπωνίας θεσπίστηκε το 1947, υπό την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό περιέχει ισχυρούς περιορισμούς στο στρατό και έχει διατάξεις που προάγουν την ειρήνη.
Στη Γερμανία, ο στρατός είναι πλήρως ενσωματωμένος στο σύστημα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικές αποστολές, εντός και εκτός της χώρας, σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Γερμανίας, ενώ στην Ιαπωνία, το Σύνταγμα της Ιαπωνίας (Άρθρο 9) απαγορεύει την ανάπτυξη στρατού και τη χρήση στρατιωτικής βίας για την επίλυση διεθνών διαφορών. Η Ιαπωνία διατηρεί μια «Αυτοάμυνας Δύναμη», η οποία περιορίζεται σε αμυντική χρήση και δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε επιθετικούς πολέμους.
Οι περιορισμοί που αποτυπώνονται σε διάφορα άρθρα του Βασικού Νόμου είναι:
Άρθρο 26: Αυτό το άρθρο καθορίζει ότι η Γερμανία απαγορεύει την ανάπτυξη στρατιωτικών επιθέσεων που θα μπορούσαν να παραβιάσουν το διεθνές δίκαιο. Συγκεκριμένα, το άρθρο αναφέρει ότι η «προετοιμασία ενός επιθετικού πολέμου» είναι παράνομη και μπορεί να τιμωρηθεί αυστηρά. Αυτό αποσκοπεί στην αποτροπή της Γερμανίας από το να ξεκινήσει έναν πόλεμο ή να προετοιμαστεί για έναν επιθετικό πόλεμο.
Άρθρο 87α: Αν και το Σύνταγμα επιτρέπει τη δημιουργία ενός στρατού (Bundeswehr), ο στρατός της Γερμανίας έχει περιορισμούς στη χρήση του. Ο γερμανικός στρατός προορίζεται για άμυνα και δεν επιτρέπεται η ανάπτυξή του σε επιθετικές στρατιωτικές ενέργειες χωρίς διεθνείς συμφωνίες ή την έγκριση της Bundestag (Ομοσπονδιακής Βουλής), ενώ η χρήση στρατού σε ξένες χώρες απαιτεί έγκριση από το κοινοβούλιο.
Αυτοί οι περιορισμοί σχετίζονται με την επιθυμία να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία δεν θα επανέλθει στην κατάσταση του προπολεμικού εθνικισμού και να προωθηθεί η ειρηνική συμβίωση και η συνεργασία στην Ευρώπη και διεθνώς. Οι περιορισμοί αυτοί παραμένουν σε ισχύ, ενώ η Γερμανία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και τηρεί δεσμεύσεις για αμυντική συνεργασία με άλλες χώρες.
Βέβαια η Γερμανία έχει βρεθεί σε ένα κρίσιμο σημείο σχετικά με την πολιτική της για τον επανεξοπλισμό και τη στρατιωτική της δράση, ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 2022. Η Γερμανία, που παραδοσιακά είχε μια πιο συγκρατημένη πολιτική στον τομέα των στρατιωτικών δαπανών και εξοπλισμών λόγω των ιστορικών τραυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει αναγκαστεί να επανεξετάσει αυτήν την προσέγγιση, εν μέρει λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία.
Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και η ενίσχυση του στρατού της για την υποστήριξη της Ουκρανίας και την προστασία της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι συνταγματικός, καθώς η Γερμανία ενεργεί εντός των ορίων του Συντάγματος και των διεθνών της δεσμεύσεων. Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών και την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, ενώ διασφαλίζει ότι όλα τα βήματα συμφωνούν με τις νομικές και πολιτικές διαδικασίες της χώρας.
Ο Βασικός Νόμος επιτρέπει τη δημιουργία και τη συντήρηση ενός στρατού για άμυνα και για τη συμμετοχή σε διεθνείς αποστολές, στο πλαίσιο της άμυνας της χώρας και της συλλογικής ασφάλειας μέσω οργανισμών όπως το ΝΑΤΟ. Η Γερμανία ζητά να ενισχύσει τον στρατό της για να διασφαλίσει την εθνική άμυνα και την ασφάλεια στην Ευρώπη.
Αυτό θέλει να το κάνει μέσω της πολιτικής «Zeitenwende» (Στροφή στην Εποχή), που ανακοινώθηκε το 2022 από τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Επικεντρώνεται στην ενίσχυση της άμυνας και του στρατού για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η Γερμανία δεσμεύθηκε να επενδύσει σημαντικά στην άμυνα και να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, με στόχο να φτάσουν το 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ.
Η Γερμανία έχει δεσμευθεί για μια έκτακτη επένδυση ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του στρατού της (Bundeswehr). Αυτή η επένδυση είναι η μεγαλύτερη στον τομέα της άμυνας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σηματοδοτεί μια νέα φάση για τη στρατιωτική πολιτική της χώρας.
Αυτή η αλλαγή στην πολιτική έγινε αποδεκτή και στηρίζεται από το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, και θεωρείται συμβατή με το Σύνταγμα, καθώς δεν παραβιάζει τις βασικές αρχές του.
Ωστόσο, η στροφή αυτή δεν είναι χωρίς αντιφάσεις ή επικρίσεις. Στη Γερμανία, η ιδέα της στρατιωτικής ισχύος και των αυξημένων στρατιωτικών δαπανών συχνά προκαλεί αντιδράσεις από πολιτικά κόμματα και κοινωνικές ομάδες που φοβούνται την επιστροφή σε μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική λόγω των ιστορικών τραυμάτων του ναζισμού και του Β’ Παγκοσμίου.
Παρά τις ιστορικές αντιφάσεις, η Γερμανία φαίνεται να αναγνωρίζει την ανάγκη για στρατηγική προσαρμογή και αυξημένη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια.
Η Γερμανία διατηρεί μια ισχυρή και σύγχρονη στρατιωτική δύναμη, αν και οι αριθμοί μπορούν να διαφέρουν με την πάροδο του χρόνου λόγω εκσυγχρονισμού του στρατού και αναγκαίων αντικαταστάσεων. Εδώ είναι μια εκτίμηση για το 2023-2024 σχετικά με τον αριθμό των αεροπλάνων, πλοίων και τανκς που διαθέτει η Γερμανία για αμυντικούς σκοπούς:
1. Αεροπλάνα: Η Γερμανία διαθέτει μια σημαντική αεροπορική δύναμη, κυρίως μέσω της Bundeswehr (της Ομοσπονδιακής Ένοπλης Δύναμης). Οι κύριοι τύποι αεροπλάνων περιλαμβάνουν:
Eurofighter Typhoon: Περίπου 140 αεροσκάφη, χρησιμοποιούνται για αποστολές αεροπορικής υπεροχής και βομβαρδισμού. Panavia Tornado: Περίπου 85 αεροσκάφη (με σχεδιασμό για αναγνώριση, επίθεση και κρούση). A400M Atlas: Περίπου 20 αεροσκάφη μεταγωγής για στρατηγικές μεταφορές. Αμερικανικά F-18 Hornet: Χρησιμοποιούνται για ειδικές αποστολές και συνδυάζονται με τα γερμανικά αεροσκάφη.
2. Πλοία: Η Γερμανία διαθέτει έναν ισχυρό ναυτικό στόλο, κυρίως για άμυνα στη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική, αλλά και για διεθνείς αποστολές.
Φρεγάτες: Η Γερμανία διαθέτει 10 φρεγάτες τύπου F124 και F125, που χρησιμοποιούνται για αποστολές προστασίας ναυτικών οδών και υποστήριξης άλλων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πλοία υποστήριξης και μεταφοράς: Στην περιοχή των ναυτικών μέσων μεταφοράς, η Γερμανία έχει 5 πλοία μεταφοράς τύπου Kiel. Υποβρύχια: Περίπου 6 υποβρύχια τύπου Type 212 και Type 214, για προστασία των θαλάσσιων συνόρων και επίθεση. Πλοία κρούσης: Επίσης, η Γερμανία διατηρεί μερικά σκάφη κρούσης για αποστολές ειδικών επιχειρήσεων.
3. Τανκς: Η Γερμανία διαθέτει μια ισχυρή τεθωρακισμένη δύναμη με σύγχρονα τανκς. Οι αριθμοί αυτοί μεταβάλλονται με την αγορά νέων τανκς και την ανανέωση του στόλου. Leopard 2: Η Γερμανία διατηρεί περίπου 200-300 τανκς τύπου Leopard 2, που είναι από τα πιο προηγμένα στον κόσμο. Αυτά τα τανκς χρησιμοποιούνται σε στρατηγικές αποστολές και είναι βασικά για τη γερμανική άμυνα και τη συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Leopard 1: Ορισμένα από τα παλαιότερα Leopard 1 έχουν αποσυρθεί, αν και μερικά παραμένουν σε περιορισμένο αριθμό και σε εκπαίδευση ή αποθήκευση.
Η Γερμανία διαθέτει έναν ισχυρό και καλά οργανωμένο στρατό (Bundeswehr), ο οποίος αποτελείται από διάφορους κλάδους: τον Στρατό ξηράς (Heer), την Αεροπορία (Luftwaffe) και το Ναυτικό (Marine). Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών εξαρτάται από τις πολιτικές αποφάσεις και τις ανάγκες του στρατού.
Εκτίμηση για το 2023-2024: Στρατός ξηράς (Heer): Περίπου 60,000-70,000 ενεργοί στρατιώτες. Αεροπορία (Luftwaffe): Περίπου 25,000 ενεργοί στρατιώτες. Ναυτικό (Marine): Περίπου 16,000 ενεργοί στρατιώτες. Εφεδρικές δυνάμεις: Η Γερμανία διαθέτει επίσης μια σημαντική δύναμη εφέδρων, η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι και τους 30,000-40,000 στρατιώτες και σε έκτακτες περιπτώσεις οι εφεδρικές δυνάμεις μπορούν να ενεργοποιηθούν γρήγορα. Ο συνολικός αριθμός των ενεργών στρατιωτών της Γερμανίας υπολογίζεται περίπου στις 200,000 στρατιώτες, ενώ το σύνολο με τις εφεδρείες μπορεί να ξεπεράσει τους 250,000-300,000 στρατιώτες σε περίπτωση ανάγκης.
Αυτά τα μέσα παρέχουν στη Γερμανία μια ισχυρή αμυντική ικανότητα για την προστασία των εθνικών της συμφερόντων, την υποστήριξη του ΝΑΤΟ και τη συμμετοχή σε διεθνείς στρατιωτικές αποστολές.
Στις διαπραγματεύσεις που γίνονται μεταξύ CDU και SPD για σχηματισμό κυβέρνησης συμφωνούν ότι οι ανάγκες του στρατού της Γερμανίας ανέρχονται στα 400 δισ. ευρώ και αυτές για τις υποδομές στα 500 δισ. ευρώ και έχουν ρίξει την ιδέα να δημιουργηθούν ειδικά ταμεία εκτός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, με την κυβέρνηση να επικαλείται κατάσταση έκτακτης ανάγκης προκειμένου να παρακάμψει τον αυστηρό κανόνα του «φρένου χρέους» που απαγορεύει στο γερμανικό κράτος να έχει ετήσιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό του ανώτερο του 0,35% του ΑΕΠ της χώρας, όπως είπαμε.
Πέρα απ’ αυτό όμως κανένα από τα δύο κόμματα που κυβερνούν την Γερμανία από το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου μέχρι σήμερα φαίνεται να έχουν πάρει υπ’ όψιν τους την τεράστια άνοδο της ακροδεξιάς που μπορεί να της παραδώσουν ένα οπλοστάσιο τέτοιων διαστάσεων.
Έτσι μάλλον δικαιώνεται ο Karl Popper που έχει γράψει στο κλασικό του έργο «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της»:
«Αν θέλουμε να παραμείνουμε άνθρωποι, τότε υπάρχει μόνο ένας δρόμος, ο δρόμος προς την ανοιχτή κοινωνία… προς το άγνωστο, το αβέβαιο και ανασφαλές».