Του Γ. Λακόπουλου
Μόνο όσοι δεν θέλουν δεν βλέπουν ότι το έτος 2021 μόνο «σωτήριο» δεν προβλέπεται. Εκτός από τις αντικειμενικές δυσχέρειες η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδεινώνει με την πολιτική και την συμπεριφορά της την κατάσταση της χώρας.
Ήδη έχει πίσω της αρνητικό απολογισμό που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε με μόλις ενάμιση χρόνο από την εκλογή της.
Το 2021 θα είναι, πιθανότατα, εκλογικό έτος. Οι πρόωρες κάλπες ήταν ούτως η άλλως επιδίωξη του Πρωθυπουργού από την… επομένη της εκλογής του- για γνωστούς λόγους. Η υγειονομική κρίση, άλλαξε τον σχεδιασμό ως προς το χρόνο, αλλά ταυτόχρονα κατέστησε τις εκλογές αναπόφευκτες.
Η ολέθρια διαχείριση της πανδημίας πολλαπλασίασε τα προβλήματα που ανάδειξε η συνολική αποτυχία του συστήματος Μητσοτάκη.
Προτού ενσκήψει ο κορονοϊός η κυβέρνηση είχε ήδη μπει στο δρόμο της αποτυχίας: κωλοτούμπες, αθέτηση υποσχέσεων, αυταρχισμός, φαύλη διαχείριση, αποδιάρθρωση της παιδείας, της υγείας, της πρόνοιας και της ασφάλισης υπέρ των ιδιωτών, θεσμικές εκτροπές, εθνικές αποτυχίες… είναι μακρύς ο κατάλογος.
Τα ΜΜΕ προστατεύουν την κυβέρνηση και καλύπτουν την αποτυχία της -με το αζημίωτο. Αλλά η πραγματικότητα -έτσι όπως διαμορφώθηκε όχι μόνο σαν συνέπεια της πανδημίας, αλλά και ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής- είναι αμείλικτη. Τις λεπτομέρειες γνωρίζει ο καθένας, για τον εαυτό του.
Με την υποχώρηση της πανδημίας η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με το κύμα της λαϊκής αντίδρασης. Οι κινητοποιήσεις που ανέκοψε ο φόβος της πανδημίας και η ανάγκη της προφύλαξης θα είναι καθημερινές και ας επιχείρησε να τις ποινικοποιήσει.
Οι άνθρωποι θα βγουν στο δρόμο και θα ζητήσουν πίσω όσα έχασαν. Όσοι πιστεύουν ότι θα τους σταματήσουν με τη βία δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στην κοινωνία.
Καθώς όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν ότι ο Μητσοτάκης οδηγεί στα βράχια τη χώρα -που υφίσταται πάντα τις συνέπειες της χρεοκοπίας από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ- το αίτημα της κυβερνητικής αλλαγής θα διογκωθεί. Ήδη προβάλλεται.
Αλλά για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία το εκκρεμές της πολιτικής αλλαγής μένει μετέωρο. Αυτοί που αντιλαμβάνονται την ανάγκη να φύγει η σημερινή κυβέρνηση της Δεξιάς, προσκρούουν στο ερώτημα: «και να έλθει πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ;»
Μαζί με την διόγκωση των προβλημάτων και την ανάδειξη της ζοφερής προοπτικής, εντείνεται η αποστροφή προς την κυβέρνηση, το πολιτικό προσωπικό της και τις πρακτικές της.
Αλλά παραδόξως δεν διευρύνεται αντίστοιχα η αποδοχής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το νέο κλίμα και ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ
Ωστόσο το κλίμα στην κοινωνία έχει αλλάξει. Ακόμη και οι γαλαντόμοι προς τη ΝΔ δημοσκόποι, άρχισαν να μιλούν για την αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής κατά τομέα από την πλειοψηφία. Κομίζουν γλαύκα στην Αθήνα: αυτό προκύπτει δια γυμνού οφθαλμού.
Αλλά το παράδοξο επιμένει: αυτοί που δεν θέλουν την ΝΔ, δεν θέλουν ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε άλλο κόμμα βεβαίως.
Έχουν καταλάβει τι σημαίνει ο Μητσοτάκης για τη χώρα. Αλλά δεν στρέφονται στον Τσίπρα. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Το φαινόμενο έχει διπλή ερμηνεία:
Πρώτο: Το επικοινωνιακό επιτελείο που σκηνοθετεί τον Πρωθυπουργό και το μιντιακό σύστημα που τον στηρίζει κάνουν συντεταγμένα αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση, κρύβοντας τις κυβερνητικές αποτυχίες.
Δεύτερο: Μετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έκανε αυτοκριτική για την περίοδο που κυβερνούσε, δεν άλλαξε όπως υποσχέθηκε, δεν μετεξελίχθηκε όπως προσπάθησε.
Πρωτίστως δεν έβαλε στο πατάρι τα -λίγα ευτυχώς- στελέχη του αποστρέφεται η κοινωνία, λόγω της δικής τους συμπεριφοράς και δικών τους λαθών.
Σ’ αυτά να προστεθούν και οι δημοκρατικοί πολίτες που δεν έχουν συγχωρήσει ακόμη την -αναγκαστική αλλά ανίερη- σύμπραξη με τον Καμμένο.
Έτσι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρά την κυβερνητική χρεοκοπία δεν δείχνει ελκυστικό στα μάτια του μέσου πολιτική. Δεν αρέσει. Γιατί δεν πήρε γενναίες αποφάσεις ιδεολογικής και πολιτικής ανανέωσης.
Το αποτέλεσμα είναι κάπως ιδιότυπο, αλλά εμφανές: η κυβερνητική αποτυχία της Δεξιάς και η αδράνεια Αριστεράς- Κεντροαριστεράς, διαμορφώνουν στη βάση της κοινωνίας ένα οιονεί «κόμμα» που τροφοδοτείται από δυο πολιτικές ομάδες:
Μία είναι οι κοψοχέρηδες του 2019 που αναγνωρίζουν την λάθος ψήφος σε έναν ακόμη «υιό του πατρός». Αλλά μένουν διστακτικοί απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ -ίσως γιατί προκαλούνται από τις συμπεριφορές κάποιων στελεχών του, που μεγεθύνονται από τα ΜΜΕ.
Στην άλλη ανήκουν οι προοδευτικοί πολίτες που μένουν μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επειδή ούτε τα λάθη της πρώτης κυβέρνησης του 2015 αναγνώρισε, ούτε την αμηχανία που ακολούθησε την ήττα του 2019 ξεπέρασε.
Και τα δυο σκέλη αυτού του «κόμματος» αιμοδοτούνται από τις κοινωνικές ομάδες που θεωρούν πως είχαν πληγεί από την κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τρίτο “κόμμα” και ο Αλέξης Τσίπρας
Σχηματικά διαμορφώνεται μια περίεργη κατάσταση του τύπου «2+1». Το κόμμα της ΝΔ αποδυναμώνεται και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΔ δεν ενισχύεται.
Αλλά το τρίτο «κόμμα» όσων έχουν απομακρυνθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ή έχουν μετανιώσει που ψήφισαν τη ΝΔ μένει σε κατάσταση αναμονής και δεν κατευθύνεται σε άλλα κόμματα.
Δεν είναι ακριβώς «αναποφάσιστοι», όπως τους χαρακτηρίζουν οι δημοσκόποι. Ούτε «κεντρώοι», όπως αποφαίνονται κάποιοι πολιτικοί αναλυτές.
Στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την Δημοκρατική Παράταξη και είναι παλιοί ψήφοι του ΠΑΣΟΚ. Ή νεότεροι που ασπάζονται την κουλτούρα και τις ιδέες της παράταξης και αποστρέφονται τη Δεξιά.
Οι υπόλοιποι απλώς πειραματίσθηκαν με τον Μητσοτάκη, ή τον ψήφισαν δίκην τιμωρίας προς τον Τσίπρα, αλλά συνειδητοποιούν ότι έκαναν λάθος.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο όσων έχουν απογοητευτεί από τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ή νιώθουν εξαπατημένοι από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι η αναμονή με τάση αποχής στις κάλπες.
Στην πραγματικότητα έχουν αποσυρθεί σε μια ουδέτερη περιοχή του πολιτικού φάσματος και περιμένουν το σήμα που θα τους κινητοποιήσει.
Αυτό το σήμα μπορεί να προέλθει μόνο από τον Αλέξη Τσίπρα. Από αυτόν το περιμένουν εξάλλου.
Είναι μια διευρυμένη ομάδα ψηφοφόρων, που με την πολυμορφία και τις αντιφάσεις της συνιστά εν δυνάμει δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Από τη σύνθεσή του το «τρίτο κόμμα» περιμένει από τον πρώην Πρωθυπουργό – προσωπικά, όχι από το κόμμα του- να λειτουργήσει ως φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Παράταξης σε ευθεία αναμέτρηση με τη Δεξιά. Υπέρ της χώρας και του μέλλοντός της, όχι υπέρ του κόμματός του και της επιστροφής του.
Πρακτικά περιμένουν να ανακηρύξει ο Αλέξης Τσίπρας τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πολιτικό φορέα Αριστεράς-Κεντροαριστεράς και -παραμερίζοντας τα βαρίδια, τις φράξιες και τους ξεπερασμένους του χώρου του- να ηγηθεί της πολιτικής εξόδου από την κρίση.
Όταν αυτό το «κόμμα» κινητοποιηθεί οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν και από την πρώτη κάλπη που θα στηθεί θα προκύψει προοδευτική κυβέρνηση.
Άλλωστε υπάρχει παράδοση: ιστορικά η Δημοκρατική Παράταξη είναι πλειοψηφική στην κοινωνία και οσάκις ενώνεται πλειοψηφεί και στη Βουλή.