Του Γιάννη Γουσιόπουλου
Αυτόν τον καιρό παίζει στη δημόσια τηλεόραση η εκπομπή ¨Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα¨ της Μάγιας Τσόκλη.
Τα επεισόδιά της γυρίστηκαν και αρχικά παίχτηκαν πριν από είκοσι και πλέον χρόνια.
Η εκπομπή αφορά κυρίως την περιφέρεια της χώρας και τις κοινότητες των Ελλήνων εκτός Ελλάδας, διαπραγματεύεται την καθημερινότητα των ανθρώπων, τον πολιτισμό τους, την ιστορία της κάθε μίας περιοχής.
Την κρίνω ως σπουδαία και σωστά κατ΄ εμέ, προβάλλεται εκ νέου από το δεύτερο κρατικό κανάλι.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, παρά την απειρία των λιγότερων χρόνων της ελληνικής τηλεόρασης και των σχετικά περιορισμένων τεχνικών μέσων, βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο του συνόλου των σημερινών παραγωγών.
Κατά τα άλλα είναι εύπεπτη, παιδαγωγική, ευχάριστη στο να την παρακολουθεί κανείς, είναι ένα μικρό τηλεοπτικό διαμάντι που έρχεται από τα παλιά. Υπάρχουν και άλλα και σημερινά σε άλλες κατηγορίες προγράμματος. Το παρόν άρθρο δεν είναι τηλεκριτική.
Η δημοσιογράφος με τους συνεργάτες της μπορούν να είναι υπερήφανοι για το έργο τους στην τηλεόραση, για την προσφορά τους μέσω της συγκεκριμένης εκπομπής στην ελληνική κοινωνία.
Η εκπομπή πρώτα απ΄ όλα συμβάλει στη διατήρηση των δεσμών της ομογένειας με τη μητέρα πατρίδα.
Στην εκπομπή μιλούν απλοί άνθρωποι, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ειδικευμένοι επιστήμονες. Οι αρχαιολόγοι παρουσιάζουν τους αρχαιολογικούς χώρους, οι αρχιτέκτονες κατατάσσουν τα κτήρια στους ρυθμούς που ανήκουν, οι ιστορικοί αναψηλαφούν τα ιστορικά γεγονότα, οι βιολόγοι αναδεικνύουν το φυσικό περιβάλλον.
Κοντά σε αυτούς εικαστικοί, μουσικοί, λαογράφοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, φυσιοδίφες, ακτιβιστές συμπληρώνουν με τον λόγο τους το παζλ της ζωής των τοπικών κοινωνιών, η παρουσιάστρια όταν η ίδια δίνει την πληροφορία και χρειάζεται αναφέρει τις πηγές – το κάνει μόνο επεξηγηματικά ή συμπληρωματικά.
Η ίδια χαρακτηρίζεται για την εγκυρότητα των πληροφοριών, την ισορροπία που κρατά μεταξύ των αντιτιθέμενων θέσεων εκεί όπου αυτές ιστορικά καταγράφηκαν, την καθαρότητα των μηνυμάτων, την αντικειμενικότητα των προσωπικών της απόψεων.
Η Μάγια Τσόκλη συμμετέχει σε λαϊκά δρώμενα, εκτελεί συμβολικά οικοκυρικές εργασίες που σιγά – σιγά εκλείπουν, έχει υψηλή αίσθηση του χιούμορ, αυτοσαρκάζεται, τρολάρει τις παθογένειες του νεοέλληνα, θίγει τα κακώς κείμενα, τα βάζει με τις τοπικές αρχές όταν αυτοί έσφαλαν ή αδρανούν.
Με την εκπομπή η επαρχία είχε την τιμητική της. Οι κάτοικοι της επαρχίας τότε και τώρα λίγες φορές έχουν την ευκαιρία να δουν τον ¨εαυτό τους¨ στο γυαλί. Με αυτούς η τηλεόραση ασχολείται μόνο σε δυσάρεστα γεγονότα όπως οι κινητοποιήσεις των αγροτών, τα ειδεχθή εγκλήματα, οι φυσικές καταστροφές.
Όλα αυτά σαν να πρόκειται για την ύπαρξη μίας δεύτερης Ελλάδας, μίας Ελλάδας σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Ο πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις τείνει να παράγεται αποκλειστικά στο κέντρο, από το κέντρο να εκπορεύεται στην υπόλοιπη χώρα.
Η επανάληψη μετάδοσης της εκπομπής δείχνει στις νεότερες γενιές τη ζωή μίας άλλης εποχής. Η σύγκρισή της με τη σημερινή προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων με σκοπό την αλλαγή ρότας, εκεί όπου χρειάζεται. Και χρειάζεται σε αρκετές περιπτώσεις.
Ανακεφαλαίωση! Η εκπομπή ¨Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα¨ είναι πραγματικά ταξιδιωτική και επιπλέον, είναι εκπομπή πολιτισμού. Σε καμία περίπτωση δεν είναι τουριστική ατραξιόν.
Συμπέρασμα! Χρήσιμο είναι η δημόσια τηλεόραση να επαναλάβει το εγχείρημα στη σημερινή του εκδοχή έτσι ώστε να επιτελέσει στο ακέραιο τον διαφορετικό σκοπό για τον οποίο προορίσθηκε.