Του Διογένη Λόππα
Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή. Βλέποντας τη δεξιά συστράτευση επί των ερειπίων μιας καταστροφικής τετραετίας, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι η σιωπηρή πλειοψηφία που έχει την τάση να πετάει χαμηλά κάτω από τα ραντάρ των συμβιβασμένων δημοσκόπων, είναι αυτή που θα πει την τελευταία λέξη μήπως και προλάβουμε να σώσουμε κάτι. Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό ίχνος αξιοπιστίας σε οποιεσδήποτε προβλέψεις επικράτησης της μητσοτακικής (ακρο)δεξιάς, ωστόσο κανένας δεν μπορεί να εφησυχάζει, ιδιαίτερα αναλογιζόμενος τους ογκώδεις οικονομικούς πόρους, αλλά και τα καίρια πόστα που η Οικογένεια έχει αλώσει εντός των θεσμών του κράτους.
Το απολύτως φαύλο επιτελικό παρακράτος που θεμελίωσε η Οικογένεια για να δημιουργήσει ένα ημιδημοκρατικό ορμπανικό καθεστώς, δέχθηκε, εκτός των δεκάδων σκανδάλων, ατασθαλιών και αστοχιών, τρία καίρια πλήγματα που τελικά το εξανάγκασαν να καταφύγει σε πρόωρες εκλογές, καθώς κρίθηκε σωστά ότι περεταίρω παραμονή στην εξουσία θα το οδηγούσε μαθηματικά σε άτακτη φυγή.
Η πρώτη ηχηρή σφαλιάρα ήταν το διεθνές ρεζίλεμα των υποκλοπών, που με μεγάλες θυσίες (Βλέπε Γρηγόρη) θάφτηκε κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας, μέχρι να βρεθεί μια αξιοπρεπής δικαστική αρχή για να το ξεσκεπάσει.
Το επόμενο χαστούκι ήταν η κυνική παραδοχή του ίδιου του λαομίσητου πρωθυπουργού, ότι η πρώτη κατοικία δεν πρέπει να προστατεύεται. Μάλιστα η εθνομηδενιστική αυτή πολιτική απόφαση, δεν ενδύθηκε με την ανάγκη κάποιας εναρμόνισης με τις επιθυμίες των δανειστών, πράγμα που θα ήταν μέχρι ενός σημείου σχεδόν κατανοητό. Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης είχε το θράσος να προσδώσει ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε μια παράλογη επιλογή που δυναμιτίζει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.
Η τρίτη μπάτσα, που αποδείχθηκε και η μοιραία για το μέλλον του καθεστώτος, ήταν βέβαια το τραγικό γεγονός των Τεμπών, όπου η εγκληματική αμέλεια ενός φαύλου κύκλου ανίκανων διαχειριστών της εξουσίας, έστειλε στο θάνατο 53 ανυποψίαστους πολίτες. Οι πρωτόγνωρες αντιδράσεις του υγιούς κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, εξανάγκασε τελικά το καθεστώς σε παραίτηση δια των εκλογών.
Τώρα όλο το σύστημα της ολιγαρχίας που είχε παίξει τα ρέστα του στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί σε δυσμενέστατη θέση, εξαιτίας μιας πολιτικής αλλαγής αντίστοιχης του ’81, καθώς κοιτάζοντας πίσω από την ομίχλη της προπαγάνδας και αφουγκράζοντας την κοινωνική οργή, φαίνεται ότι η προοδευτική συμμαχία υπό τον ΣΥΡΙΖΑ τερματίζει άνετα ή λιγότερο άνετα πρώτη, ενώ συνολικά η προοδευτική παράταξη βλέπει νούμερα που έχει να δει επίσης από το ’81.
Ο λόγος δεν είναι μόνο η καθολική αποτυχία του καθεστώτος να διαχειριστεί έστω στοιχειωδώς τις κρατικές υποθέσεις, ούτε μόνο τα ασφυκτικά ζητήματα της ακρίβειας ή των συνολικά αρνητικών προσδοκιών. Η τάση προς την επιστροφή στο σοσιαλιστικό παρελθόν ή έστω σε κάτι κοντινό που να μοιάζει με αυτό (λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων) αποτελεί μια μη αναστρέψιμη πανευρωπαϊκή τάση.
Στον αντίποδα οι απανταχού ολιγαρχίες που βλέπουν το πάρτι να τελειώνει με απαίτηση της σιωπηρής βάσης, προσπαθούν να πιαστούν από μοντέλα Μακρόν, όπου ένα 20% – 25% των ψήφων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καταφέρνουν ακόμα να γοητέψουν, θα βγάζει ισχυρές στα χαρτιά κυβερνήσεις, που με τη σειρά τους θα κυβερνούν με προεδρικά διατάγματα και την αστυνομία σε ρόλο στρατού κατοχής.
Αυτό έχει και στο δικό του μυαλό ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος συνεχίζει να πιστεύει ότι αν συσπειρώσει το τοξικό κομμάτι του ακραίου κέντρου που τον υποστηρίζει, μαζί με τον πυρήνα της ΝΔ που ψηφίζει με φοβικά σύνδρομα και αν παράλληλα εξαφανίσει ως δια μαγείας τη νεοφασιστική ψήφο και παράλληλα εκβιάσει σε συνεργασία ότι έχει απομείνει από το ΠΑΣΟΚ, ίσως καταφέρει να επιβραδύνει την πτώση του, κερδίζοντας μια βραχύβια παράταση στην εξουσία.
Αυτό που δεν έχει κατανοήσει, είναι ότι έχει απολέσει ολοσχερώς όποια κοινωνικά ερείσματα διέθετε κάποτε και ότι η συντριπτική πλειοψηφία εκεί έξω, απλώς θέλει να απαλλαγεί από αυτόν, από τη δυσώδη αυλή του και από το παρακράτος που καθημερινά δυσφημεί την Ελλάδα στην Ευρώπη.
Σε μια από τις μεγάλες στιγμές του Γούντι Άλεν, η Σκάρλετ Γιόχανσον (πριν βγει ραντεβού με τον Ευκλείδη), στο ρόλο μιας απελευθερωμένης νεαρής γυναίκας που γνωρίζει τον κόσμο και που μοιάζει πάρα πολύ με τη νέα γενιά της Ελλάδας, λέει την περίφημη ατάκα, ”δεν ξέρω τι θέλω, ξέρω όμως πολύ καλά τι ΔΕΝ θέλω”.
Έχω και εγώ την αίσθηση, την οποία επιβεβαίωσα και τις μέρες αυτές σε ένα βραχύβιο ταξίδι στην Ελλάδα, ότι τουλάχιστον οι κάτω των 50 ετών Έλληνες μπορεί πράγματι να είναι αναποφάσιστοι, προβληματισμένοι με την αντιπολίτευση, απογοητευμένοι ίσως από διάφορα ζητήματα, όμως γνωρίζουν άριστα τι ακριβώς ΔΕΝ θέλουν. Και δε νομίζω ότι χρειάζεται επεξήγηση για το τι είναι αυτό.