Του Γ. Λακόπουλου
Δυο κόμματα, δύο πολιτικοί αρχηγοί, δυο σχέδια για το Ταμείο Ανάκαμψης και δυο αντιλήψεις για το μέλλον διαμορφώνουν με πολύ καθαρό τρόπο δυο επιλογές για τους πολίτες: θέλουν την «Ελλάδα +» ή την Ελλάδα του «2. 0».
Θέλουν να πάει η χώρα εκεί που την οδηγεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη με ένα σχέδιο στη σύνταξη του οποίου δεν μετείχαν καν οι αρμόδιοι υπουργοί; Προέκυψε από ένα στενό κύκλο πρωθυπουργικών συνεργατών που υπερηφανεύονται ότι «δεν είναι πολιτικοί», αλλά αποφασίζουν για τη πολιτική;
Ή θέλουν να ακολουθήσει το δρόμο που δείχνει το σχέδιο που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας ως πρόγραμμα της προοδευτικής κυβέρνησης που θα αναλάβει να βγάλει τη χώρα από τη κρίση, αξιοποιώντας υπέρ της κοινωνίας του κοινοτικούς πόρους;
Οι διαφορές ανάμεσα στα δυο σχέδια είναι σαφείς, ορατές και …συγκρουόμενες.
Η κυβέρνηση στρέφει την κοινοτική χρηματοδότηση στους λίγους με αδιαφάνεια.
Η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει, με ανοιχτές διαδικασίες, να ενισχύσει το σύνολο της κοινωνίας από το όφελος που θα προκύψει.
Διαλέγετε και παίρνετε. Δείγματα γραφής υπάρχουν άλλωστε.
Υπέρ των διαπλεκόμενων
Είναι γνωστό ποιοι διασπάθισαν το κοινοτικό χρήμα- μέχρι με το κρατικό και το τραπεζικό– και οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και στα Μνημόνια. Και ποιοι την έβγαλαν από την μνημονιακό κύκλο αφήνοντας διαχειρίσιμη οικονομία και γεμάτα ταμεία.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει τις μεθοδεύσεις της υπέρ των διαπλεκόμενων συμφερόντων και σε βάρος της κοινωνίας, προβάλλοντας ότι κατέθεσε έγκαιρα το σχέδιο της. Αλλά … δεν το δίνει στη δημοσιότητα- πέρα από ένα επιλεγμένο δείγμα που έθεσε προς διαβούλευση.
Αλλά ακόμη και από αυτό προκύπτουν οι επιλογές της: ψίχουλα στην κοινωνία και τις δομές που ωφελούν τους πολλούς και χωρίς έλεγχο διοχέτευση των πόρων σε επιλεγμένους επιχειρηματίες συγκεκριμένων κλάδων- που συμπωματικά έχουν διακριθεί ως χορηγοί της.
Το Σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ
Αντίθετα το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατευθύνει τους πόρους στην πραγματική ανάκαμψη, ενισχύοντας δυναμική της ανάπτυξης με στήριξη της κοινωνίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, των δημόσιων υποδομών, του περιβάλλοντος, της ευρείας επιχειρηματικότητας και της εκπαίδευσης.
Κοντολογίς ο Τσίπρας ανήγγειλε την επιδίωξη της συλλογικής ευημερίας με τη συμμετοχή του συνόλου της κοινωνίας στην αύξηση του ΑΕΠ.
Με τη δίκαιη διανομή του πλούτου, την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, την επιδίωξη προστιθέμενης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών, την προστασία της εργασίας με σεβασμό στα εργασιακά δικαιώματα και την αύξηση των μισθών, την υποστήριξη του δημόσιου χαρακτήρα σε δίκτυα, υποδομές και υπηρεσίες βασικών αγαθών, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την ορθολογική φορολόγηση.
Κοντολογίς στοχεύσει στη συλλογική επιβίβαση στο τρένο της τεχνολογίας, της ενεργειακής εξυγίανσης και της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευση ήταν σαφής στα κριτήρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης: διάχυση του οικονομικού οφέλους στην κοινωνία, αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού, ισόρροπη ανάπτυξη κατά την αύξηση του ΑΕΠ και την πράσινη μετάβαση, ενίσχυση του κορμού της οικονομίας, έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό στην κοινωνική συνοχή, τον πολιτισμό και την αιμοδοσία της περιφέρειας.
Για την ευημερία των εργολάβων
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκη ήταν εξ ίσου σαφής στις επιδιώξεις του για ευημερία των εργολάβων και των επικυρίαρχων επιλεγμένων επιχειρηματιών – αφήνοντας τους υπολοίπους σε κάθε κλάδο στην τύχη τους.
Αποφεύγει να διαθέσει πόρους που θα ενισχύουν όχι μόνο τη κοινωνία και τα επιμέρους συστήματα που ωφελούν τους πολίτες, αλλά και τη μεσαία τάξη, την οποία προσπαθεί να συρρικνώνει για να κυριαρχήσουν στην αγορά οι αλυσίδες και οι ισχυροί.
Πώς θα είναι η Ελλάδα ως το 2026 που λήγει αυτός ο κύκλος κοινοτικής χρηματοδότησης με το ένα σχέδιο και πώς με το άλλο μπορεί να το δει ανάγλυφα κανείς με μια στοιχειώδη σύγκρισή τους.
Από αυτή τη άποψη καταθέτοντας την πρότασή του ο Αλέξης Τσίπρας όρισε με σαφήνεια την πολιτική, την κοινωνική και την ποιοτική διάφορα των στόχων του κόμματός του απέναντι στους κυβερνητικούς στόχους.
Στις επόμενες κάλπες αρκεί αυτό και μόνο το κριτήριο για να πάρει ο πολίτης τις αποφάσεις του. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει η δικαιολογία της άγνοιας ή της παραπλάνησης από την προπαγάνδα και τα ΜΜΕ.
Όλα είναι στο τραπέζι, είναι μετρήσιμα και καθαρά, ώστε ο καθένας να αναλάβει την ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και τη χώρα.