Του Νίκου Λακόπουλου
Η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να γυρίσει σελίδα και να πανηγυρίσει την έξοδο από τα μνημόνια όταν ξέσπασε μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά με δεκάδες θύματα. Η πολιτική αντιπαράθεση πάνω από τα απανθρακωμένα πτώματα μαζί με την μισαλλοδοξία ανέδειξε και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί τι συνέβη.
Πέρα από τις ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης οι ευθύνες όλων των κυβερνήσεων της μεταπολεμικής Ελλάδα είναι εμφανείς τόσο για την άναρχη δόμηση που πλέον σκοτώνει, όσο και για την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να παρέχει ασφάλεια και προστασία στους πολίτες που για πρώτη φορά φαίνεται να καταλαβαίνουν πως οι ένοχοι δεν μπορούν να εντοπισθούν τόσο εύκολα με όρους μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που γίνεται με μίσος και εκμετάλλευση της τραγωδίας για πολιτικά οφέλη.
Σε μια έρευνα δέκα μέρες μετά στο ερώτημα «ποιος θεωρείτε ότι ήταν ο σημαντικότερος λόγος για το μέγεθος της τραγωδίας στο Μάτι» οι ερωτώμενοι απάντησαν «η ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού» σε ποσοστό 48,31%, «οι ανεπαρκείς διέξοδοι διαφυγής» σε ποσοστό 28,73%, «οι δυνατοί άνεμοι και η ταχύτητα της φωτιάς» σε ποσοστό 19,98% και «η γεωμορφία του εδάφους (πυκνότητα δένδρων)» σε ποσοστό 1,79%.
Η κυβέρνηση μοιράζεται τις ευθύνες με τις προηγούμενες – 28% έναντι 23%, δηλαδή φταίνε όλοι- αλλά και την αυτοδιοίκηση 12% και τους «πολίτες που δόμησαν αυθαίρετα» (11%). «Οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο: Αλέξης Τσίπρας” έλεγε η ΝΔ. «Εις μάτην όμως νομίζουν ότι έτσι θα απαλλάξουν από τις ευθύνες τους τον κ. Τσίπρα και την ανίκανη Κυβέρνησή του. Έχουν τελειώσει. Απομένει η τυπική πράξη με την καταδίκη των πολιτών στις εκλογές» θα προσθέσει το Κίνημα Αλλαγής.
Τα δύο κόμματα δεν έμαθαν τίποτα από τραγωδίες που συνέβησαν επί κυβερνήσεων τους -όπου δεν παραιτήθηκε κανένας, ούτε αισθάνονται την ανάγκη για αυτοκριτική. Μαζί με την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού δεν κατέρρευσε, αν υπήρχε, η εμπιστοσύνη του κόσμου στο κράτος, αλλά όλο το πολιτικό σύστημα. Ο κομματισμός, η αντίληψη πως φταίνε οι άλλοι και πως το πρόβλημα θα λυθεί αν αλλάξει η κυβέρνηση.
Η διάκριση της κυβέρνησης από την διοίκηση δεν υπάρχει αφού ο αρχηγός π.χ. της Πυροσβεστικής ή ο γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας επιλέγεται με κομματικά κριτήρια. Πιθανόν έτσι να μπορεί η αντιπολίτευση να θεωρεί υπεύθυνη την κυβέρνηση -και προσωπικά τον πρωθυπουργό- ώσπου να αλλάξουν ρόλους, αλλά δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ σύστημα πολιτικής προστασίας που να μην εξαρτάται από το αν είναι καλός -δηλαδή δεξιός ή αριστερός- ο πρωθυπουργός.
Από το 1993 όταν μια διακομματική επιτροπή ομόφωνα έκρινε πως πρέπει να υπάρχει ενιαίος φορέας δασοπυρόσβεσης έχουν περάσει εικοσιπέντε χρόνια. Από το 1983 όταν ψηφίστηκε ο Νόμος Τρίτση, αλλά ο ίδιος αποπέμφθηκε με συγχαρητήρια -Αντώνη έγραψες Ιστορία- έχουν περάσει τριανταπέντε. Έφταιγε η Δεξιά, η Χούντα, το ΠΑΣΟΚ, τώρα όμως φταίει και ο ΣΥΡΙΖΑ που βλέπει τις παλιά του κείμενα να εκτοξεύονται εναντίον του.
Τα κόμματα στην Ελλάδα δεν κοιτάζουν το μέλλον. Υπόσχονται να διορθώσουν το παρελθόν, να τιμωρήσουν, να φέρουν την Κάθαρση. Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι η πολιτική υπανάπτυξη που κάνει τα κόμματα -ως εκφραστές συντεχνιών με μόνο στόχο την κατάληψη του κράτους- μαζί με τα συνδικάτα να είναι οι βασικές αιτίες της εθνικής κακοδαιμονίας.
Τα πολιτικά προγράμματα δεν περιέχουν οράματα ή παραγωγικές προτάσεις ανάπτυξης. Είναι λίστες με παροχές, συλλογικά ρουσφέτια και εκλογικά δώρα. Το σπίτι, μαζί με το πτυχίο και μια θέση στο δημόσιο είναι τα πολιτικά φετίχ του νεοελληνικού κράτους.
Μαζί με ένα πρωτοφανές κίνημα αλληλεγγύης αυτή τη φορά αναδύεται από την τελευταία εθνική τραγωδία ένας νέος τύπος πολίτη που δεν πιστεύει στα κόμματα, δεν εμπιστεύεται τα μέσα ενημέρωσης και κατανοεί πως όλο αυτό το μεταπολεμικό μοντέλο στηρίζεται σε μια λέξη που λέγεται διαφθορά. Το κράτος που δεν λειτουργεί συνυπάρχει με ένα παρακράτος, την παραοικοκονομία, την κακή διαχείριση του περιβάλλοντος -που σημαίνει ότι κάποιοι πλούτισαν όλα αυτά τα χρόνια από τα καμμένα δάση.
“Το δάσος καίγεται, οι άνθρωποι πεθαίνουν, οι εργολάβοι χτίζουν, και οι ψήφοι κερδίζονται” θα γράψει ο I. Givalos στον Ιnpependent. “Όποια και αν είναι η σπίθα, η πηγή της τρομερής τραγωδίας της Ελλάδας και πολλοί άλλοι σαν αυτήν, δεν είναι πράξη του Θεού. Είναι αποτέλεσμα μιας ανέντιμης πολιτικής τάξης εξαγοράς ψήφων. Πρόκειται για θεσμοθετημένη τραγωδία, η οποία συνδέει ένα αρπακτικό κράτος με έναν συνένοχο πληθυσμό”.
Το παρασιτικό, διεφθαρμένο, κερδοσκοπικό και τελικά δολοφονικό και αυτοκαταστροφικό μοντέλο επέκτασης της πόλης έχει κομματικά ονοματεπώνυμα, όπως και όσοι έγιναν εύκολα ιδιοκτήτες μετατρέποντας δάση σε βίλες αγοράζοντας συχνά από την Εκκλησία. Δίπλα στον εμπρηστή ο οικοπεδοφάγος και παραδίπλα ο βουλευτής, το κόμμα που θα φέρει στη Βουλή τον νόμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα καλύτερα οικόπεδα έχουν κομματικά στελέχη όλων των εποχών. Το ΠΑΣΟΚ που ανήλθε χτυπώντας τον παλαιοκομματισμό διπλασίασε τους αυθαιρετούχους, έγινε γραφείο ευρέσεως εργασίας και υπηρέτησε το νέο πελατειακό μοντέλο με στόχο μια ευημερία που περιλάμβανε και ένα σπίτι κατά προτίμηση μέσα στο δάσος που θα “τακτοποιούσε”.
Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πιο σοβαρά ώστε δεν περνάνε μικροπολιτικά παιχνίδια. Για πρώτη φορά απειλείται η Πόλη που είναι ανυπεράσπιστη απέναντι σε νέες τραγωδίες. Τα πολιτικά κόμματα που έφεραν την χώρα ως εδώ δεν μπορούν να δώσουν λύση. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης κι ένα άλλο πολιτικό σύστημα πέρα από αυτό που στηρίχτηκε στο λάδωμα, το μπαξίσι και το ρουσφέτι.
Αν δεν υπάρξει οι τραγωδίες, νέες χρεοκοπίες, πυρκαγιές, πλημμύρες, την περιμένουν και δεν θα φταίει ο Θεός, οι “ασύμμετρες” απειλές, οι Ξένοι, οι Άλλοι. Γιατί από καιρό Εμείς είμαστε οι Άλλοι.